Tο περιοδικόν «Φαντάζιο» ηρώτησε τας κυρίας τι ευχαρίστησιν ιδιαιτέραν ευρίσκουν εις τον κινηματογράφον και αι απαντήσεις έπεσαν βροχή.
Μία τον προτιμά δια το σκοτάδι του. «Αυτό το μυστήριον, γράφει, το ημίφως, η ιλλυζιόν που έχομεν από τα πρόσωπα της πλατείας, μόλις μπούμε κατά την διάρκειαν του σκότους, η σιλουέττες των θεατών που περνούν από κοντά μας μυστηριωδώς και μόλις φωτιζόμεναι, αυτός ο ψίθυρος που πολλάκις αποτελείται από μυστικά, λεγόμενα από αυτί εις αυτί, υποβοηθούμενα από το σκότος, όλη αυτή η συγκεντρωμένη εις το σκότος ζωή δημιουργεί μίαν γοητεία την οποία δεν γνωρίζει η πλατεία του θεάτρου.
Άλλη ευχαριστείται δια την κινουμένην φυσικήν ζωήν, δια τα τοπία, δια την εύκολον εναλλαγήν των σκηνογραφιών. Άλλη διότι βλέπει τόσα πρόσωπα εις ένα κινηματογραφικόν έργον, όσα είνε αδύνατον να φανούν επί της σκηνής και τούτο παρέχει ομοιαληθείαν και εις τα πλέον ανόητα έργα. Άλλη διότι δεν ενοχλείται από τας παρατονίας και τας δυσαρέστους φωνάς των ηθοποιών. Άλλη διότι βλέπει την εφαρμογήν των τελευταίων δημιουργιών της μόδας. Άλλη διότι βλέπει την ζωήν των απηγορευμένων κέντρων, των καμπαρέ, των υπόπτων υπογείων και επί πλέον των ατελιέ των καλλιτεχνών κλπ...
«Πολύ καλά είνε όλα όσα σας απήντησαν μέχρι τούδε γράφει και μία αφού εδιάβασε όλας σχεδόν τα απαντήσεις αλλ' εκείνο που απέφυγαν να σας ομολογήσουν είνε η ηδονή της ευκόλου κριτικής εις τον κινηματογράφον. Δια να μη σοκάρω εις την λεπτήν αίσθησιν των κυριών, δεν λέγω η ηδονή της φλυαρίας, αλλά πρέπει να ομολογήσουν όλαι, ότι πουθενά αλλού δεν ψαλλιδίζει ανετώτερα η γυναικεία γλώσσα όσον εις τον κινηματογράφον. Εις το θέατρον σιωπώμεν. Εις τον κινηματογράφον ομιλούμεν. Το θεωρείτε ασήμαντον;».
Εγώ το θεωρώ σημαντικώτατον και υποθέτω ότι η ειλικρινής αυτή απάντηση θα ευρίσκετο εντός της αληθείας, αν έγραφε ότι αι κυρίαι πηγαίνουν εις τον κινηματογράφον δια να κριτκάρουν και όχι δια να κριτικάρουν το έργον, αλλά τα πάντα. Ένα εισιτήριον κινηματογράφου δια μίαν κυρίαν δεν είνε απλώς εισιτήριο θεάματος αλλά και δικαιώματος δι' ατελείωτον «κωζερί». Πηγαίνετε εις το «Αττικόν», εις το «Σπλέντιτ», εις το «Παλλάς» και θα έχετε την απόλαυσιν της διασκεδάσεως αυτής των κυριών.
Εις το θέατρον είνε καρφωμέναι εις την θέσιν των, με το στόμα κλειστόν, είνε αναγκασμέναι να ποζάρουν. Εις τον κινηματογράφον, το σκοτάδι παρέχει την ψευδαίσθησιν μιας συναθροίσεως μόνον από οικείους, τους μόνους που κατορθώνει κανείς να διακρίνη και η πραγματική ανυπαρξία των ηθοποιών που παίζουν, επιτρέπει να τους καθήση επί της ανατομικής τραπέζης μία κυρία και να τους κατατεμαχίση.
Κατά την παράστασιν ενός δράματος εις το θέατρον οφείλεις ή να συγκινηθής ή να σκάσης δια να μη ενοχληθή ο γείτων, ο οποίος θέλει ν' ακούση. Εις τον κινηματογράφον δύνασαι να γελάς ενω η Εσπέρια σκορπίζει τριαντάφυλλα επί της θαλάσσης, όπου επνίγη ο ταλαίπωρος Αλβέρτος. Κυρίως δε κρίνεις. Δεν σου αρέσει αυτό το ντύσιμο, εκείνο το παίξιμο, η χειρονομία, η επίπλωσις, ευρίσκεις γελοίον τον ρωμαντικόν έρωτα μιας σαραντάρας, συγκρίνεις τούτο μ' εκείνο, βροντοφωνείς ότι ο μαρκήσιος Σιγισμόνδος έχει δανεισθή το φράκο που φορεί από κάποιον παχύτερον, κακογλωσσεύεις ανέτως, ανενοχλήτως όσον βαστά η γλώσσα σου, διασκεδάζεις με το δράμα.
Ενω εις το θέατρον συμβαίνουν τόσο διαφορετικά πράγματα. Πέντε νέοι και δεσποινίδες του κόσμου και μια μόλις βαπτισθείσα εις τον Ιορδάνην των ερασιτεχνικών κύκλων πρωταγωνίστρια σε καλούν εις μίαν παράστασιν όπου πρέπει να πας με κλειστόν το στόμα, με υποχρέωσιν να συγκινηθής και με πέντε μαντηλάκια δια τα δάκρυα. Τα δάκρυα πιθανόν να είνε δια την κατάντιαν της τέχνης, αλλά πρέπει να υποφέρης το επί της σκηνής δράμα και το δράμα της καθηλώσεώς σου επί του καθίσματος σιωπών.
Ας πηγαίνουν λοιπόν αι κυρίαι αλλά και όλοι ημείς εις τον κινηματογράφον».
Για περισσότερα «παλιά» βλέπε Παλιά Αθήνα
σχόλια