Πριν από δύο μέρες, το Netflix υποχρεώθηκε για δεύτερη φορά μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα να δημοσιεύσει προειδοποιητικό ανακοινωθέν σχετικά με προϊόν που παίζεται στην πλατφόρμα του. Η πρώτη ήταν στην περίοδο των γιορτών και προειδοποιούσε το κοινό για τους κινδύνους του παιχνιδιού "Bird Box challenge" που είχε πάρει το όνομά του από τον τίτλο του δημοφιλέστατου θρίλερ με την Σάντρα Μπούλοκ και είχε εξελιχθεί σε επιδημία με τον κόσμο να επιχειρεί να ανταποκριθεί σε διάφορες προκλήσεις – όπως η οδήγηση αυτοκινήτου – με δεμένα τα μάτια.
Η προχθεσινή – χαρακτηριστικά «νόστιμη» και υπαινικτική - ανακοίνωση που δημοσιεύτηκε στο Twitter ήταν σαφώς πιο περίεργη και είχε να κάνει με την (επίσης πολύ επιτυχημένη ήδη) σειρά ντοκιμαντέρ τεσσάρων επεισοδίων με τίτλο "Conversations With a Killer: The Ted Bundy Tapes" και θέμα την περίπτωση του διαβόητου serial killer Τεντ Μπάντι, ο οποίος τη νύχτα πριν εκτελεστεί (παρντόν για το "spoiler") πριν από τριάντα χρόνια, ομολόγησε τις άγριες δολοφονίες τριάντα γυναικών, παρότι το πραγματικό νούμερο θα πρέπει να πλησιάζει τις εκατό.
«Παρατηρήσαμε να γίνεται πολλή κουβέντα», σημειώνεται στην ανάρτηση, «για την υποτιθεμένη καυτή γοητεία [hotness] του Τεντ Μπάντι και θα θέλαμε να υπενθυμίσουμε ευγενικά ότι υπάρχουν κυριολεκτικά ΧΙΛΙΑΔΕΣ άλλοι καυτοί άντρες στην υπηρεσία μας – και σχεδόν κανείς από αυτούς δεν είναι καταδικασμένος serial killer».
Δεν είναι βεβαίως η πρώτη φορά που παρατηρείται το φαινόμενο ανεξήγητης εμμονής (ή και λατρείας ακόμα) με ψυχοπαθείς κατά συρροή δολοφόνους (γυναικών κατά 99%). Είχαμε κι εδώ αντίστοιχα φαινόμενα, με πιο προβεβλημένη την υπόθεση του Κυριάκου Παπαχρόνη
"Lol", θα μπορούσε να είναι η αντίδραση στην ανάρτηση της πλατφόρμας, το κόλλημα όμως με ανθρώπινα τέρατα «με αγγελική μορφή» όπως ο Τεντ Μπάντι εν προκειμένω, είναι πραγματικό και δεν έχει καθόλου πλάκα.
Δεν είναι βεβαίως η πρώτη φορά που παρατηρείται το φαινόμενο ανεξήγητης εμμονής (ή και λατρείας ακόμα) με ψυχοπαθείς κατά συρροή δολοφόνους (γυναικών κατά 99%). Είχαμε κι εδώ αντίστοιχα φαινόμενα, με πιο προβεβλημένη την υπόθεση του Κυριάκου Παπαχρόνη, του «δράκου με το αγγελικό πρόσωπο» όπως είχε αποκληθεί γλαφυρά και εντελώς ανεύθυνα από μερίδα του Τύπου, ο οποίος μετά τη σύλληψή του το 1982 και την καταδίκη του (η ποινή ήταν τεχνικά «δις εις θάνατον» αλλά μετατράπηκε αρχικά σε ισόβια και μετά σε 22 χρόνια κάθειρξη) δεχόταν τόνους επιστολών θαυμασμού και λατρείας στη φυλακή.
Εκ πρώτης όψεως, και με το άλλοθι μιας φιλοπερίεργης διαστροφής, μπορεί να κατανοήσει κάποιος γιατί ο Μπάντι μπορεί να εκληφθεί ως «αινιγματική», ακόμα και ως «γοητευτική» προσωπικότητα, ειδικά όπως αποκαλύπτεται στο ντοκιμαντέρ μέσα από τους υπνωτικά σχιζοειδείς μονολόγους του που καταγράφηκαν σε κασέτες μετά τη σύλληψή του πριν από τέσσερις δεκαετίες από τον δημοσιογράφο Stephen G. Michaud. Νέος, καλοντυμένος, μορφωμένος, ευειδής, ευπροσήγορος, ο Μπάντι έμοιαζε με ακριβώς το αντίστροφο από την εικόνα ενός μανιακού δολοφόνου που είχαν στο μυαλό τους οι άνθρωποι σε μια εποχή που ακόμα δεν υπήρχε στην κουλτούρα ο όρος "serial killer".
Οφείλουμε όμως να είμαστε προσεκτικοί στις τουριστικές καταδύσεις που επιχειρούμε από την ασφάλεια του καναπέ στις φρικιαστικές αβύσσους βαριά πειραγμένων μυαλών γενικώς, και ειδικά όσον αφορά περιπτώσεις σαν του Μπάντι, ενός κυνικού και αδίστακτου κατά συρροή δράστη τελετουργικών γυναικοκτονιών.
«Πώς μπορεί κάποιος να εισβάλλει ξαφνικά στη ζωή της και να κομματιάζει την ύπαρξη μιας κοπέλας;» αναρωτιέται με οργή, φρίκη και απελπισία στο ντοκιμαντέρ μια γυναίκα μιλώντας στην κάμερα όταν ακόμα παρέμενε ασύλληπτος ο «δράκος» της πολιτείας της Ουάσιγκτον (και ακολούθως του Κολοράντο και της Γιούτα).
Τέτοιες όμως κραυγές απόγνωσης χάνονται στο γενικότερο mood του ντοκιμαντέρ που κυλά ως τυπικό πλέον τηλεοπτικό "true crime" αφήγημα σε συνέχειες, το οποίο εξελίσσεται αργά και υποδορίως, αυθυποβάλλοντας τον θεατή και καθιστώντας τον λύτη μυστηρίου σα να επρόκειτο για μυθοπλασία.
Στον νέο κύκλο της σειράς "True Detective", ο κεντρικός χαρακτήρας, πρώην αστυνομικός – τον οποίο υποδύεται εξαιρετικά ο Μαχερσάλα Αλί – καλείται να συμμετάσχει ως βασικός συνεντευξιαζόμενος σε μια τέτοια τηλεοπτική σειρά εξιχνίασης ενός μυστηρίου που βασανίζει τον ίδιο τριάντα πέντε χρόνια. Σε κάποια στιγμή ρωτά απορημένος την παραγωγό της σειράς: «Τέτοια βλέπουν πια οι άνθρωποι στην τηλεόραση;»
Βλέπει και παραβλέπει και δεν χορταίνει μάλιστα, όπως φανερώνουν οι σχετικοί δείκτες θεαματικότητας. Το ανατριχιαστικό είναι ότι σε κάποιο σημείο του τετράωρου ντοκιμαντέρ, ακούγεται να λέει ο Μπάντι, σχολιάζοντας τα θολά όρια μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας και την αγρίως υποκειμενική αντίληψη ιστορικών γεγονότων που συχνά επικρατεί: «Έχουμε γίνει πλέον όλοι ιστορικοί». Είναι από τις στιγμές που σου' ρχεται αφηρημένα να αναφωνήσεις «πες τα χρυσόστομε» αλλά συγκρατείσαι με το που συνειδητοποιείς τι είδους διαταραγμένο άτομο ξεστομίζει αυτές τις «πνευματώδεις» ατάκες.
Θυμήθηκα, κατ΄ αντιστοιχία, ένα ντοκιμαντέρ που είχα δει κάποτε για τον επίδοξο δολοφόνο του πάπα Ιωάννη Παύλο του Β', Μεχμέτ Αλί Αγκτσά, ο οποίος στη συνέντευξή του παρουσιαζόταν επίσης πνευματώδης και ευπροσήγορος σε σημείο που σκεφτόσουν «έχει και τα δίκια του ο τρελάρας εδώ που τα λέμε» μέχρι που ξεχνιόταν ο ίδιος και άφηνε να ξεχυθεί ατόφια όλη η του η συνωμοσιολογική του παράνοια.
Στην περίπτωση του Τεντ Μπάντι και της υψηλής θεαματικότητας του ντοκιμαντέρ που γύρισε ο Τζο Μπέρλιντζερ, δεν έχουμε να κάνουμε τόσο με έναν «εξανθρωπισμό» του τέρατος όσο με τον εξαγνισμό του στα θολά νερά της σύγχρονης τηλεοπτικής ψυχαγωγίας ως δημοφιλούς χαρακτήρα που κυριαρχεί στον πολτό της μαζικής κουλτούρας εδώ και δεκαετίες και αποκαλύπτεται ξανά και ξανά σε κάθε νέα γενιά θεατών.
Παράλληλα με την προβολή του ντοκιμαντέρ στο Netflix, έκανε προχθές την πρεμιέρα της στο φεστιβάλ του Sundance, μια ταινία (δραματοποιημένης μυθοπλασίας αυτή τη φορά) με κεντρικό χαρακτήρα τον Τεντ Μπάντι και τίτλο "Extremely Wicked, Shockingly Evil and Vile". Την ταινία σκηνοθέτησε επίσης ο Τζο Μπέρλιντζερ (προφανώς ούτε εμείς χορταίνουμε τελετουργικό ζόφο ούτε κι αυτός) και πρωταγωνιστεί ως Τεντ Μπάντι ο Ζακ Έφρον, που δέχτηκε ήδη εγκωμιαστικές κριτικές για την ερμηνεία του.
Όταν πάντως το 2004 αποφυλακίστηκε μετ' επαίνων για την ειλικρινή μεταμέλεια και την άψογη διαγωγή του στη φυλακή ο Παπαχρόνης, έδωσε στη δημοσιότητα μια γραπτή δήλωση η οποία θα έπρεπε λογικά να προβληματίσει τις Αρχές:
«Πριν 22 χρόνια, παρασυρόμενος από την ακρισία της ηλικίας και κυρίως από τις φαυλεπήβολες συναναστροφές μου, πουλήσαμε όλοι μας τις ψυχές μας στον Εωσφόρο -όπως ο Φάουστ- κι εγώ προσωπικά έχασα, λαμβάνοντας εξοντωτική ένδικη μισθαποδοσία. Ζητώ από τη θεσπίζουσα πολιτεία από την κοινή γνώμη συγγνώμη από «μέσης ψυχής» για εκείνα τα απεχθή φορτία των ανομιών μου και υπόσχομαι στο εφεξής να διαβιώ «εν αγνεία και σεμνή πολιτεία...» και φυσικά «άμεμπτος εν παντί...»! Hasta la vista, εν ευθέτω χρόνω – Κυριάκος Παπαχρόνης».