Όλα όσα διάβασα που γράφονται (δεν τα διάβασα όλα) έχουν ένα ενδιαφέρον ή μια σημασία.Όμως, όλα, επίσης, τα κείμενα δείχνουν σκέψη επηρεασμένη από «στερεοτυπικές» θεωρήσεις των πραγμάτων. Κάποιοι από τους συμμετέχοντες στην κουβέντα, φαίνεται να μέμφονται την «κοινωνία» ως στερεοτυπική, όμως η ίδια η σκέψη, που «αναπαράγουν», φαίνεται στερεοτυπική.Κατ’ αρχάς η κουβέντα δείχνει να ξεκινάει για το αν οι «αλβανίδες» είναι «σέξυ» (δηλαδή : «ελκυστικές» ή «γενετήσια ελκυστικές) ή «πιο σέξυ» κλπ., κλπ..Εν συνεχεία, ανοίχτηκε βασική διάσταση περί του αν και κατά πόσο «οι αλβανίδες» «σου κάθονται» πιο εύκολα κλπ., κλπ..Πρέπει, αν θέλουμε να συνεννοηθούμε, να επισημάνουμε κάποια πράγματα:■ Πρώτον, δεν είναι εκ προοιμίου «παράνομο» (από απόψεως «ορθοπολιτικής αστυνόμευσης», που μοιάζει να ελέγχει τα πάντα στις μέρες μας) κάποιος να ελκύεται (να «βρίσκει σέξυ») κάποια «εθνικά χαρακτηριστικά». Δηλαδή, όπως το εννοεί, κάποια σωματικά χαρακτηριστικά, που πλεονάζουν στους ανθρώπους κάποιου έθνους (με την έννοια, κατ’ ουσίαν, του γένους). Παλιότερα, για παράδειγμα, στην Ελλάδα, γινόταν λόγος για τις «σουηδέζες» ή τις «σκανδιναυές», που, σε κάποιους, άρεσαν. Φυσικά, γι’ αυτούς, κριτήριο της συγκεκριμένης έλξης δεν ήταν η καταγωγή των προσώπων καθ’ εαυτήν, αλλά τα φυσικά-σωματικά τους χαρακτηριστικά, τα οποία, σε μεγάλο βαθμό, οφείλονταν στην καταγωγή τους και προσδιορίζονταν (ομοίως, σε μεγάλο βαθμό) από αυτήν [ ασχέτως σε τι ποσοστό επιτυχημένων/αποτυχημένων σχέσεων-γάμων οδήγησαν ... ]. Άρα, κάθε σχετική προσέγγιση, αποτελεί μια γενίκευση, που, μοιραία (εξ ορισμού) έχει, αν μη τι άλλο, περιορισμένη, αβαθή, επιδερμική, επιπόλαιη ισχύ, ως προς τις ιδιαιτερότητες κάθε χωριστού προσώπου. Κυρίως, δε, καταλιμπάνει και απεμπολεί (η τέτοια προσέγγιση και αυτός που την μετέρχεται) το πρόσωπο, για το οποίο, υποτίθεται, κόπτεται και από το οποίο, υποτίθεται, ελκύεται (= το «βρίσκει σέξυ) κλπ., διότι, απλούστατα, το εντάσσει, ανάλγητα, μέσα στην γενίκευση, που όχι μόνο αλλοιώνει, αλλά και ισοπεδώνει (καθότι αφομοιώνει-εξαφανίζει) κάθε είδους προσωπικά χαρακτηριστικά, τα οποία, υποτίθεται, τον ελκύουν ή έπρεπε να τον ελκύουν. Όμως, η (πρωτοκαθευδρεύουσα) «πολιτική ορθότης» μιας τέτοιας θεώρησης-προσέγγισης δεν βλάπτεται. Δηλαδή είναι αλήθεια ότι έχουν, εν πολλοίς, οι προερχόμενοι από κάποιο γένος, ορισμένα εξωτερικά χαρακτηριστικά και είναι δυνατόν αυτά να αρέσουν σε κάποιον. Κακώς, λοιπόν, και αστηρίκτως μέμφονται οι «αλβανίδες», που έλαβαν μέρος στην συζήτηση, την αρχική εκτίμηση ότι κάποιος «βρίσκει τις αλβανίδες σέξυ», επειδή δεν έχουν, τάχα, χαρακτηριστικά, που, γενικά, τις διαφοροποιούν από άλλες «εθνικότητες» (ουσιαστικά από άλλα γένη-φύλα). Τέτοιες εξωτερικές εμφανισιακές διαφοροποιήσεις υπάρχουν στις οικογένειες, στις εντοπιότητες, στα έθνη (=γένη). Αντίθετα, θα έπρεπε, κανονικά, να ενίστανται επειδή ο εκδηλούμενος θαυμασμός «για τις αλβανίδες», ότι «είναι σέξυ», είναι απελπιστικά ρηχός και ατελέσφορος : Διότι «αλβανίδα» από «αλβανίδα» διαφέρει. Αλλοίμονο, δε, αν κάποιος ελκύεται από «εθνικά» χαρακτηριστικά και μόνο. Αυτό σημαίνει ότι ουδόλως «βλέπει» ή ουδόλως μπορεί «να δει», πέρα από αυτά -τα εξωτερικά και γενικά-, το πρόσωπο, από το οποίο, υποτίθεται, ελκύεται. Ελκύεται, τουτέστιν, από μια γενικότητα, από μια φαντασίωση, από μιαν ατομική (ή ατομιστική) αντανάκλαση και όχι από μια σχεσιακή επικοινωνία. Δεν μπορεί να βρει το (πλήρες) πρόσωπο του άλλου, όποιος κυνηγά να «πετύχει», π.χ., «χρώμα μαλλιών». Δηλαδή, ναι μεν μπορώ να πω «μ’ αρέσουν οι αλβανίδες», σαν μια γενική προεισαγωγική προσέγγιση, αλλά το ερώτημα είναι αν μου αρκεί μια τόσο ρηχή «πραγματικότητα» ή αναζητώ κάτι περισσότερο και τι κάνω γι’ αυτό. Ψάχνω να βρω την «αλβανίδα» εκείνη, που όχι μόνο έχει, αλλά και μπορεί να μοιραστεί μαζί μου εκείνα τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά (τα οποία ασφαλώς-ασφαλέστατα δεν είναι μόνο εξωτερικά, ούτε είναι κυρίως εξωτερικά), τα οποία σωφιλιάζουν («κουμπώνουν») με τα δικά μου και δίνουν και στους δυο ανάπαυση ;Αλλιώς, είναι, περίπου, σαν να θέλω, σαν να νοσταλγώ να γυρίσω στην πατρίδα από, π.χ., «τα πλοία στην αμερική, όπου είμαι μπαρκαρισμένος/-η χρόνια» και να ξαναδώ την μάνα μου επειδή, π.χ., «είναι ξανθιά (ή μελαχροινή κλπ.)», και όχι επειδή θέλω την ίδια την μάνα μου, την μανούλα μου, όπως είναι, ας είναι φτωχή, ας είναι ταλαίπωρη, ας είναι ξανθιά, μελαχροινή, ασπρομάλλα ή με πεσμένα τα άγια μαλλάκια της από τις χημειοθεραπείες κλπ., κλπ..Θα πεις, εδώ μιλάμε για γκόμενες και όχι για μάνες.Δεν ξέρω.Μιλάμε για πρόσωπα και διαπροσωπικές σχέσεις. Κι ας περιμένουμε, για λίγο, εκεί.Αμέσως, εδώ, πρέπει να εντοπίσουμε και την αοριστία, μαζί με την ανεπάρκεια της αξιολογικής, για κάποιο πρόσωπο, εκτίμησης ότι αυτό, στο βαθμό που υπόκειται στα γενικά χαρακτηριστικά της φυλής-γένους του, «είναι σέξυ».■ Δεύτερον, πάλι πρέπει να διαπιστώσουμε ότι η «πολιτική ορθότητα» περί θεμάτων «εθνικής ταυτότητας» δεν παραβιάζεται από την (προσωπική) εκτίμηση ότι «οι αλβανίδες ‘σου κάθονται’ πιο εύκολα», ανεξάρτητα -πρέπει να τονιστεί- από το αν κάτι τέτοιο ισχύει ή είναι απλώς εντύπωση (ή πόθος) εκείνου που το ισχυρίζεται. Δεν παραβιάζεται, δε, για πολλούς λόγους. Παράδειγμα: 1] Είναι γνωστό ότι, γενικά, οι (όσο πιο) βόρειοι λαοί της ευρώπης είχαν-έχουν διαφορετική αντιμετώπιση των μεταξύ των δύο φύλων σχέσεων, απ’ ό,τι οι μεσογειακοί, στο βαθμό, δε, που μιλάμε για μια χώρα πιο κοντά (όσο και όπως, τυχόν, αυτό συμβαίνει) στο δυτικό-βόρειο ευρωπαϊκό παράδειγμα συμπεριφοράς, είναι απόλυτα φυσιολογικό να υπάρχει ανάλογη εκδήλωση και σ’ αυτόν τον τομέα, 2] Είναι γνωστό ότι στις χώρες με μακροχρόνια αθεϊστικά καθεστώτα υπήρξε συστηματική αποϊεροποίηση των σχέσεων του ανδρογύνου και τονισμός της κοινωνικής χρηστικότητας αντί της μοναδικότητας των προσώπων και της ένωσης των προσώπων αυτών, στο βαθμό, δε, που κάτι τέτοιο συνέβη σε κάποια χώρα, είναι απόλυτα φυσικό να δημιούργησε γενιές με διαφορετικά ανακλαστικά ανταπόκρισης στο κάλεσμα του έτερου φύλου, κλπ., κλπ.. Θα ήταν, δε, εντελώς αφύσικο (και αδύνατον) να γίνει διαφορετικά. Πολλά ακόμα μπορεί να πει κανείς, αλλά δεν είναι ανάγκη.■ Τρίτον, αν από την έλξη προς το άλλο φύλο αναζητάς μόνο «να σου κάτσει», βρίσκεσαι σε πεδίο αποκλεισμού του άλλου προσώπου, το οποίο μεταχειρίζεσαι μόνο χρηστικά-ωφελιμιστικά και, βέβαια, δεν κατευθύνεσαι να το γνωρίσεις και να το κοινωνήσεις. Μένετε άγνωστοι και απρόσωποι μεταξύ σας. Ένας ειδωλολάτρης ρωμαίος αυτοκράτορας είχε, ωστόσο, αρκετή συναίσθηση, ώστε ν’ αντιληφθεί ότι «αν η ψυχή μέλλει να γνωρίσει τον εαυτό της, πρέπει σε ψυχή μέσα να κοιταχτεί (σαν σε καθρέφτη) (και ψυχή, ει μέλλει γνώσεσθαι αυτήν, εις ψυχήν αυτήν βλεπτέον –ή περίπου)». Άρα, όποιος δεν αναζητά το άλλο πρόσωπο, για να το δει και να κοιταχτεί μέσα του, ούτε το άλλο πρόσωπο γνωρίζει, αλλά και μένει άγνωστος για τον εαυτό του. Άγνωστος και απρόσωπος. Το κίνητρο της (επώδυνης, το πιο συχνά) αναζήτησης του άλλου προσώπου ήταν και είναι αγάπη. Αν λοιπόν θέλεις μόνο μια σάρκινη κούκλα, που «να σου κάτσει», φυσικά αυτοκαταδικάζεσαι σε αυτό που ζήτησες, δηλαδή στην στέρηση της σχέσης, στην στέρηση της γνωριμίας, στην στέρηση της ισορρόπησης με τον άλλο και με τον εαυτό σου. Το ίδιο περίπου ισχύει και για κείνο που γράφει μια συζητήτρια «αλβανίδα», ότι εκείνη «κάνει έρωτα επειδή τον γουστάρει, αυτόν με τον οποίο το κάνει». Το ερώτημα, όμως, είναι πόσο και πώς (ποιοτικά) τον γουστάρει. Διότι, «γουστάρω» για μια βραδυά και τίποτ’ άλλο ουδεμία σχέση έχει με το «γουστάρω» και θέλω να ζήσω την ζωή μου μαζί σου, να κάνουμε παιδιά μαζί, να μοιραστούμε χαρές και λύπες κλπ., κλπ.. Ένα παλιό, ωραίο τραγούδι το ’λεγε «–Σε νοιώθω, σε λατρεύω και σε ποθώ –Κι αν κάποτε σε χάσω θα τρελλαθώ. Θέλω κοντά σου να μείνω ... κλπ.». Κι εκείνη «γούσταρε», αλλά τι περιεχόμενο είχε το «γουστάρισμά» της...■ Τέταρτον, τι θα πει «αλβανός», «αλβανίδα» κλπ., είναι ένα θέμα με ιστορικές, ανθρωπολογικές κλπ. επιστημονικές διαστάσεις. Πολλή συζήτηση χωράει, αλλά απλώς, εδώ, θίγεται, χωρίς να ανοιχτεί.■ Πέμπτον, η «συζήτηση» εξελίσσεται με όρους «κλισσέ». Με όρους πολωμένης αντιπαράθεσης. Συνθηματολογίας. Με πολεμική ρητορική. Με φυλετιστική (= ρατσιστική) αδιαλλαξία. Με «τσιτάτα», που εμποδίζουν την ελεύθερη σκέψη, ας είναι και τσιτάτα «της μόδας» και της «πολιτικής ορθότητας». Με στερεοτυπικά κατασκευάσματα:- οι μεν εκμεταλλεύονται τους δε- δεν αξίζουν οι ίδιοι, παρά καπηλεύονται την αξία των προγόνων τους,- καταστρέψατε την χώρα μας,- ήρθαμε και πετύχαμε στην χώρα σας με την αξία μας και γίναμε καλύτεροι από εσάς,- ο άνθρωπος είναι οι επιλογές του,- ζω χωρίς πατρίδα, χωρίς ρίζες, χωρίς παρελθόν, χωρίς καταγωγή, χωρίς παράδοση,- είμαι ό,τι γουστάρω κλπ., κλπ., κλπ..Συνοπτικά, μια εχθρική αυτονόμηση του ατόμου, μέσα σ’ ένα εχθρικό περιβάλλον (το οποίο, δυστυχώς, προσδιορίζεται με όρους στείρας «πολιτικής ορθότητας»).Όμως, στην πραγματικότητα, ο άνθρωπος πιθανώς, μεν, να είναι και κάτι από όλα αυτά, πλην όμως, είναι βεβαίως, και πολύ παραπάνω.Φιλία ; Φιλοξενία ; Υπέρβαση ; -εκατέρωθεν- Δεν υπήρξαν ;Αν δεν γνωρίσουμε, με υπομονή, με ενδιαφέρον, ακόμα και με αγάπη, ο ένας τον άλλον, μένουμε ξένοι, ακοινώνητοι, εκ προοιμίου ανταγωνιστικοί, «σεξικοί» και, τελικά, απρόσωποι.Θα τολμήσουμε να υπερβούμε τις προκαταλήψεις μας και να γνωρίσουμε το «πολιτικώς μη ορθό» πρόσωπο του φίλου μας, του αδελφού μας, του αγαπημένου μας ; Το «πολιτικώς μη ορθό» πρόσωπο το δικό μας. Το αληθινό, όμως, πρόσωπο. Με τα δικά του, κάθε φορά, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Όχι τα χαρακτηριστικά τα επιβαλλόμενα της «πολιτικής ορθότητας», αυτής της δικτατορικής σκευωρίας της σκέψης, που δεν επιτρέπει να δεις το ξεχωριστό, την εξαίρεση, την αλήθεια, αλλά σε αφήνει σ’ ένα χυλό γενικευτικού-κοινωνικού τύπου ημικατανόησης των πάντων.Αξίζει να αναζητήσουμε, εν τέλει, το δικό μας το πρόσωπο, έστω και φρικτό, μέσα στο πρόσωπο του άλλου ;Ποιος θα κάνει την θυσία να δοθεί έτσι στον άλλον και όχι μόνο σωματικά ;