Όταν ο Πονς πεθαίνει στο γνωστό βιβλίο του Μπαλζάκ, ο Σμούκε, ο γερμανός φίλος του, έχει να διαχειριστεί εκτός από την απώλεια του φίλου του και τους άσχετους που μαζεύονται γύρω από το νεκρό. Ο Σμούκε ετοιμάζεται να πάει στην κηδεία απεριποίητος, το πένθος τον έχει διαλύσει, και παράλληλα δέχεται τις παρατηρήσεις των καλοντυμένων(«Λευκά γάντια που θα σου μείνουν»).
«Έτσι θα πας;» του λένε και εκείνος προσπαθεί να τους πει, με σπαστά γαλλικά, για τον πόνο του και ότι τίποτα δεν μετράει από την στιγμή που έχασε τον μοναδικό του φίλο. Υπογράφει όπου του λένε, γιατί αυτό που ενδιαφέρει τους «τεθλιμμένους» είναι η κληρονομιά, και κάνει ότι του λένε μόνο και μόνο για να τον αφήσουν ήσυχο.
Στην διαδρομή για το νεκροταφείο, μέσα στην άμαξα, οι άσχετοι πιάνουν την κουβεντούλα και ο Σμούκε είναι χαμένος στον κόσμο του. Σε αυτή την διαδρομή, λέει ο Μπαλζάκ, οι άσχετοι έχουν ήδη ξεχάσει τον νεκρό, πιάνουν την κουβέντα για ό,τι τους έρθει και αυτοί που πενθούν πραγματικά μένουν να τους ακούνε.
Επειδή γύρω από κάθε νεκρό θα μαζεύεται πάντα ένας άσχετος όχλος(για αυτό και ο Μπαλζακ είναι διαχρονικός) που θα νοιάζεται για την εικόνα του (αν φαίνεται θλιμμένος), που θα θέλει για τους δικούς του λόγους να πάρει κάποιο κομματάκι από το νεκρό και που στο τέλος θα τον ξεχάσει τόσο ξαφνικά όσο ξαφνικά τον θυμήθηκε, θα ευχόμουν, αυτοί οι άσχετοι πάνω από κάθε νεκρό, που αποφασίζουν ότι αξίζει τον δήθεν θρήνο τους, να είναι λίγο πιο μαζεμένοι.
Όλοι οι άσχετοι γύρω από το νεκρό δίνουν μια παράσταση. Ο καθένας για τους δικούς τους λόγους. Τουλάχιστον ας μην είναι υπερβολικές οι ερμηνείες τους.
Τιμήστε και νοιαστείτε τους ανθρώπους όσο ζούνε. Αυτό μέτρησε στην φιλία του Σμούκε με τον Πονς κα αυτό μετράει σε τούτη την ζωή.
σχόλια