Πόσες φορές έχουμε ερωτευτεί τον αλήτη; Πόσες φορές έχουμε απατήσει τη γυναίκα μας με μία δεύτερη;
Ποιος είναι ο ανεξήγητος λόγος που προσπαθούμε να εκμαιεύσουμε από τον φίλο μας, όταν τον βλέπουμε να σπρώχνει στα χείλη του γκρεμού έναν γάμο πετυχημένο με δύο παιδιά, ενώ όντας καψούρης, μας παρουσιάζει το μήλον της έριδος και εμείς ερχόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο με τη γυναίκα που του έχει πάρει τα μυαλά; Αυτή που γνώρισε στα μπουζούκια και θαμπώθηκε όταν εκείνη ανέβηκε στα τραπέζια. Μετά καταλήξανε ξημερώματα να τη γυρνάει στο σπίτι της, σε μία λαϊκή γειτονιά που ούτε το GPS του δεν αναγνώριζε. Όλοι οι φίλοι του λένε «μα καλά ρε συ με αυτήν;». Αντικειμενικά δεν ταιριάζουν και στο κάτω-κάτω δεν παρατάς ολόκληρη οικογένεια, αλλά και φίλους, για να κυκλοφορείς με μία που κανονικά ούτε θα τολμούσες να την πας μια βόλτα.
Αντίστοιχα και πολύ χειρότερα ένα κορίτσι θα ερωτευτεί εύκολα αυτόν που δεν θα της δώσει κανένα λογαριασμό για το πού θα πάει, που γι’ αυτόν οι κολλητοί του είναι πιο σημαντικοί από την ίδια. Μία γυναίκα που θα αφήσει τα πάντα για να την πάει μια βόλτα με την Enduro και θα ξοδέψει για πάρτη της έναν σκασμό λεφτά στην παραλιακή και όταν λογικά αυτός θα πάει με άλλη, εκείνη θα κλαίει ζητώντας να την ξαναδεί με άλλο μάτι, ενώ είναι έτοιμη να του τα συγχωρήσει όλα.
Ο ελληνικός κινηματογράφος έχει δημιουργήσει πάμπολλες ταινίες με τέτοια θέματα στις οποίες τα περισσότερα κορίτσια και αγόρια έχουν ταυτιστεί. Η Στέλλα του Κακογιάννη παίρνει τα μυαλά του αστού Αλεξανδράκη και τον κάνει να αφήνει νύχτα το πλούσιο σπίτι του και να καταλήγει στα φρικτά μπουζούκια. Ενώ ο Άλκης Γιαννακάς ξεμυαλίζει κυρίες του καλού κόσμου που δεν μπορούν να ξεφύγουν από τα δίχτυα του, είναι τόση μεγάλη η επιρροή του που το μόνο που απομένει είναι να φύγει από τη ζωή τους μια και καλή με μία σφαίρα ενώ εκείνες θα καταλήξουν εκεί που τους αξίζει, από τη στιγμή που δεν υπάκουσαν τους κανόνες της ηθικής της κοινωνίας όπου ανήκουν.
Τα καλιαρντά είναι η μοναδική ιδιωματική γλώσσα, αλλά και η τελευταία, ως προέλευση μίας ανάγκης κάποιας ομάδας να χτίσει ένα μικρόκοσμο
Θα μπορούσαμε να πούμε άπειρες τέτοιες ιστορίες όπου ο υπόκοσμος ή ακόμα και οι κλειστές ομάδες ασκούν μία ακαταμάχητη γοητεία για όσους βρίσκονται έξω από αυτήν, που θα ήθελαν πολύ να μπορέσουν να γευτούν αυτήν τη μυρωδιά της ελευθερίας και καμιά φορά τη γεύση της αναρχίας απέναντι στους κανόνες. Πόσες φορές δεν έχουμε διηγηθεί σε φίλους μας για κάποιο μέρος που έχουμε επισκεφθεί, κυρίως ξημερώματα, όταν μας πήγαν σε ένα μπαρ κρυμμένο στην είσοδο μιας πολυκατοικίας. Χτυπάς το κουδούνι και ενώ απ’ έξω δεν ακούγεται τίποτα, μέσα γίνεται ένας χαμός. Όλοι μαζί μέσα σε ένα σύννεφο από ατέλειωτα τσιγάρα και ένα ουίσκι με πάγο κολλημένο στο χέρι. Στριμωγμένοι κάθε καρυδιάς καρύδι, από μπουζουξήδες μέχρι τρανς και από διανοούμενους μέχρι τεκνά από τη Βουλγαρία.
Όταν περάσεις την πόρτα αισθάνεσαι μυημένος και κάνεις τον έξυπνο ότι εσύ είσαι μέσα στα πράγματα και ότι μπορείς να πας τους φίλους σου για να δουν κι εκείνοι ένα κόσμο τόσο λαμπερό όσο ένα περιοδεύον τσίρκο. Τώρα πια έκανες τα κονέ σου και νομίζεις πως σε αναγνωρίζουν σαν έναν δικό τους. Αυτό σε ένα παράλληλο σύμπαν, γιατί στην πραγματικότητα είσαι όπως στις ταινίες. Είσαι ένα ξένο στοιχείο που τελικά, επειδή δεν μπορείς να αφομοιωθείς, το μόνο που θα κάνεις είναι να παρατηρείς και να κλέβεις εμπειρία.
Η δημιουργία μιας κουλτούρας βγαίνει από τον ίδιο τον κόσμο που τη ζει και την εξελίσσει και σε καμία περίπτωση, ο δανεισμός, η αφομοίωση μίας έκφρασης, μιας λέξης ή ακόμα και η μίμηση ενός τρόπου ζωής δεν σημαίνει ότι το περιθώριο γίνεται mainstream, και αυτό είναι για καλό όλων μας.
Ο κοινωνικός αποκλεισμός, η παρανομία, η διαφορετικότητα, η ιδιαίτερη συμπεριφορά, δημιουργούν ανθρώπους που πλέον προσδιορίζονται ως queer, μία σύγχρονη αγγλική λέξη που πολύ σωστά εμπερικλείει όλους αυτούς κάτω από μία σύγχρονη γενική ομπρέλα. Μία αγγλική λέξη που δύσκολα κάποιος μπορεί να βρει μία αντίστοιχη ελληνική.
Κάτω λοιπόν από αυτές τις συνθήκες μία ομάδα αναγκάζεται να δημιουργήσει κώδικες επικοινωνίας.
Πότε όμως κάποιες εκφράσεις θα βγουν για γενική κατανάλωση και θα γίνουν αποδεκτές σε ένα πλατύ κοινό;
Αρκεί η κατάλληλη στιγμή και τα κατάλληλα πρόσωπα που έχουν πρόσβαση σε μέσα κοινής αποδοχής. Το μεγαλύτερο γλωσσικό παράδειγμα μίας τέτοιας κλειστής κοινωνίας είναι τα καλιαρντά. Όπως κάποιοι ή κάποιες από εσάς ήδη γνωρίζετε, αυτού του είδους η αργκό, η οποία έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον και για την οποία έχουν γραφτεί πολλά άρθρα, ήταν στην καθημερινή επικοινωνία κάποιων ανθρώπων μέχρι τουλάχιστον και το το τέλος της δεκαετίας του '80, αργότερα θεωρήθηκε πολύ αδερφίστικη, στην τάση όλων των gay να φανούν περισσότερο macho, να βγουν από τα στερεότυπα του ομοφυλόφιλου-καρικατούρα και να αποκτήσουν μια straight acting συμπεριφορά.
Οι ομοφυλόφιλοι που σέβονται τον εαυτό τους στη δεκαετία του '90 κυκλοφορούν στο Factory, το Dome και το +Soda και προσπαθούν να διαφοροποιηθούν από τις αδερφές που πηγαίνουν σε ελληνάδικα όπως το μυθικό Γρανάζι και τα μπαράκια της Αχαρνών, οπότε τα καλιαρντά περιορίστηκαν στους gay παλαιάς κοπής και τους θαμώνες αυτών των λαϊκών μπαρ. Αυτοί ήταν το κόκκινο πανί για τον gay που είχε πρότυπο τον Αμερικανό κλώνο του. Η AIDS εποχή τους έχει σοβαρέψει, δεν θέλουν πλέον να τους αγγίζει η ελαφρότητα και η επιπολαιότητα και θέλουν να διαχωρίσουν τη θέση τους από τον Φίφη τον αχτύπητο και να κλείσουν τ’ αυτιά τους στη Φτερού που διαλαλεί την πραμάτεια της. Αν και πολλοί από τους «macho gay» τα ξημερώματα κατέληγαν στη «ρίζα του κακού», επιβεβαιώνοντας τον κανόνα της λαγνείας της λαϊκής επιλογής.
Προσωπικά γνωρίζω κάποια καλιαρντά. Αν και κανονικά θα ήταν περίεργο να βρεθώ σε ένα περιβάλλον που να μου τα μάθει, είχα την τύχη στα μέσα της δεκαετίας του '80 να βρεθώ υπηρετώντας τη στρατιωτική μου θητεία στο Ναυτικό στα Χανιά και ο οπλονόμος μου, που έκανε κι αυτός τη θητεία του, να τα γνωρίζει απταίστως. Ο ίδιος ήταν ένα πολύ λαϊκό παιδί, αρκετά θηλυπρεπές, από το Πέραμα. Με το που με είδε με πήρε υπό την προστασία του.
Ο Κοκτό λέει ότι ο ομοφυλόφιλος αναγνωρίζει τον ομοφυλόφιλο όπως ο Εβραίος τον Εβραίο. Οι συνθήκες λοιπόν του στρατιωτικού εγκλεισμού, η ανάγκη να δημιουργηθεί αμέσως μία ταυτότητα ομάδας, έβαλε εμάς τους δύο να μπούμε σε αυτή την κοινωνική κατάσταση. Μετά από λίγο καιρό μπορούσαμε να συνεννοηθούμε μυστικά για πράγματα χωρίς να μας καταλαβαίνουν, που αφορούσαν την άδειά μας, την έξοδο από το στρατόπεδο, φυσικά τη διασκέδαση μας και το ενδιαφέρον μας προς τους άλλους.
Εκείνη την περίοδο μέσω αυτού, γνώρισα έναν σωρό ανθρώπους, που υπό άλλες συνθήκες δεν θα είχα γνωρίσει ποτέ στη ζωή μου. Από πόρνες σε μπουρδέλα των Χανίων, τσατσάδες, λαϊκές τραγουδίστριες σε σκυλάδικα, εργάτες στη συγκομιδή της ελιάς, έως τρανς σε πρώιμη κατάσταση. Μία μίξη από gay, αδερφομάνες και λαϊκά τεκνά. Ένας μικρόκοσμος όπου όλοι όμως μιλούσαν καλιαρντά. Αν και θα μπορούσε κάποιος τότε να πει ότι είχα μπλέξει άσχημα, για εμένα ήταν από τις πιο χαρούμενες και αγαπημένες περιόδους τις ζωής μου, που πάντα τη σκέφτομαι με πολλή αγάπη και νοσταλγία.
Φυσικά και εδώ ίσχυε ο κανόνας ότι οι απέξω ήθελαν διακαώς την εξωτική παρέα μας. Σαν να χάζευαν παραδείσια πουλιά και προσπαθούσαν να καταλάβουν τι εννοούσαμε όταν τιτιβίζοντας λέγαμε ντικ, δίκελε, λατσό, τεκνό, κατέ, κουραβέλτα, λάλα, σαρμελιά, σαντά, κουλικά, κουλή, νταμίρα, ντουλό κ.λπ.
Τα καλιαρντά είναι η μοναδική ιδιωματική γλώσσα, αλλά και η τελευταία, ως προέλευση μίας ανάγκης κάποιας ομάδας να χτίσει έναν μικρόκοσμο. Η έλευση του ΠΑΣΟΚ η δημιουργία της μεσαίας τάξης και η εύκολη ταξική μεταπήδηση, ακολουθώντας το όνειρο για ξεβλάχεμα, έκανε τους αυθεντικούς ανθρώπους να απαρνηθούν έστω και την ελάχιστη συμμετοχή τους σε κάποια διαφορετική ομάδα και να ενταχθούν στο γενικό σύνολο, όπου εκεί δεν υπάρχει κανενός είδους συνωμοσία. Στην περιβόητη μεσαία τάξη. Σε αυτήν που κυριαρχεί ο μέσος όρος που δημιουργεί την ασφάλεια ότι δεν ξεφεύγουμε ποτέ.
Το κυρίαρχο μέσο που έκανε αυτή τη μεσαία τάξη trend και τους λαϊκούς αναγνώστες να ονειρεύονται να είναι όλοι μέσα σε όλα είναι το ΚΛΙΚ. Περιοδικό και ραδιόφωνο έδινε οδηγίες για το πώς θα μπεις πρώτος στα clubs, πώς θα έχεις πρώτο τραπέζι στα μπουζούκια, πώς θα ρίξεις την γκόμενα αν την έχεις μικρή, αν είσαι in ή out, τοποθετώντας τον αναγνώστη σε κατηγορίες μέσα από μία στήλη που έγραψε ιστορία και κοπιαρίστηκε από όλα τα lifestyle περιοδικά της εποχής.
O ίδιος ο Πέτρος Κωστόπουλος κάνει προβολή του εαυτού του στα Μέσα που διοικεί και φτιάχνει μία νοοτροπία που τον αντιπροσωπεύει. Ερχόμενος από τον Βόλο και περνώντας μια βόλτα από το Παρίσι, προσπαθεί να ξεβλαχέψει και θέλει να συμπαρασύρει όλους τους ομοίους του. Το «περίεργο» ελκύει τον ίδιο και όπως θέλει να ανοίξει τον δρόμο στα μαγαζιά που του ρίχνουν πόρτα, με τον ίδιο τρόπο ξεκλειδώνει την κλειδαρότρυπα της gay κουλτούρας. Αυτό που κάνει είναι να στελεχώσει περιοδικά και ραδιόφωνα με συντάκτες και ραδιοφωνικούς παραγωγούς, στην πλειονότητα gay, οι οποίοι κουβαλάνε ποικίλες κουλτούρες.
Αυτοί αισθάνονται ελεύθεροι, κυρίαρχοι του παιχνιδιού, εκφράζονται χωρίς ταμπού και περηφανεύονται ότι περνάνε σε ένα απαίδευτο, αλλά ταυτόχρονα αδηφάγο κοινό, μία gay κουλτούρα και πολλά καλιαρντά. Αυτή είναι και η αλήθεια. Οι λέξεις κουλό, καούκα, λάτσα, μπάρα, τζάσε, τζους, τζαζ, τζεζαμπέλ, τζεζ, μπερντέ λέγονται και γράφονται συνεχώς και το κοινό τις αφομοιώνει με αποτέλεσμα να χρησιμοποιούνται μέχρι και σήμερα, ενώ κανείς δεν υποπτεύεται ότι είναι ατόφια καλιαρντά.
Σε αυτό το σημείο να αναφέρουμε κάτι που είναι αξιοσημείωτο, αναδεικνύοντας τη δεκαετία του '80 και ιδιαίτερα το 1983 σε μια πολύ καλιαρντή χρονιά. Αυτό το έτος κυκλοφορεί ο δίσκος που ακολουθεί μία παράσταση στη Μέδουσα του Γιώργου Μαρίνου με τίτλο «Μόνον άντρες», σε μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη και στίχους του Γιώργου Παυριανού, τον οποίο θα αναφέρουμε και παρακάτω και που ουσιαστικά είναι ένα κλείσιμο του ματιού στο gay κοινό που εκείνη την εποχή διψάει για ένωση, συνθήματα και αναγνώριση.
Ο Μαρίνος είναι ο μόνος που μπορεί να πει ό,τι θέλει και να απευθύνεται σε ένα κοινό που αποτελείται κυρίως από κυρίες και κυρίους της μεσαίας και ανώτερης τάξης, αλλά και πολλούς gay της διανόησης, διασκεδάζοντας τους σε ένα καμπαρέ νυχτερινής πολυτέλειας όπου οποιοδήποτε gay σχόλιο, υπονοούμενο ή και παρουσία λουστραριζόταν από τη λάμψη κατ’ αρχήν του Γιώργου Μαρίνου και του πυρήνα Μέδουσα που έχτιζε για χρόνια, με αποτέλεσμα οι αδερφές να περνάνε σε άλλο επίπεδο από αυτό της λαϊκιάς ταλαιπωρημένης χαριτωμένης που την ακούς να τρέχει χτυπώντας τα τσόκαρα στο πεζοδρόμιο.
Σε αυτό τον δίσκο υπάρχουν δύο τραγούδια, «Ο βίος της οσίας Τζεζαμπέλ» και το «Τζεζαμπελίτο κουτουπέ», που χρησιμοποιώντας καλιαρντά αναφέρονται στη μαστούρα και το χασίς. Οι στίχοι είναι ξεκάθαροι: «Την είχαν όλοι φαβορί να γίνει μια Σουλτάνα, μα αυτή πηγαίνει να τη βρει στη μάγισσα τζιβάνα», ενώ παρακάτω «Εκεί στη λάγνα Ανατολή την έκαναν οσία και στην υγειά της πιο πολλοί καπνίζουν μια ουσία. Κι όταν ανάβουν Τζεζαμπέλ μες το τζαμί για εκείνη, αυτή αλλάζει στη στιγμή και γίνεται ένα τζίνι» και στο ρεφρέν «Και είπε: θα μπω σε τεχνητούς παραδείσους Τζεζαμπέλ, Τζεζαμπέλ, τεχνητούς παραδείσους. Στων τεχνητών παραδείσων τη δίνη θα παραδοθώ».
Γιώργος Μαρίνος - Ο βίος της οσίας Τζεζαμπέλ
Αντίστοιχα στο τραγούδι «Τζεζαμπελίτο κουτουπέ», σε μουσική και στίχους αυτήν τη φορά του Σταμάτη Κραουνάκη, που στην ουσία ζήλεψε την εξτραβαγκάνζα έμπνευση του Παυριανού, εκτός του τίτλου δεν έχουμε κάποια άλλη αναφορά στους στίχους σε καλιαρντά, παρά μόνο υπονοούμενα. Όμως παρατηρούμε το σουρεαλιστικό φαινόμενο το ρεφρέν «Τζεζαμπελίτο κουτουπέ τζεζαμπελίτο, που τραγούδαγε ο μικρός ο Χοσελίτο» να τραγουδιέται από μία παιδική χορωδία.
Γιώργος Μαρίνος - Τζεζαμπελίτο κουτουπέ
Την ίδια χρονιά, σε μία άλλη μουσική πραγματικότητα, η πρωτοεμφανιζόμενη, αλλά πρώτο όνομα σε μαρκίζα Άντζελα Δημητρίου εμφανίζεται σε λαϊκά μαγαζιά και ταυτόχρονα κυκλοφορεί έναν σαρανταπεντάρη δίσκο όπου στην Α' Πλευρά ακούγεται το σουξε «Τα μπερντέ», σε μουσική Τάκη Ρένου και στίχους Μάρως Μπιζάνη, αναφερόμενο στα χρήματα. Δεν είμαι σίγουρος αν η ίδια η Άντζελα Δημητρίου γνώριζε ότι πρόκειται για καλιαρντή λέξη, ή η στιχουργός ήθελε να την περάσει συνωμοτικά και να την κάνει σουξέ. Πάντως το κοινό είναι σίγουρο ότι δεν είχε ιδέα για την προέλευση, ενώ συμμετείχε με πολύ κέφι.
Απόσπασμα από την ταινία «Καταζητείται το πρόσωπο της ημέρας», σε σκηνοθεσία Κώστα Καραγιάννη
Το ότι οι παρέες γράφουν ιστορία είναι μία πραγματικότητα και αποδεικνύεται από δύο περιστατικά που μου τα έχει διηγηθεί φίλη που ήταν παρούσα.
Στα μέσα της δεκαετίας του '80 παρέα που απαρτίζεται από προσωπικότητες και δημοσιογράφους παίζουν μπιρίμπα σε σπίτι. Ανάμεσα σε αυτούς και ο στιχουργός δημοσιογράφος Γιώργος Παυριανός. Όπου σε κάποιο διάλειμμα από την μπιρίμπα για φαγητό, τη στιγμή που γεύονται έναν ομολογουμένως ωραίο μουσακά, ο Νίκος Μουρατίδης λέει: «Θεά τον έκανες τον μουσακά». Η ατάκα αυτή έφερε πολλά γέλια και αναπαράχθηκε όχι μόνο από τη συγκεκριμένη παρέα αλλά μεταδόθηκε και δημοσιογραφικά. Ο Μουρατίδης έκανε εκπομπή βραδινή με τον ατόφιο τίτλο «Θεά τον έκανες τον μουσακά» και όπως είναι λογικό, με την αναπαραγωγή και τη φυσική φθορά από στόμα σε στόμα, η ατάκα έμεινε σκέτη «θεά» με τις γνωστές προσφωνήσεις, είτε απευθύνονται σε αρσενικό είτε σε θηλυκό πρόσωπο.
Άλλη μία παρόμοια περίπτωση είναι πάλι στην ίδια δεκαετία: ο δημοσιογράφος και μουσικός παραγωγός Χρήστος Χατζής διηγείται σε παρέα ένα μικρό ατύχημά του με μηχανή και λέει «Πέφτω κάτω και σέρνομαι στην άσφαλτο με τρέλα». Η διήγηση του ήταν τόσο αστεία και παραστατική που όλοι πλέον σε αυτούς τους κύκλους πρόσθεταν «με τρέλα» κάθε φορά που ήθελαν να υπερθεματίσουν. Αποτέλεσμα η Αννίτα Πάνια να χρησιμοποιεί αυτή την έκφραση συνεχώς και να γίνει μία συνήθεια και σλόγκαν όπως: «Με τρέλα και κορδέλα».
Αυτές οι δύο περιπτώσεις δεν αφορούν τα καλιαρντά ή κάποιο γλωσσολογικό φαινόμενο, αλλά είναι παραδείγματα για το πόσο εύκολα μπορεί μία παρέα, κάτω από σωστές συνθήκες, να επηρεάσει τον κόσμο και να βάλει στα χείλη του μία έκφραση που ούτε καν ξέρει από πού προέρχεται και για ποιον λόγο τη λέει.
Μνημειώδεις εκφράσεις. Μύθοι ή πραγματικότητα
Μία τρανσέξουαλ μπαίνει σε μπαρ για να τσεκάρει αν έχει μέσα ενδιαφέρον και να περάσει με την παρέα της που περιμένει την ετυμηγορία της. Αφού βγαίνει λέει στην ομήγυρη «Νάκτις τα μπουτ ενθουσιασμός», που σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει: «Δεν υπάρχει και πολύ ενδιαφέρον».
Ο ηθοποιός Δημήτρης Τσούτσης, όταν έπαιζε στον Άμλετ στο Εθνικό Θέατρο, στην τελευταία παράσταση, βλέποντας το φάντασμα του πατέρα του Άμλετ, αντικατέστησε την ατάκα του με καλιαρντά λέγοντας: «Τζους τζους καλιαρντό γκουγκού».
Από την άλλη δεν σημαίνει ότι όποιος είναι gay έχει τη δυνατότητα να κάνει σλόγκαν που μπορεί να επηρεάσει τη γλώσσα. Το viral δεν έχει τη δύναμη να κάνει κάτι τέτοιο. Το «It’s amazing, it’s fantastic» σε καμία περίπτωση δεν έχει το βάρος και τη δύναμη να μείνει για πάντα και αυτό ξεκινάει και από τον ίδιο τον δημιουργό. Ο Τρύφωνας Σαμαράς είναι ένα πρόσωπο που προέρχεται από μία ομάδα ανθρώπων με μηδαμινή συνωμοσία. Σε καμία περίπτωση δεν έχει μπει σε γκέτο. Ζει και κυκλοφορεί σε έναν κόσμο που ανέκαθεν διασκέδαζε με τον χαριτωμένο της παρέας, χωρίς ουσιαστικά να ενδιαφέρεται για τη ζωή του και τις περισσότερες φορές να τον επικρίνει αν υπερβαίνει τα εσκαμμένα.
Ο ίδιος μεγάλωσε στα σαλόνια των κομμωτηρίων με τις κυρίες να παροτρύνουν να πει κανένα χαριτωμένο να περάσει η ώρα τους, δεν ήρθε από κανένα ταλαιπωρημένο γκέτο όπου θα έπρεπε να κρύψει, να κρυφτεί, να συνεννοηθεί με τους υπόλοιπους «αδερφούς» και να ξέρει να κλείνει το μάτι. Το σλόγκαν του βγήκε κατευθείαν στο κοινό για κατανάλωση, δεν πήρε τη γλύκα της συνωμοσίας, δεν έμεινε μέσα στην παρέα να διογκωθεί και να γίνει ανάγκη να βγει προς τα έξω και κυρίως δεν είχε τον χρόνο να μεστώσει, να ωριμάσει, να πάρει την έννοια και το βάρος αυτού που το λέει, έτσι ώστε αυτός ο έξω που θα το ακούσει να θεωρήσει τον εαυτό του μάγκα που μπόρεσε και μπήκε για λίγο σε μία κουλτούρα εκτός της δικής του πραγματικότητας. Επιπλέον το Διαδίκτυο και η κοινωνική δικτύωση απλά διαδίδουν, δεν δημιουργούν κουλτούρα. Η κουλτούρα θέλει χρόνο επεξεργασίας και αυτό το Διαδίκτυο δεν το επιτρέπει.
Τι γίνεται όμως στο σήμερα; Οι συνθήκες στις οποίες ζούμε δεν βοηθούν στη δημιουργία καθαρόαιμων ομάδων;
Στο εξωτερικό και κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες (υπάρχει) η κουλτούρα των μαύρων, των Λατίνων από Κούβα, Μεξικό, των blatinos. Στη Γαλλία οι Maghrebis, οι Αλγερινοί δημιουργούν τη Raï. Στην Ισπανία οι Roma και οι Μαροκάνοι. Όλοι αυτοί είναι μειονότητες που υπάρχουν εδώ και πολλά χρόνια, έχουν υπάρξει στο περιθώριο, έχουν δεχτεί ρατσισμό έχουν γίνει παρεμβατικοί και εν τέλη έχουν αναπτύξει πολλές κουλτούρες που εκφράζονται με δικούς τους ιδιωματισμούς και εκφράσεις.
Η μουσική τους, είτε έχει ονομαστεί rap ή οποιοδήποτε παρακλάδι της, ως τρόπος έκφρασης άρχισε σιγά σιγά να περνάει στο mainstream κοινό. Ήταν και ο λόγος που ακούσαμε λέξεις που δεν θα είχαμε ακούσει εύκολα αν δεν υπήρχαν κάποιοι μυημένοι που τις έβγαζαν από το γκέτο. Όμως για πάρα πολλά χρόνια η ιστορία γραφόταν με πόνο και συνεχίζει να γράφεται με πάθος και πίστη κρατώντας χαρακτηριστικά που είναι πολύ δύσκολο να εκπορθήσει κανείς.
Όταν η Jennifer Lopez βγήκε στη mainstream αγορά, είχε την ανάγκη να απολογηθεί τονίζοντας «Don’t be fooled by the rocks that I got, I’ m still Jenny from the block. Used to have a little, now I have a lot. No matter where I go, I know where I came from (South-Side Bronx)». Βγήκαν λοιπόν εκφράσεις προς τα έξω και πολλές αφομοιώθηκαν, αλλά ούτε οι μεν έγιναν blatinos ούτε οι δε έχασαν την αυθεντικότητά τους, κρατώντας την κουλτούρα τους ζωντανή και παραγωγική.
Στην Ελλάδα όμως δεν υπήρχε μία τέτοια ζωντανή ντόπια κουλτούρα, το μόνο που κάναμε είναι να μαϊμουδίσουμε άκομψα τους bro του εξωτερικού, κάνοντας τους σκληρούς, βάζοντας χρυσές καδένες και δαχτυλίδια και ριμάροντας πάνω σε μπουζούκια, που αν τα άκουγε κάποιος από το Bronx μάλλον θα αυτοκτονούσε από κάποια γέφυρα του Μανχάταν. Αν και μιμηθήκαμε τη μουσική και μπόρεσαν μερικοί σαν τους Active Member από το Πέραμα να κάνουν κάποια μουσική κίνηση με ενδιαφέρον και αυθεντικότητα, εντούτοις δεν υπήρχαν λεκτικοί ιδιωματισμοί που να έφτιαχναν ένα λεξιλόγιο του γκέτο.
Ίσως όμως να βρισκόμαστε σε μία περίοδο όπου από εδώ και μπρος να δούμε τέτοια παραδείγματα. Από το 1992 που άνοιξαν τα σύνορα της Αλβανίας μέχρι σήμερα, αυτές οι γενιές Αλβανών έζησαν ρατσισμό, αποκλεισμό, απαξίωση και το λογικό θα ήταν να έκαναν μικρές παρέες που να χρησιμοποιούσαν τους δικούς τους κώδικες.
Έχουμε λοιπόν και στην Ελλάδα την πρώτη ξεχωριστή ομάδα ανθρώπων με όλα τα χαρακτηριστικά του δημιουργικού αυτού πυρήνα. Όμως δεν θέλησαν να κάνουν γκέτο, ήθελαν να αφομοιωθούν το συντομότερο και να γίνουν Έλληνες, θέλοντας να βγάλουν από πάνω τους ότι Αλβανός ίσον κλέφτης και βιαστής. Μπορεί να χρησιμοποιούσαν κάποιους λεκτικούς κώδικες αλλά αυτό που τους ένοιαζε ήταν να μην τους καταλάβουν, λέγοντας ψέματα για την καταγωγή τους, όπως η Ελένη Φουρέιρα και ο Χρήστος Μάστορας από τις Μέλισσες.
Τώρα όμως απενοχοποιούνται και οι ίδιοι, επειδή, όπως είπαμε, ο χρόνος είναι αυτός που δημιουργεί και ωριμάζει τις κουλτούρες. Η νέα γενιά των Αλβανών που κουβαλάνε την πίκρα και το άδικο των προηγούμενων εμφανίζονται δυναμικά, όπως ο Toquel και o Noizy, ενώ με τον Sin Boy και το Mama? δημιουργείται πανικός. Όλοι ψάχνουν να βρουν τι εννοεί ο καλλιτέχνης και προσπαθούν να ξεσκεπάσουν νοήματα πίσω από τις λέξεις σαν να ανακαλύπτουν θησαυρό.
Η έκφραση «μαμά» που χρησιμοποιούσαν στις μεταπωλήσεις και στα συνεργεία αυτοκινήτων ίσως να είναι η πρώτη λέξη που ακούγεται ευθαρσώς, αφομοιώνεται εύκολα και αναμασάται ακόμα και από γερόντισσες σε τηλεοπτικές εκπομπές, όπως παλαιότερα οι μικροαστοί γονείς κάνανε πως είναι κοντά στη νεολαία παπαγαλίζοντας αυτά που ακούγανε από τα παιδιά τους όπως: «με κούφανες», «ταπηροκρανίωση», «έπαθα κολούμπρα», «τι μας τσαμπουνάς», «σπάσε ρε γέρο»... Εκφράσεις που κάνανε καριέρα σε ταινίες του Γιάννη Δαλιανίδη και που ο ίδιος τις έβαζε στο στόμα των ατίθασων νέων για να δείξει πόσο μοντέρνος είναι αφού γνωρίζει τους κώδικες της νεολαίας.
Η νέα γενιά των Αλβανών που κουβαλάνε την πίκρα και το άδικο των προηγούμενων εμφανίζονται δυναμικά, όπως ο Toquel και o Noizy, ενώ με τον Sin Boy και το Mama? δημιουργείται πανικός. Όλοι ψάχνουν να βρουν τι εννοεί ο καλλιτέχνης και προσπαθούν να ξεσκεπάσουν νοήματα πίσω από τις λέξεις σαν να ανακαλύπτουν θησαυρό.
Το άμεσο μέλλον βέβαια θα δείξει αν η γενιά των πιτσιρικάδων Αλβανών θα συνεχίσει να ανακαλύπτει λέξεις και να εισάγει εκφράσεις που θα μπορέσουν να επηρεάζουν τη γλώσσα και το λεξιλόγιό μας.
Και με τους gay τι γίνεται;
Γνωστές προσωπικότητες κάνουν δημόσιο coming out, γίνονται γονείς και δηλώνουν υπερήφανα ότι έχουν το δικαίωμα να τεκνοποιούν, να υιοθετούν και απαιτούν να αναγνωρίζονται από όλους ως ομογονεϊκές οικογένειες με ίσα δικαιώματα ως προς της ετερογονεϊκές. Ψηφίζονται δύο ιστορικά για την κοινότητα νομοσχέδια, το Σύμφωνο Συμβίωσης και η Αναγνώριση Ταυτότητας Φύλου. Οι gay περνάνε στην κανονικότητα πριν όλοι επιστρέψουμε σε αυτήν.
Όμως ταυτόχρονα συνεχίζονται οι ρατσιστικές επιθέσεις, οι διακρίσεις με αφορμή τον σεξουαλικό προσανατολισμό είναι έντονες, σεξισμός και πισωγυρίσματα από μία κοινωνία που αμύνεται στην αλήθεια, θέλοντας να μείνει ασφαλής, αγκιστρωμένη μόνο σε αυτό που αναγνωρίζει ως κανονικό. Κλείνει τα μάτια και φωνάζει «Ας κάνουν ό,τι θέλουν αρκεί να μην προκαλούν», με το Pride να ουρλιάζει για ίσα δικαιώματα. Ένα Pride που αμφισβητείται από τους ίδιους τους gay που θεωρούν πως η φιέστα δεν τους κάνει καλό, γιατί αισθάνονται ήδη μέσα στο γενικό σύνολο της κοινωνίας και δεν έχουν καμία όρεξη για φωνές και φασαρίες, πόσο μάλλον για ιδιωματισμούς, συνθήματα και κλείσιμο ματιού.
Όμως η gay είναι η μόνη κοινότητα που εξακολουθεί να πηγαίνει σε χώρους φτιαγμένους γι’ αυτήν. Τα gay bars αυξάνονται, συνεχίζουν να γεμίζουν, το Grindr και οι εφαρμογές συνεύρεσης ανθούν επιβεβαιώνοντας ότι η κοινότητα, θέλοντας και μη, κρατάει ψηλά την ταυτότητά της.
Όμως δεν τελειώσαμε εδώ. Όταν μία κοινότητα μεγαλώνει, δημιουργούνται υποομάδες έτσι ώστε να δώσουν νέες ταυτότητες με καινούργιους στόχους. Γι’ αυτό και στο LGBT προσθέτονται τα αρχικά QI και πάει λέγοντας, διορθώνοντάς το σε LGBTQI+ (Lesbian, Gay, Bisexual, Transgender, Queer, Intersex), φτιάχνοντας μία ομπρέλα για οποιονδήποτε θέλει να αυτοπροσδιοριστεί.
Οι Drag Queens είναι μία ομάδα καλλιτεχνών πολύ συμπαθής που δημιουργούν με την τέχνη τους εδώ και πολλά χρόνια. Αν και η γυναικεία ένδυση ενός άντρα χάνεται στα βάθη των αιώνων, το πρώτο drag show όπως το εννοούμε σήμερα, καταγράφεται το 1870 (σύμφωνα με το Oxford English Dictionary, 1989).
Στην Ελλάδα, από την εποχή της δεκαετίας του '70, άρχισαν να εμφανίζονται σε μπαρ και καμπαρέ μιμούμενοι διάφορες σταρ, ντίβες, gay icons. Παλιότερα ο κόσμος τις ταύτιζε με τις τραβεστί, όμως περνώντας τα χρόνια τα πράγματα μπήκαν στη θέση τους. Οι τραβεστί έγιναν τρανσέξουαλ και οι drag queens, αγόρια καλλιτέχνες που έκαναν impersonations. Η ετυμολογία της λέξης drag είναι ασαφής, αν και υποστηρίζεται ότι μας έρχεται από τον 19ο αιώνα, από τη θεατρική σλανγκ που περιγράφει την αίσθηση από ένα μακρύ φόρεμα που σέρνεται πάνω στο πάτωμα.
Πριν από λίγα χρόνια, οι drag queens άρχισαν να πληθαίνουν. Όλο και περισσότερα αγόρια τολμούσαν να ντυθούν, αλλά και να βγουν σε σκηνές δηλώνοντας την ύπαρξη τους. Στην Αμερική η γνωστή drag queen RuPaul ξεκινάει δειλά στην τηλεόραση έναν reality διαγωνισμό για queens ενώ πολύ γρήγορα γίνεται πάταγος. Το RuPaul's Drag Race γίνεται η βίβλος που οι Ελληνίδες queens προσκυνάνε και τους δίνει την ώθηση να ξεπεταχτούν σε μία σεζόν.
Δημιουργείται η ομάδα #dardanes, κατεβάζουν τα επεισόδια και μαζεύονται σε σπίτια για να τα παρακολουθήσουν με ευλάβεια. Με το τέλος του επεισοδίου ντύνονται, βάφονται και ξεχύνονται στα μπαρ, ενώ λίγο αργότερα ανεβαίνουν και στις σκηνές τους για να κάνουν το δικό τους μοναδικό πρόγραμμα. Αποκτούν χαρακτήρα και drag names όπως ΔούKISSα, Φιλοθέη, Daglara, Imiterasu, Holly Grace, Mitsi Lou, Darla Cubit, Chraja, Socrates, Devi Darma, Fatality, Gorgina, Kangela Tromokratisch και η λίστα μεγαλώνει.
Το λεξιλόγιο των αγαπημένων τους queens που θαυμάζουν στο Drag Race το αφομοιώνουν και γίνεται η νέα τους drag διάλεκτος προσθέτοντας και δικές τους εκφράσεις. «Κάνω τσάι» = κάνω κουτσομπολιό, fishy queen = η πολύ θηλυκιά queen, ρίχνω shade = κράζω, μιλάω άσχημα για κάποιον, φθουρπ = κάνω τον ήχο μιας βεντάλιας, mug = το πρόσωπο (τι τέλειο mug έχεις απόψε), έχω κάνει tuck = έχω κρύψει το πέος μου.
Η επανάσταση του drag ξεκινάει και όπως κάθε επανάσταση έχει και θύματα. Η πρόσφατη δολοφονία της Zackie Oh (Ζακ Κωστόπουλος) ξαναφέρνει όλους αντιμέτωπους με μία κοινωνία όπου, ενώ οι περισσότεροι φαντάζονταν ότι μπορούν να συμπορεύονται, στην ουσία δεν έχουν τίποτα κοινό και τους βρίσκουν απέναντι.
Μία νέα εποχή ξεκινάει και το μέλλον θα δείξει αν θα φέρει πολιτισμικές ή γλωσσικές αλλαγές και, όπως φαίνεται, το γλωσσικό μέλλον ανήκει στις Drag Queens.
Last but not least
Το μόνο τραγούδι που είναι γραμμένο εξ’ ολοκλήρου στα καλιαρντά είναι το «Καλιαρντοσύνες». Τους στίχους έχει γράψει και πάλι ο Γιώργος Παυριανός, ο οποίος το είχε συμπεριλάβει σε ένα μιούζικαλ που είχε γράψει με τη Μανίνα Ζουμπουλάκη με θέμα τη ζωή του Μπίλι Μπο. Προς το τέλος του έργου, σε μία σκηνή όπου ο Μπίλι Μπο είναι κατάκοιτος στο νοσοκομείο, εισβάλλουν στο δωμάτιό του ένα τσούρμο τρανς για να τον διασκεδάσουν και του τραγουδάνε το εν λόγω τραγούδι, συμπαρασύροντάς τον σε ένα ξέφρενο φινάλε. Το μιούζικαλ δεν ανέβηκε ποτέ, αλλά οι στίχοι του μελοποιήθηκαν από τον Ανδρέα Λάμπρου και το τραγούδησε η γνωστή τρανσέξουαλ, πρώην πόρνη, ιδιοκτήτρια οίκων ανοχής και νυν ηθοποιός, συγγραφέας και performer Μπέττυ Βακαλίδου. Το videoclip έχει σκηνοθετήσει ο Γιάννης Μητρόπουλος, τα κοστούμια έχει κάνει ο Απόστολος Μητρόπουλος, τα μαλλιά ο Βαγγέλης Χατζής και το makeup ο Αχιλλέας Χαρίτος.
Μπέττυ Βακαλίδου - Καλιαρντοσύνες
Info
Το κείμενο ήταν η εισήγηση του Φώτη Σεργουλόπουλου στο 5ο Διεθνές Θερινό Πανεπιστήμιο του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων που έγινε στη Σύρο, στις 13 Ιουλίου, με τίτλο «Η γλώσσα του "άλλου". Η ηθική της ετερότητας».