Ήδη από το Stonewall, μισόν αιώνα πριν, οι τρανς άνθρωποι βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή του αγώνα για την ομοφυλόφιλη απελευθέρωση διεθνώς. Καθόλου παράξενη η αποκοτιά τους, καθώς αφενός υφίσταντο στον υπερθετικό –και εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν– απαξίωση, βία, ρατσισμό και διακρίσεις (όχι σπάνια και μέσα στη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα), αφετέρου γιατί, απαλλαγμένοι από καθωσπρεπισμούς, δεσμεύσεις και κοινωνικές συμβάσεις, δεν είχαν, ούτε και έχουν, τίποτα να χάσουν, «παρά μόνο τις αλυσίδες τους». Η ακτιβιστική στράτευση δεν αποσκοπούσε μόνο σε δικαιώματα και ελευθερίες, ήταν καταρχάς θέμα επιβίωσης. Η ζωτική αυτή ανάγκη είναι που σμιλεύει χαρακτήρες και συνειδήσεις, «οπλίζοντάς» τους με παραπανίσιο θάρρος και αποφασιστικότητα.
Το ελληνικό αντίστοιχο, τρόπον τινά, των Marsha Johnson και Sylva Rivera είναι η Ελισάβετ Βακαλίδου ή Μπέττυ, μια ιδιαίτερη περσόνα. Η Αλόμα, μια άλλη μαχητική μορφή, ναι μεν πρωτοστάτησε στις ζυμώσεις που κατέληξαν στην ιστορική συγκέντρωση του θεάτρου Λουζιτάνια που συνδιοργάνωσαν τρανς κοινότητα και ΑΚΟΕ (25/4/77), εκείνη όμως ανέλαβε την κεντρική ομιλία, τις επαφές και τα νταραβέρια με τους δημοσιογράφους. Μεγάλη αίσθηση κάνανε, εξάλλου, τα δύο αποκαλυπτικά βιβλία-σκάνδαλα που κυκλοφόρησε αρχές της δεκαετίας του '80, το αυτοβιογραφικό Μπέττυ και το κινηματογραφικό σχεδόν πόσο πάει... με άξονα τις ιστορίες τεσσάρων τρανς. Αμφότερα έχουν ξανακυκλοφορήσει, το πρώτο από τις εκδόσεις Τυπωθήτω (2007) και το δεύτερο από τον Πολύχρωμο Πλανήτη (2009).
Γνώρισε στο πετσί της την αστυνομική βαρβαρότητα, ξενύχτησε σε κρατητήρια, πέρασε δίκες, ήρθε αντιμέτωπη με την κοινωνική υποκρισία και κατακραυγή, αντίβαρο στην οποία ήταν ένας διάχυτος και γενναιόδωρος τότε, παρ' ότι λανθάνων, ομοερωτισμός, όμως δεν λύγισε στιγμή.
Η ίδια η ζωή της Μπέττυς είναι μυθιστορηματική. Γεννημένη αγόρι στην Αλεξανδρούπολη, το 'σκασε στα 15 της για την Αθήνα, μια και ο τόπος της δεν την χωρούσε. Κλείστηκε τριάμισι χρόνια σε αναμορφωτήριο από τους γονείς της –που δεν ξαναείδε έκτοτε– και πάλεψε για να ανακαλύψει και να κάνει σεβαστή τη σεξουαλικότητά της. Μπάρκαρε καμαροτάκι κι αφού έζησε για λίγο το «αμερικανικό όνειρο» στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, επέστρεψε, μέσα της δεκαετίας του '70, στην Αθήνα. Αρχικά έκανε διάφορες δουλειές του ποδαριού, ύστερα άρχισε να εκδίδεται ως τραβεστί, για τα προς το ζην καταρχάς αλλά και επειδή την εξίταρε το παιχνίδι των ρόλων.
Γνώρισε στο πετσί της την αστυνομική βαρβαρότητα, ξενύχτησε σε κρατητήρια, πέρασε δίκες, ήρθε αντιμέτωπη με την κοινωνική υποκρισία και κατακραυγή, αντίβαρο στην οποία ήταν ένας διάχυτος και γενναιόδωρος τότε, παρ' ότι λανθάνων, ομοερωτισμός, όμως δεν λύγισε στιγμή. Λόγω συνθηκών δεν προχώρησε πέρα από το Γυμνάσιο, αν και φιλομαθής, στο αναμορφωτήριο όμως βρήκε την ευκαιρία να διαβάσει βιβλία μεγάλων κλασικών συγγραφέων. Τα «πτυχία» της τα κέρδισε στον δρόμο και ήταν η ευφυΐα και το ψυχικό σθένος που τη βοήθησαν να επιβιώσει: «Η συμβουλή μου σε έναν νεότερο άνθρωπο; Ότι πρέπει να μπορεί να στηρίζεται στις πλάτες του και να μην περιμένει τίποτε από τους άλλους» έλεγε σε παλιότερη συνέντευξή της στη LiFΟ.
Η θαρραλέα στάση της στις κινητοποιήσεις κατά του νομοσχεδίου «περί αφροδισίων νοσημάτων» που έβγαζε ουσιαστικά στην παρανομία ομοφυλόφιλους και τρανς, καθώς και η περιπετειώδης, «επική» σχεδόν ζωή της, όπως η ίδια την αφηγήθηκε, την έκαναν την πρώτη διάσημη Ελληνίδα τρανς. Η αυτοβιογραφία της αποτελεί μια έκτακτη μελέτη του χαρακτήρα, του ψυχισμού και των ηθών του νεοέλληνα, ειδικά δε των πλευρών του εκείνων που συνηθίζει να παραχώνει στην ντουλάπα. Άλλοτε ωμή, άλλοτε πάλι απροσδόκητα συγκινητική, καθρεφτίζει ταυτόχρονα μια ολόκληρη εποχή μέσα από το κοινωνικό της περιθώριο. Συνδυάζοντας μια αφοπλιστικά ειλικρινή βιωματική αφήγηση με μια ανελέητη όσο και εύστοχη κοινωνική κριτική, είναι ένα διαχρονικό ντοκουμέντο.
Το βιβλίο, που περιλάμβανε αναφορές στην επεισοδιακή της διαμάχη με τον συγγραφέα Κώστα Ταχτσή αλλά και υπαινιγμούς για την ερωτική ζωή διαφόρων επωνύμων και «υπεράνω πάσης υποψίας» πολιτών, μηνύθηκε από την αστυνομία για άσεμνο περιεχόμενο ύστερα από καταγγελία πολίτη. Τέλη του '80, ένα φανερά προκατειλημμένο δικαστήριο απαγόρευσε την κυκλοφορία του, επιβάλλοντας τότε στην ίδια και τις εκδόσεις Εξάντας επτά μήνες φυλάκιση, ποινή την οποία εξαγόρασαν. «Το όνομά σας ταράζει τα όμορφα μάτια των Ελλήνων, των Νορβηγών, των Ολλανδών, των... Ταράζει τα μάτια τους – αλλά με τι είδους ταραχή; Και γιατί, άραγε, τα μάτια τους είναι καρφωμένα πάνω σας και πάνω στο βιβλίο σας; Όποια και να 'ναι η απόφαση, εσείς, Μπέττυ, κερδίσατε» έγραφε τότε ο Ζαν Ζενέ, μία από τις προσωπικότητες που της συμπαραστάθηκαν τότε, ερχόμενος επί τούτου στην Αθήνα.
Οι ακτιβιστικές και συγγραφικές της επιδόσεις και η φήμη που είχε εξ αυτών αποκτήσει την έκαναν να αμφισβητήσει δεδομένα, συνήθειες και προτεραιότητες. «Δεν δούλευα πια με ευχαρίστηση στο πεζοδρόμιο. Ενώ πριν έκανα παραχωρήσεις στους πελάτες, τώρα δεν μπορούσα... Είχα αρχίσει να αισθάνομαι λιγότερο αντικείμενο, να έχω κι εγώ απαιτήσεις, να διεκδικώ την προσωπικότητά μου» γράφει χαρακτηριστικά. Εξάλλου, πολλοί πελάτες, πια, την έβλεπαν αλλιώς.
Έλαβε προτάσεις για ταινίες, έγινε επίσης περιζήτητη σε πνευματικούς και καλλιτεχνικούς κύκλους, ακόμα και σε πολιτικούς, μολονότι δεν είχαν όλοι πάντα τις αγαθότερες προθέσεις: «Πολύς κόσμος, άσχετο αν είναι απλοϊκός ή καλλιεργημένος, βλέποντας ότι είσαι τρανς, κοιτάει να εκμεταλλευτεί, είτε οικονομικά είτε για λόγους πρεστίζ». Δεν έλειψαν, θυμάται, κι εκείνες οι τρανς που ενοχλούνταν επειδή ξεχώριζε από το «σινάφι» ακόμα και στον τρόπο ζωής της.
Η κλασική ερώτηση «πόσο πάει» που έκαναν οι πελάτες στις τρανς της Συγγρού –σήμερα κυριαρχεί, καθώς λέει, το «πόσο τον έχεις»!–, που έδωσε τον τίτλο στο δεύτερο βιβλίο της, περνά ως ατάκα στην καθομιλουμένη, γράφεται ακόμα και σε τοίχους με μπογιά. Παραχωρεί συνεντεύξεις σε ελληνικά και ξένα μέσα (από τα «Επίκαιρα» ως τη «Figaro» και «Libération»), η Μπέττυ σε μορφή δραματοποιημένου ντοκιμαντέρ από τον Δημήτρη Σταύρακα βραβεύεται σε πολλά φεστιβάλ κι εκείνη ξεκινά να δοκιμάζει την τύχη της στην υποκριτική. Κάνει ένα πολλά υποσχόμενο ντεμπούτο με το θεατρικό Πρόσωπα φυσικά κι αλλόκοτα πλάι στην Ντίνα Κώνστα σε σκηνοθεσία Γιάννη Διαμαντόπουλου, θα περάσουν όμως αρκετά χρόνια προτού ξαναδώσει ηχηρό «παρών» στον χώρο του θεάματος – μεσολαβεί η διόρθωση φύλου που έκανε το 1984 στην Καζαμπλάνκα και μια μακρά «θητεία» σε οίκους ανοχής στο Βερολίνο, στην Αθήνα, στα Χανιά και αλλού.
Το 2004 γυρνά στην Αθήνα, επανεκδίδει την αυτοβιογραφία της με επιπλέον υλικό (Τυπωθήτω) και συγκαταλέγεται στα πρόσωπα της χρονιάς του Ευρωπαϊκού Έτους Ίσων Ευκαιριών (2007). Συγκλονίζει στον ρόλο της γηραιάς τρανς στη Στρέλλα του Πάνου Κούτρα το 2009, χρονιά που επανεκδίδεται και το πόσο πάει..., συμμετέχει στα πολυσυζητημένα Αμάραντα του Γιάννη Σκουρλέτη και της ομάδας bijoux de kant (2017), ερμηνεύει θαυμάσια τον Τειρεσία στον Οιδίποδα Τύραννο του Χρήστου Σουγάρη το 2018, συμπρωταγωνιστεί με τον Χρήστο Σαπουντζή φέτος την άνοιξη στο Πεθαίνω σαν χώρα σε μεταφορά Στέλιου Κρασανάκη και θα παίξει επίσης στην αφιερωμένη στη μνήμη του Ζακ παράσταση Ραγισμένες, στο πλαίσιο της Athens Pride Week 2019, σε σκηνοθεσία Γιώργου Καλογερόπουλου (7/6, θέατρο Σταθμός, Μεταξουργείο).
Από τη δεκαετία του '80 και μετά η Μπέττυ δεν ασχολήθηκε περαιτέρω με τον ακτιβισμό ούτε επιδίωξε δόξες κι «αξιώματα», στηρίζει όμως τα αιτήματα και τις κινητοποιήσεις της κοινότητας είτε με τη φυσική της παρουσία είτε με την καλλιτεχνική της ιδιότητα. «Πλέον η ψυχή μου έχει ηρεμήσει αρκετά και οραματίζεται με μεγαλύτερη αισιοδοξία το μέλλον» λέει για το σήμερα. Διατηρεί, εντούτοις, ακλόνητο το πιστεύω της, όπως το παραθέτει σε ένα έξτρα κεφάλαιο στην επανέκδοση της αυτοβιογραφίας της: «Πιστεύω στην "ακάλυπτη αδελφή" που καταδιώκεται από παντού για να μπορέσει να επιβιώσει, χωρίς να αρνηθεί την ταυτότητά της. Στην κοινωνικά ανίσχυρη "αδελφή" που η εντιμότητά της δεν την άφησε να φορέσει κανενός είδους προσωπείο... Όλες αυτές οι "αδελφές" που διακηρύσσουν μέχρις εσχάτων την αληθινή τους ύπαρξη είναι οι δικοί μας Μάρτυρες, οι δικοί μας Άγιοι. Γιατί στο βάθος διατηρούν την αθωότητα του μικρού παιδιού, την αθωότητα του καθαρού ζωώδους ενστίκτου».
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια