Ήταν θέμα χρόνου να οραματιστεί κάποιος να το κάνει σενάριο και να γυρίσει ταινία. Θα μπορούσε να πει κανείς, μάλιστα, ότι άργησαν. Από την άλλη, ίσως να ήταν αναγκαίο το διάστημα αυτό, η απόσταση από τα πραγματικά γεγονότα που αποτέλεσαν τη σύντομη, αλλά φωτογενή ιστορία του Billy Bo, κατά κόσμον Βασίλη Κουρκουμέλη. Άλλωστε, προηγήθηκε ένα βιβλίο το 1990, το οποίο έγινε μπεστ-σέλερ, με την υπογραφή της Φρίντας Μπιούμπι και τίτλο «... Και το όνειρο πάγωσε». Εκεί, ο συνεργάτης και πιστός, μέχρι τέλους, φίλος του Μάκης Τσέλιος ξεδίπλωνε τις αναμνήσεις του από τον θρυλικό σχεδιαστή ρούχων. Αυτό το βιβλίο έπεσε στα χέρια της σκηνοθέτιδος Νικόλ Αλεξανδροπούλου, η οποία αποφάσισε να το κάνει ταινία.
Αλλά τι το ιδιαίτερο έχει η ιστορία του ωραίου Βασίλη των '70s και των '80s; Ποιο ήταν το «όνειρο» που πάγωσε; Όσο και να ακούγεται υπερβολικό, όντως η περίπτωση του Billy Bo υπήρξε θυελλώδης, μια ιστορία σαν εκείνη της Σταχτοπούτας του παραμυθιού, που από τις στάχτες έφτασε στα σαλόνια. Έτσι κι εκείνος, ξεκίνησε από την ανέχεια για να ζήσει την απόλυτη επιτυχία και δόξα και να καταβαραθρωθεί λίγα χρόνια μετά, με τον πιο άδοξο τρόπο. Ένα πρόσωπο που πέρασε σαν ένας λαμπερός, διάττοντας αστέρας από τον ελληνικό ουρανό, για να χαθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα οριστικά. Γιατί ο Βασίλης Κουρκουμέλης αποτέλεσε το πρώτο διάσημο θύμα του AIDS στην Ελλάδα.
Ο ένας εκ των δύο πρωταγωνιστών της ιστορίας, ο Μάκης Τσέλιος, 45 χρόνια μετά καλείται να φωτίσει για μία ακόμα φορά την κοινή του πορεία με τον Βασίλη, με αφορμή την επικείμενη ταινία που εμπεριέχει όλα τα κλισέ ενός καλοστημένου «παραμυθιού». Όλα ξεκίνησαν ένα μεσημέρι του Απρίλη του 1971, όταν, ανεβαίνοντας την οδό Πινδάρου στο Κολωνάκι, μαγνητίστηκε από την ομορφιά ενός δεκαεπτάχρονου αγοριού που κατέβαινε παρέα με έναν συνομήλικο φίλο του. Πλησιάζοντας ο ένας τον άλλον, αιφνιδιάστηκε ευχάριστα, καθώς αναγνώρισε στο πρόσωπό του ένα παιδί που το ήξερε από τον Πειραιά, όπου είχε μεγαλώσει και ο ίδιος.
Ο Βασίλης ήταν γειτονόπουλο από τα Καμίνια, ενώ εκείνος ήταν από την Πηγάδα – λαϊκές γειτονιές που απείχαν παρασάγγας από την πραγματικότητα του κέντρου της Αθήνας και κατοικούνταν από πρόσφυγες και οικογένειες εργατών του λιμανιού ή των γύρω εργοστασιακών μονάδων. Τι γύρευε ένα αγόρι από την πιο υποβαθμισμένη περιοχή του Πειραιά στην πιο σνομπ γειτονιά της Αθήνας; Τότε ακόμα δεν ήξερε τι ακριβώς, αλλά για ένα πράγμα ήταν βέβαιος: ήθελε πάση θυσία να αποδράσει από τη μιζέρια του σπιτιού και της φτωχογειτονιάς του και το μόνο διαβατήριο που είχε εκείνη τη στιγμή δεν ήταν άλλο από την ομορφιά του.
Ο Βασίλης λατρεύτηκε. Ήταν είδωλο. Γι' αυτό ακριβώς, για να προλάβω κάποιες καταστάσεις, χτίστηκε ο μύθος σωστά. Δεν ήξερε κανείς από πού προερχόταν, σήμερα τα λέμε αυτά. Ήταν ένα ωραίο παιδί που ντυνόταν καταπληκτικά και όλοι τον ζήλευαν.
Ο Τσέλιος, πολύ σύντομα έπειτα από εκείνη την καρμική συνάντηση, έμελλε να γίνει ο μέντοράς του και επί της ουσίας ο δημιουργός του φαινομένου «Billy Bo», όπως έγινε γνωστό στο πανελλήνιο το εντυπωσιακό αγόρι από τα Καμίνια. Προτού κυριαρχήσει το lifestyle και λίγο πριν η Μύκονος, το αγαπημένο του νησί, γίνει τουριστική βιομηχανία.
Το πρώτο πράγμα που αποσιωπήθηκε επιμελώς τα χρόνια που ακολούθησαν, ώστε να γίνει αποδεκτός από τα μεγαλοαστικά σαλόνια του Κολωνακίου, ήταν η καταγωγή του, δηλαδή το πού μεγάλωσε. Ήταν ένα από τα πράγματα που γνώριζε με βεβαιότητα ότι έπρεπε να καλύψει με πέπλο μυστηρίου ο κατά οκτώ χρόνια μεγαλύτερός του άντρας, που από κει και πέρα θα ταύτιζε την επαγγελματική του ζωή και μέρος της προσωπικής του με το αγόρι εκείνο. Κι αυτό ήταν μόλις ένα από τα πολλά που σκαρφίστηκε για να χτίσει την εντυπωσιακή καριέρα του νεαρού καλλονού.
Αλλά, για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, ας πάρουμε τα γεγονότα από την αρχή. Το ότι έπρεπε να «ξεχαστούν» τα Καμίνια δεν είχε να κάνει μόνο με το ότι ήταν «λαϊκά» αλλά και με το ότι ο Βασίλης δεν είχε και τις ωραιότερες αναμνήσεις από εκεί. Ο Μάκης Τσέλιος θυμάται: «Ο Βασίλης είχε δύσκολα παιδικά χρόνια, όπως άλλωστε όλοι οι άνθρωποι τότε. Οι δρόμοι στις γειτονιές ήταν από χώμα και φαντάσου ότι ακόμα περνούσε ο νερουλάς. Γεννήθηκε τον Φεβρουάριο του 1954, Υδροχόος το ζώδιο. Την ημέρα που τον είδα πρώτη φορά, ξαφνιάστηκα. Είχε μια ιδιαιτερότητα, ήταν σαν ένα πριγκιπόπουλο σε λάθος περιβάλλον... Σαν να είχε γεννηθεί σε λάθος σπίτι.
Ήθελε πάρα πολύ να ανέβει, χωρίς να έχει εφόδια όμως. Εγώ τον βρήκα να κάνει μαθήματα χορού στη σχολή Ντε Πιαν. Συναντηθήκαμε μερικές φορές κι έβλεπα ότι αναζητούσε την παρέα σοβαρότερων ανθρώπων. Άρχισε να χορεύει στου Μοστρού στην Πλάκα, με τις αδελφές Μπρόγιερ και στο θέατρο, στο "Μαριχουάνα Στοπ", με τον Μεταξόπουλο. Ήταν τόσο ωραίος, που πετούσαν περισσότερα λουλούδια σε αυτόν παρά στις Μπρόγιερ! Εμένα δεν με ικανοποιούσε αυτό που έκανε και ήθελα να τον βοηθήσω για κάτι άλλο.
Εκείνα τα χρόνια ασχολιόμουν με τις πωλήσεις αυτοκινήτων. Λίγο μετά, διέκοψα από την εταιρεία στην οποία εργαζόμουν και σκεφτόμουν να κάνω κάτι που θα περιλάμβανε και τον Βασίλη. Ως μέντοράς του δεν ήθελα να βαλτώσει στα χορευτικά ενός μπαλέτου, αν και δούλευε πια με τον Σειληνό και την Ιωαννίδου. Ήθελα να τον πάρω από κει και να κάνω μαζί του κάτι σημαντικό γιατί το άξιζε. Διέθετα ένα πακέτο χρημάτων από την αποζημίωσή μου, 135.000 δραχμές. Νοικιάσαμε ένα σπίτι στην πλατεία Βικτωρίας, κοντά στην οικογένειά μου, και από το 1971 μέχρι το 1973 σερνόμασταν με διάφορες ιδέες. Ήταν πολύ όμορφα χρόνια γιατί υπήρχαν ελπίδες.
Γράφω τον Βασίλη στη Βακαλό, που ήταν πολύ σημαντική σχολή εκείνο τον καιρό, περισσότερο καλλιτεχνική όμως. Όταν σταμάτησαν το τμήμα Μόδας, ο Βασίλης πήρε μεταγραφή στη Σχολή Βελουδάκη. Μια καλή μας φίλη βρίσκει έναν χώρο στο Κολωνάκι, ένα μαγαζί-τρύπα στη Σόλωνος 1, και το διαμορφώνουμε σε μια μικρή γωνιά μόδας. Γιατί στο Κολωνάκι; Γνωρίζαμε κόσμο εκεί, ήταν ο καφές μας. Ήξερα τον Ντίμη Κρίτσα που είχε υπάρξει σχεδιαστής πολλά χρόνια, αλλά είχε σταματήσει πια να ασχολείται και διατηρούσε ένα κλαμπ. Μ' αυτά και μ' αυτά, μπήκαμε στην κοινωνία της Αθήνας που θέλαμε. Εκεί, άλλωστε, γεννήθηκε η ιδέα να ασχοληθούμε με τη μόδα, καταβάλλοντας μεγάλες προσπάθειες, καθώς εγώ γνώριζα κυρίως από εμπόριο».
Α σταθούμε λίγο στην εποχή. Ας φανταστούμε μια Ελλάδα μουδιασμένη, βαλκανικής αισθητικής, με ταπεινωμένη την αξιοπρέπειά της, να ασφυκτιά μέσα στο ηθικοπλαστικό πλαίσιο της στρατιωτικής χούντας που είχε ως μότο το «πατρίς - θρησκεία - οικογένεια». Παράλληλα, όπως συμβαίνει πάντα σε αυτό τον τόπο, η κοινωνία χαρακτηριζόταν από κρυψίνοια – όλα γίνονταν, αρκεί να μην ομολογούνταν δημοσίως. Η ζωή για τους νέους της εποχής κυλούσε μέσα από αμέτρητα ταμπού και στερεότυπα.
Παρ' όλα αυτά, το καλοκαίρι στα νησιά, με τη Μύκονο να κρατάει τα σκήπτρα από τότε, η κυρίαρχη ηθική χαλάρωνε και οι πιο μποέμ και ευκατάστατοι τη μετέφεραν τον χειμώνα στην Αθήνα, στις πέριξ του Κολωνακίου ντισκοτέκ, στα μπαρ και στα σπίτια. Εκεί, ο Μάκης και ο Βασίλης βρήκαν το περιβάλλον στο οποίο θα μπορούσαν να ριζώσουν και, γιατί όχι, να ανθίσουν. Και ποιος άλλος στόχος υπήρχε από το να μεταγγίσουν την αύρα της Μυκόνου, τα χρώματα και τη χαρά της ζωής, όλα εκείνα για τα οποία ο κόσμος διψούσε, σε εμπορεύσιμες δημιουργίες.
Ξεκίνησαν να στήνουν εκείνη τη «μικρή γωνιά μόδας» τον χειμώνα του 1973, συγκεκριμένα την ίδια ακριβώς εποχή που ξεσπούσε η πρώτη κατάληψη και ημιαποτυχημένη εξέγερση των φοιτητών της Νομικής – λόγω των γεγονότων, μάλιστα, τα συνεργεία που ετοίμαζαν το μαγαζί αδυνατούσαν να περάσουν από την οδό Σόλωνος για να δουλέψουν. Παράλληλα, μαζί με τους φίλους τους έψαχναν το όνομα του μαγαζιού. Έπεφταν διάφορες ιδέες στο τραπέζι, μέχρι που την προσοχή τους τράβηξε ένα τραγούδι της Κατερίνας Βαλέντε που έλεγε «Μπίλυ μπόου, Μπίλυ μπόου». Με τα περιορισμένα τους γαλλικά νόμιζαν ότι εννοούσε «Μπίλυ ο ωραίος - Billy beau». Λάθος ή σωστό, το βούτηξαν και μπήκε στη μεταλλική ταμπέλα.
Το Κολωνάκι ακόμα δεν ήταν αυτό που είναι σήμερα. Κυριαρχούσαν κάποια ατελιέ υψηλής ραπτικής και οι μπουτίκ πολυτελείας ήταν ελάχιστες. Αυτό που ενδιέφερε τους δύο συνεργάτες ήταν να φέρουν κάτι νέο στη μόδα, κάτι ιδιαίτερο. Η πραμάτεια τους αρχικά αποτελούνταν από έτοιμα ρούχα στα οποία πρόσθεταν τη δική τους νότα, άλλα υπήρχαν και κάποια που φτιάχνονταν από την αρχή. Ανοίγουν και γίνεται «επανάσταση». Αμέσως!
Πώς πετύχανε να κάνουν επανάσταση; Ο Τσέλιος λέει: «Ήταν πολύ ιδιαίτερα τα ρούχα που κάναμε. Εκείνη την εποχή ήταν της μόδας οι καμπάνες, τα στενά, χαμηλοκάβαλα παντελόνια. Εμείς κάναμε το παντελόνι κανονικά, με πιέτες και ρεβέρ. Η παραγωγή μας αποτελούνταν κατά 30% από αντρικά ρούχα και κατά 70% από γυναικεία. Προτείναμε μεγάλα πουλόβερ, αλλάζοντας τη μορφή και σε αυτό. Θεωρώ ότι είχε έρθει η στιγμή να αλλάξει η μόδα και το κάναμε πρώτοι εμείς. Είχε φύγει το '70, εμείς ανοίξαμε στις παρυφές του και ήμασταν επηρεασμένοι από αυτό μεν, αλλά δεν το ακουμπήσαμε. Ήταν η εποχή των "παιδιών των λουλουδιών", με τα μακριά, ανοιχτά πουκάμισα, με τις δαντέλες. Δουλεύαμε μαζί, σαν δίδυμο, αλλά έβαλα μπροστά τον Βασίλη. Ήταν όμορφος, νέος, θελκτικός».
Κάθε μας επίδειξη διαρκούσε τρεις μέρες, τρία απογεύματα, για να χωρούν από 150 μέχρι 200 κυρίες και κύριοι κάθε φορά. Υπήρχε χώρος διαμορφωμένος για να κάνουμε επιδείξεις με μουσική ντίσκο και μοντέλα. Έδινε το παρών όλη η κοσμική Αθήνα.
Η Ελλάδα άλλαζε, έστω και μέσα από έναν παραμορφωτικό καθρέφτη. Η σεξουαλική επανάσταση των νέων της Ευρώπης και της Αμερικής έφτανε με αργούς ρυθμούς μέχρι εδώ, τα θεμέλια του αυταρχικού καθεστώτος έτριζαν, η μόδα αντανακλούσε την εποχή. Ήλθε η Μεταπολίτευση. Έχοντας ως πρότυπο τον Ιβ Σεν Λοράν και με εφόδιο τις σπουδές του και την επαγγελματική πείρα που σιγά-σιγά αποκτούσε, ο Βασίλης κερδίζει το 1974 στον Διαγωνισμό Νέων Σχεδιαστών του περιοδικού «Γυναίκα», αποσπώντας το 1ο βραβείο.
Ο Μάκης Τσέλιος εξηγεί: «Ζητούσαν ένα casual, ένα πρωινό κι ένα βραδινό και τα ρούχα που παρουσίασε ο Βασίλης ήταν ολοκληρωμένες δημιουργίες επαγγελματία σχεδιαστή. Σύμφωνα με τους κριτές, η δουλειά που παρουσιάσαμε είχε "τελειωμένα" ρούχα, και τα είχε δημιουργήσει ο Βασίλης. Ξοδέψαμε χρήματα για να γίνουν όπως έπρεπε κι έτσι ήλθε η πρωτιά που βοήθησε πολύ. Μπήκε στις εφημερίδες, έγινε εξώφυλλο στη "Γυναίκα", όλα αυτά έδωσαν ώθηση το μαγαζί. Η ανταποκρίτρια της "Vogue" και αρθογράφος στη "Βραδυνή", Μαρίνα Δημητρακοπούλου, έγραψε: "Ένας καινούργιος Βαλεντίνο γεννιέται στην Αθήνα". Ήταν αλματώδης η πορεία και μέσα σε έναν χρόνο πήραμε και το δίπλα μαγαζί. Επεκταθήκαμε, γίναμε ένα.
Άρχισαν να συρρέουν όλα τα κορίτσια και τα αγόρια των καλών οικογενειών της Αθήνας. Άλλωστε, δεν υπήρχε άλλη τέτοιου τύπου μπουτίκ. Τα πλουσιόπαιδα ερχόντουσαν να πάρουν ρούχα σχεδιαστή και να ξεφύγουν από τη νοοτροπία του σπιτιού τους. Μέχρι τότε, τα κορίτσια, αλλά και τα αγόρια, ντυνόντουσαν κατά το πρότυπο της μητέρας τους και έβγαινε κάτι πολύ συντηρητικό. Μ' εμάς απελευθερώθηκαν και έδειξαν και στη μάνα τους και στον πατέρα τους πώς να ντυθούν. Αυτή ήταν η μεγάλη αλλαγή. Πόσο μάλλον όταν αργότερα έβαλε ο Βασίλης το πρόσωπό του στην πρόσκληση της επίδειξης. Εκείνη τη στιγμή, δεν υπήρχε κάτι πιο lifestyle. Ταυτόχρονα, ήταν πάρα πολύ εγωιστικό, αλλά πέτυχε γιατί μπήκε στα δωμάτια των κοριτσιών, δίπλα στο γραφείο τους, όπου μελετούσαν. Ήθελαν όλοι να έρθουν να δουν αυτό τον ωραίο νέο, κι εμείς αυτό το πουλούσαμε».
Έρχεται η Μεταπολίτευση, και καθώς πλησιάζει το τέλος της δεκαετίας του '70, λίγο πριν μπει η δεκαετία του '80, κατά την οποία όλα θα άλλαζαν στην Ελλάδα, ο Billy Bo, με την ανδρόγυνη ομορφιά του, εκτινάχθηκε στην πρώτη γραμμή του ελληνικού star system της εποχής. Αρέσει σε άντρες και γυναίκες, μικρά κορίτσια, μεγάλες γυναίκες, νέους και μεγαλύτερους άντρες − δεν θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς.
Ανοίγουν όλες οι πόρτες και τα περιοδικά τον κάνουν εξώφυλλο. Από τα πιο λαϊκά, όπως το «Ντομινό» και το «Ρομάντσο», μέχρι τον «Ταχυδρόμο». Το κυρίαρχο εβδομαδιαίο έντυπο της εποχής τον παρουσίασε σε πολυσέλιδο ρεπορτάζ, φωτογραφημένο στα ωραιότερα σημεία της Μυκόνου μαζί με τη Μιμή Ντενίση, ενώ η «Γυναίκα» τον κάνει εξώφυλλο με μία από τις ωραιότερες Ελληνίδες, την Έλενα Ναθαναήλ.
Ο Τσέλιος συνεχίζει την αφήγησή του: «Το '77 παίρνουμε τον επάνω χώρο και πάμε να κάνουμε υψηλή ραπτική. Το '78 ο οίκος μόδας Billy Bo, με ατελιέ και εργαστήριο που δημιουργεί τα ρούχα, είναι πραγματικότητα: σαλόνια, γραφεία, εργαστήρια και αίθουσα επιδείξεων. Το τολμάς; Εμείς το τολμήσαμε. Κάθε μας επίδειξη διαρκούσε τρεις μέρες, τρία απογεύματα, για να χωρούν από 150 μέχρι 200 κυρίες και κύριοι κάθε φορά. Υπήρχε χώρος διαμορφωμένος για να κάνουμε επιδείξεις με μουσική ντίσκο και μοντέλα. Έδινε το παρών όλη η κοσμική Αθήνα. Δεν υπήρχε κανένας που να μην έχει ντυθεί στον δικό μας χώρο. Όλες οι εφοπλιστικές οικογένειες, μετά όλα τα υπόλοιπα μεγάλα ονόματα και ακολουθούσε ο απλός κόσμος.
Το '80 πηγαίνουμε πρώτη φορά στο King George και φέρνουμε μοντέλα από το εξωτερικό χάρη στις φιλίες και στις γνωριμίες που είχαμε αναπτύξει στο μεταξύ. Στην πρώτη μας επίδειξη ήταν εδώ η Μαρία Σνάιντερ, η Μούνια, η Ντάλμα, η Κίρατ και η Πατ Κλίβελαντ, ονόματα-κολοσσοί της μόδας και της πασαρέλας. Κάπου δίπλα μας υπάρχει και ο Μιχάλης Ασλάνης, που ξεκινάει τις επιδείξεις λίγο αργότερα.
Μαθαίνουμε να κάνουμε υψηλή ραπτική πολύ γρήγορα, όπως και την καινούργια τεχνολογία. Εγώ φέρνω τεχνίτες ιδιαίτερους, μοδίστρες που γνωρίζουν πράγματα και λεπτομέρειες της καινούργιας τεχνολογίας. Μέχρι τότε, κατάφερναν να κάνουν ένα βραδινό φόρεμα με χιλιάδες καρφίτσες και κουμπώματα. Εμείς καταφέραμε να κάνουμε αυτές τις κινήσεις με μηχανήματα. Έβγαινα έξω, μιλούσα με συναδέλφους του εξωτερικού, έβλεπα εργαστήρια και ατελιέ, έπαιρνα κι έφερνα τεχνολογία και τεχνογνωσία».
«Ζούσαμε έντονα, πηγαίναμε σε κλαμπ, στα μπουζούκια, πάντα στο καλύτερο τραπέζι, με όλους τους φίλους μας καλεσμένους. Τα λεφτά τα τρώγαμε μαζί τους. Ταξίδι στο Παρίσι; Όλοι μαζί. Και όλα πληρωμένα από εμάς. Μας έδινε ο Θεός χρήματα, αλλά ξοδεύαμε για τους φίλους μας, δεν τα μαζεύαμε» θυμάται ο Μάκης Τσέλιος.
Όπως ήταν αναμενόμενο, σύντομα περνάνε το κατώφλι του Οίκου Billy Bo όλες οι σταρ της εποχής. Η Μελίνα, η Λάσκαρη και η Βουγιουκλάκη, της οποίας υπέγραψε και τα κοστούμια για την παράσταση «Τζούλια». Στο κεντρικό δισέλιδο του προγράμματος εμφανιζόταν η Αλίκη δεξιά και ο Βασίλης αριστερά. Στην ίδια παράσταση έπαιζε και η Ντενίση.
Ο Βασίλης μεθάει από την επιτυχία, αλλά δεν «καβαλάει το καλάμι». Ο Μάκης Τσέλιος ξέρει να τον συγκρατεί, αλλά εκείνος δεν παύει να νιώθει κόμπλεξ για τη λαϊκή του καταγωγή. Δεν αναφέρει ποτέ τη λέξη «Καμίνια». Θεωρείται αρνητικό στοιχείο, αν και στα ίδια μέρη μεγάλωσε −και ήταν στενός του φίλος− ο Χρήστος Κυριαζής, ο μετέπειτα τραγουδιστής και σχεδιαστής επίπλων. Όταν κάποια στιγμή έκαναν ανακαίνιση του ατελιέ, τα έπιπλα τα σχεδίασαν μαζί. Για να απεμπολήσει τη λαϊκή του προέλευση μαθαίνει όσο πιο πολλά μπορεί. «Είναι τόσο αριστοκράτης, θέλει τα καλύτερα. Δεν πατάει στη γη, γιατί δεν θέλει να πατήσει» υπογραμμίζει ο Τσέλιος.
Προγραμμάτιζε τα πάντα μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια και δεν άφηνε τίποτα στην τύχη. Όπως το ότι πολύ πριν από το άνοιγμα του πρώτου μαγαζιού είχαν μετακομίσει ήδη στο Κολωνάκι, στην οδό Βαλαωρίτου. «Μπορεί οι άνθρωποι να πιστεύουν ότι τα πράγματα έγιναν από μια μαγική δύναμη, αλλά όχι. Η δύναμη η μαγική δημιουργείται όταν κυλήσεις τα πράγματα εκεί που θέλεις. Έστησα το στόρι. Δεν ήταν δυνατόν να βγει ένας σχεδιαστής στο Κολωνάκι και να είναι από την Καλαμάτα. Γι' αυτό ο Βασίλης δεν μιλούσε για την περιοχή όπου γεννήθηκε. Γιατί κινούμασταν σε μια κοινωνία όπου παίζει σημασία η εικόνα. Μπορεί να του το συγχωρούσαν γιατί ήταν όμορφος, γιατί ήταν πετυχημένος, αλλά αν το μάθαιναν πιο πριν, δεν θα τον άφηναν. Ήταν στημένο, λοιπόν, όλο» εξηγεί ο Τσέλιος.
«Ο Βασίλης λατρεύτηκε. Ήταν είδωλο. Γι' αυτό ακριβώς, για να προλάβω κάποιες καταστάσεις, χτίστηκε ο μύθος σωστά. Δεν ήξερε κανείς από πού προερχόταν, σήμερα τα λέμε αυτά. Ήταν ένα ωραίο παιδί που ντυνόταν καταπληκτικά και όλοι τον ζήλευαν. Έστελνε τα αγόρια της αριστοκρατίας να φτιάξουν πρώτα το σώμα τους και μετά να έλθουν να ντυθούν. Δεν χαριζόταν. Κι ερχόντουσαν όλοι. Από την οικογένεια Βαρδινογιάννη μέχρι την οικογένεια Μαρτίνου, η Ιλεάνα Μακρή, είχαμε κάνει και το νυφικό της Μαρίας Δαμανάκη − ποιον να πρωτοθυμηθώ! Ερχόντουσαν πολλοί πολιτικοί, επίσης. Από καλλιτέχνες, η Μαρινέλλα, η Τζένη Βάνου, η Μελίνα, μέχρι και η Ελένη Βιτάλη. Η Μιμή Ντενίση, που πάντα τον υποστήριζε, πολύ φίλη, πολύ γλυκιά και πολύ συνεργάσιμη. Αλλά οι καλλιτέχνες ήθελαν, πια, να στέκονται δίπλα του».
Η επιτυχία του διδύμου σαρώνει τα πάντα, αν και ο Μάκης Τσέλιος είναι στη σκιά και ελάχιστοι γνωρίζουν την ύπαρξή του − γνωρίζουν, όμως, ότι είναι το μυαλό και η πολλή δουλειά. Οι υπόλοιποι ξέρουν τον λαμπερό Billy Bo. Το 1978 ανοίγουν μαγαζί στη Θεσσαλονίκη. Τα εγκαίνια αφήνουν εποχή στην πόλη του Βορρά. Νοικιάζουν ένα ολόκληρο αεροπλάνο για να παρευρεθεί η κοσμική Αθήνα: διάφοροι VIP, ο Ζάχος Χατζηφωτίου, η Μιμή Ντενίση, η τότε Σταρ Ελλάς, σχεδιαστές συνάδελφοί τους, η Κατερίνα Τερζοπούλου. Ακολούθησε πάρτι στο Studio 51 του Ραπτάκη. Το 1981 κερδίζουν τον διαγωνισμό για τις στολές της Ολυμπιακής Αεροπορίας, ενώ ανοίγει το πρώτο franchise μαγαζί τους στο Ψυχικό.
Παρόλη τη δουλειά, οι δυο τους ξενυχτάνε ασταμάτητα στα μπουζούκια, στην Αυτοκίνηση, στα μοδάτα κλαμπ της εποχής. «Ζούσαμε έντονα, πηγαίναμε σε κλαμπ, στα μπουζούκια, πάντα στο καλύτερο τραπέζι, με όλους τους φίλους μας καλεσμένους. Τα λεφτά τα τρώγαμε μαζί τους. Ταξίδι στο Παρίσι; Όλοι μαζί. Και όλα πληρωμένα από εμάς. Μας έδινε ο Θεός χρήματα, αλλά ξοδεύαμε για τους φίλους μας, δεν τα μαζεύαμε» θυμάται ο Μάκης.
Στο μεταξύ, έχουν ανοίξει κι ένα μαγαζί στη Μύκονο. «Θεωρούσαμε ότι ήταν το διαβατήριό μας για το εξωτερικό. Ήταν ένα πολύ ωραίο νησί, είχε αρχίσει η ανοδική του πορεία. Υπήρχε το μπαρ Pierro's, οι 9 Μούσες, το Ρεμέτζο. Ανοίγουμε στο κέντρο της Μυκόνου, στα Ματογιάννια, πόλο έλξης όλης της Ελλάδας το καλοκαίρι. Το μαγαζί έχει στο πίσω μέρος και τρία δωμάτια και μένουμε εκεί. Κάνουμε μεγάλη εντύπωση γιατί δεν υπήρχε άλλη τέτοια μπουτίκ, ήταν σταθμός για το νησί. Υπήρχε ο Γαλάτης που πουλούσε ελληνικά ρούχα, αλλά εμείς είχαμε μοντέρνα ρούχα, πουλόβερ με κοτόν, μεγάλες μπλούζες μακό, μακριές πουκαμίσες, φορέματα-πιζάμες, πουκάμισα μακριά για τους άντρες, με σκισίματα. Κάναμε κι εκεί την επανάστασή μας. Το μαγαζί, όλο άσπρο-μπλε, με πλακάκια, κι αντί για κρεμαστάρια, τσιγκέλια από χασάπικο.
Όποια διασημότητα περνούσε από τη Μύκονο, περνούσε και από το μαγαζί. Ήρθε ο Βαλεντίνο, που ερωτεύτηκε τον Βασίλη και δεν ξεκόλλαγε. Ο Ερρίκο Κόβερι, ο Μοντανά, ο Τιερί Μιγκλέρ, ο Στιβ Ρουμπέλ του Studio 54, η Grace Jones, οι Φίστενμπεργκ, βασιλείς, ο Φον Κρουπ. Πολλοί σημαντικοί άνθρωποι όπως και πολλοί των γραμμάτων και των τεχνών».
Ο Τσέλιος, ως συγκροτημένος άνθρωπος, μέσα σε αυτήν τη δίνη των εξελίξεων διατηρούσε πάντα έναν φόβο μη χαθούν ξαφνικά όλα. Έτσι, μάζευε λεφτά τα οποία ανήκαν και στους δύο και τα οποία, κατά κανόνα, τα έριχναν πίσω στη δουλειά. Ο Βασίλης σπαταλούσε, δεν του έλειπε τίποτα. Και σίγουρα δεν μπορούσε να αποβάλει μια σχεδόν αμετροεπή φιλαρέσκεια. «Μπορούσες να τον κατακτήσεις αν του έλεγες ότι ήταν ωραίος. Ήταν ένα μικρό παιδί. Αυτός ο άνθρωπος, που ο κόσμος πίστευε ότι ήταν δύσκολο να τον πλησιάσεις, ήταν ένα παιδί» εξηγεί ο μέντοράς του.
Πάντως, ο θρίαμβος συνεχιζόταν. Υπήρξε περίπτωση που χρειάστηκε να μπει πορτιέρης έξω από το μαγαζί για να συγκρατεί τον κόσμο. Γύρω στο '82 ανοίγουν μαγαζί στην οδό Κανάρη που ονομάζουν «Billy Bo Agora». Είναι πιο απλό, πιο νεανικό, πιο φρέσκο. Μπουτίκ κάτω και πάνω η υψηλή ραπτική.
Το περιβάλλον του Βασίλη αποτελείται από τον μακιγιέρ Δημήτρη Ζουρντό, τον φωτογράφο και στυλίστα Τάκη Τσαντίλη, τον Κώστα Κονιόρδο, την Έλενα Ναθαναήλ, τη Μαρία Κόντι, τον Άκη Καμπάρδη, που δεν ζει πια, τον Σαλονικιό κομμωτή Τάκη Μπάσιο που τον αγαπούσε πολύ, και επίσης έχει πεθάνει. Δεν ήταν πάρα πολλοί οι στενοί του φίλοι, αλλά ήταν πολύ κτητικός μαζί τους. Από δίπλα και η Ελληνοκαναδέζα γλύπτρια και μοντέλο Μαρία Σνάιντερ.
Παράλληλα, ο Βασίλης ζει πολλούς έρωτες, κυρίως εφήμερους. Τον ερωτεύονται και ερωτεύεται. Τι τους κάνει να τον ερωτευτούν, πέρα από το ωραίο του πρόσωπο; Ο Τσέλιος απαντάει: «Έχει πάρα πολλή σημασία το ότι παρουσιάζει ένα πολύ ωραίο σύνολο. Έχεις ακούσει πώς ερωτεύονται μια τραγουδίστρια στην πίστα; Με πολύ πάθος. Μέχρι που κάποια στιγμή αυτό έγινε επικίνδυνο. Άρχισε μια ανθρωποφοβία. Κι εγώ έκανα ό,τι μπορούσα για να τον προστατεύσω».
Αλλά προέχει η δουλειά και η διεθνής καριέρα, που είναι ο επόμενος στόχος. Ήδη, το '83-'84 πωλούνται ρούχα της επωνυμίας Billy Bo στα Neiman Marcus στην Αμερική, δίπλα στα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά ονόματα. Βασίλης και Μάκης ταξιδεύουν μέχρι το Ντάλας του Τέξας, στα κεντρικά του πολυκαταστήματος, για να κλείσουν μεγαλύτερες συμφωνίες. Η Αμερική, άλλωστε, ήταν η χώρα που τους ενδιέφερε.
Ο Τσέλιος εξηγεί: «Για έναν Έλληνα σχεδιαστή υπήρχε το αβαντάζ της ελληνικής ομογένειας. Στη Νέα Υόρκη, η τρίτη γενιά Ελλήνων ήταν καλλιεργημένη και μορφωμένη, με πολλά λεφτά και ακριβά γούστα. Θα είχαμε υποστήριξη. Εν τω μεταξύ, είχαμε κάνει γνωριμίες από τη Μύκονο κι έτσι το διαβατήριό μας για την Αμερική ήταν καταπληκτικό. Και στη Γαλλία θα μπορούσαμε να πάμε, αλλά ήταν πάρα πολλές οι χώρες που πήγαιναν να δημιουργήσουν εκεί, γι' αυτό τα πράγματα ήταν πάρα πολύ δύσκολα. Η Αμερική ήταν ακόμα παρθένα αγορά. Και στην Αυστραλία θα μπορούσε να πάει κανείς, που ήταν επίσης εντελώς παρθένα αγορά, αλλά οι Αυστραλοί δεν είχαν γούστο. Εξάλλου, πουλούσαμε σε πολλά μεγάλα μαγαζιά και το '84 κάναμε επίδειξη στα Bergdorf Goodman με τις Κιράτ, Μαρία Σνάιντερ, Άλμα και Τάιρα Μπαρ. Ακολουθεί βιτρίνα στην 5η Λεωφόρο με τα ρούχα μας, για να δούμε την αντίδραση του κοινού».
Η οικογένεια, πίσω στα Καμίνια, τι γίνεται; «Βοηθούσε. Είχε επαφή μαζί τους, τους αγαπούσε και ό,τι χρειαζόντουσαν τους το πρόσφερε. Ήταν μια οικογένεια που είχε έμφυτο το καλό γούστο. Τη μάνα του την αγαπούσε, τη σκεφτόταν, την επισκεπτόταν όσο είχε χρόνο. Εκείνη του είχε αδυναμία, αλλά είχε και κόρες. Μια φίνα γυναίκα, παρόλο που δεν είχε μόρφωση. Ο πατέρας ήταν πολύ ωραίος άντρας και οι αδελφές του Βασίλη ήταν επίσης πολύ ωραίες».
Το 1984 μπαίνουν σε σκέψεις να ανοίξουν μαγαζί στη Νέα Υόρκη. Ο Τσέλιος βρίσκει μια ομάδα μεγαλοεπιχειρηματιών, με την οποία ξεκινάει μια μακρά συζήτηση. Αποφασίζεται να ανοίξουν 17 μαγαζιά σε διάφορες Πολιτείες ταυτόχρονα, με ναυαρχίδα το κατάστημα του Μανχάταν. Τον Δεκέμβριο του 1985 εμφανίζεται στο «Interview» του Άντι Γουόρχολ φωτογραφία του Βασίλη από τον Κρίστοφερ Μάκος, με προαναγγελία του καταστήματος «Billy Bo» γωνία Park και 59th str. Ο Βασίλης τρώει και συναναστρέφεται με τον Γουόρχολ, με τον οποίο γνωρίστηκε χάρη στον ζωγράφο Στίβενσον, καλλιτέχνη και προσωπικό φίλο του γκαλερίστα Ιόλα.
Τα Χριστούγεννα του '85 πηγαίνει μόνος με κάποιους φίλους στη Νέα Υόρκη και, φυσικά, ξεσαλώνει. Ήταν από τις λίγες φορές που πήγε κάπου χωρίς τον Μάκη. Το Ιούλιο του 1986 οι δύο συνεργάτες ταξιδεύουν στην Αμερική για να δουν τις τελευταίες λεπτομέρειες. Αρχιτέκτονας έχει αναλάβει ο Γιώργος Γιώγος και ο επιχειρηματίας που τους εκπροσωπεί είναι ο Ελληνοαμερικάνος Κώστας Λώλης.
Λίγο πριν πετάξουν, ο Βασίλης έχει κάποιες ενοχλήσεις, πυρετούς και βήχα που θεωρήθηκαν από τον γιατρό του κρύωμα. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, φεύγουν για διακοπές στη Μύκονο, όπου πια διαθέτουν το δικό τους σπίτι. Εκεί οι εφιδρώσεις και οι πυρετοί είναι ακόμα συχνότεροι.
Ο Μάκης Τσέλιος θυμάται: «Πήγαμε στην Τήνο, που το ήθελε πολύ. Έχω μια φωτογραφία μας στα σκαλοπάτια της Παναγίας. Ο Βασίλης έχει αδυνατίσει πολύ, αλλά το ίδιο κι εγώ − είχα πάθει κατάθλιψη και είχα χάσει 19 κιλά. Του είπα ότι έπρεπε να πάμε σε έναν άλλο γιατρό, για να μην ταλαιπωρείται. Ωστόσο, πήγαμε στην Τήνο, ήθελε να προσκυνήσει στην Παναγία. Ο Βασίλης ήταν πολύ ευσεβής. Πάρα πολύ μικρός ήταν παπαδοπαίδι στον Άγιο Λευτέρη στον Πειραιά. Μου λέει να πάμε στο Μοναστήρι της Κυράς των Αγγέλων που έχει ένα εκκλησάκι υπόσκαφο, με ζωγραφισμένες εικόνες στον τοίχο. Πολύ ήρεμο μέρος, όπου μπορείς να προσευχηθείς, αν το θέλεις. Φτάνουμε και μου λέει: "Θέλω να μπω μόνος μου". Βγαίνοντας από το εκκλησάκι, μου λέει: "Μάκη, είδα την Παναγία και δεν με χαιρέτησε, έφυγε τρέχοντας. Δεν είναι καλό, δεν με ήθελε η Παναγία". "Έλα, μωρέ, τι λες;" του απαντώ.
Έρχεται μια μέρα στο ατελιέ η Μανίτα Χατζηφωτίου, καθώς ετοιμάζαμε την κολεξιόν για την Αμερική. Επειδή ο Βασίλης συνέχιζε να έχει ενοχλήσεις, του είπε ότι υπήρχαν εξετάσεις που γίνονταν στην Αμερική και ότι έπρεπε να δει ποιος τις έκανε κι εδώ. Τότε πήραμε την πληροφορία για πρώτη φορά. Μέχρι τότε δεν ξέραμε τίποτα. Μόλις είχαμε διαβάσει για τον Ροκ Χάτσον. Ο Βασίλης ενοχλήθηκε και είπε: "Tι κακεντρεχείς που είναι". Εγώ ετοιμαζόμουν να πάω στο Παρίσι να φέρω υφάσματα. Και ο Βασίλης βρίσκει τον Παπαευαγγέλου στον Ευαγγελισμό και κάνει την εξέταση.
Με το που φτάνω στο Παρίσι μου λέει στο τηλέφωνο ότι τον πήρε ο Παπαευαγγέλου, του είπε ότι χύθηκε το αίμα και ότι έπρεπε να ξαναδώσει. Τότε συνειδητοποίησα τι συμβαίνει. Παίρνω τον γιατρό μας και τον ρώτησα μήπως ήταν καλύτερα να έλθει ο Βασίλης στο Παρίσι. Έτσι κι έγινε. Έρχεται την επόμενη μέρα με πυρετό 39. Μπήκε στο νοσοκομείο την επομένη και βγήκε τον Γενάρη, με πολλά προβλήματα ενδιάμεσα».
Το θέμα του AIDS στα μέσα της δεκαετίας του '80 απασχολεί ολόκληρη την γκέι κοινότητα της Αμερικής και χαρακτηρίζεται σύγχρονη πανούκλα. Δεν υπάρχει θεραπεία, ούτε σωτήρια αγωγή. Στην Ελλάδα ελάχιστοι γνωρίζουν γι' αυτό και η διάδοσή του θεωρείται ακόμα μηδαμινή. Τον Δεκέμβρη του '86 γίνονται τα εγκαίνια του καταστήματος Billy Bo στη Νέα Υόρκη. Ο Μάκης Τσέλιος πηγαίνει μόνος του και λέει σε όλους ότι ο Βασίλης εγκλωβίστηκε με τα χιόνια στο Ντάλας.
Ανάμεσα στους προσκεκλημένους ήταν και ένας άσπονδος φίλος τους, που, αντί να συμπαρασταθεί, είπε δυνατά και χλευαστικά: «Δεν έλιωσαν ακόμα τα χιόνια στο Ντάλας, να πάρει το αεροπλάνο ο Βασιλάκης;». Η Περωτή παίρνει τον Τσέλιο κατά μέρος και του λέει: «Μην ανησυχείς, αγόρι μου, είμαστε όλοι κοντά σας». Τα είχε μάθει από καλό και κοινό τους φίλο.
Τ νέα ταξιδεύουν σαν αστραπή στην Αθήνα. Όσο και αν προσπαθεί ο Τσέλιος να ελέγξει τις φήμες, κυκλοφορεί η είδηση ότι έχει πεθάνει. Η κατάσταση σώζεται χάρη στον Άρη Δαβαράκη, ο οποίος προλαβαίνει να μη δημοσιευθεί τίποτα που δεν ίσχυε και που θα ήταν άσχημο να φτάσει στα αυτιά του Βασίλη. Παράλληλα, στέλνεται ένα τηλεγράφημα με την υπογραφή του Βασίλη σε όλες τις εφημερίδες, τα περιοδικά και την τηλεόραση που ζητάει να σεβαστούν ένα πρόβλημα υγείας του που τον κρατάει μακριά από τις επαγγελματικές του υποχρεώσεις.
Οι δημοσιογράφοι κάνουν αγώνα δρόμου να εντοπίσουν τον ασθενή στα νοσοκομεία του Παρισιού. Καθώς η εισαγωγή έχει γίνει με άλλο όνομα, δεν βρίσκουν ούτε τον Βασίλη ούτε τον Μάκη. Εξετάζεται κι εκείνος. Ο γιατρός τού λέει ότι πρέπει να φανεί δυνατός, ώστε να μπορεί να υποστηρίξει τον Βασίλη – εννοείται ότι ο ίδιος δεν είχε τίποτα. Τους συμπαραστέκεται η Γαλλίδα φίλη τους Κλωντί Στολζ, δεξί χέρι της Ρεζίν. Ο Μάκης Τσέλιος έπρεπε να λύσει τον γρίφο ποια «σχολή» να ακολουθήσει. Εκείνη του Αμερικανού γιατρού Γκάλοου ή του Γάλλου Μοντενιέ − ήταν οι δύο που εντόπισαν τον ιό. Τελικά, πήγε με τους Αμερικανούς, για να μπορεί να έχει και εκείνους και τους Γάλλους στο πλευρό του, αν χρειαζόταν. Για μία ακόμα φορά μελέτησε διεξοδικά το πρόβλημα και δικαιώθηκε.
Η επιλογή του Αμερικανικού Νοσοκομείου του Παρισιού, στο ίδιο που είχε νοσηλευτεί και ο Ροκ Χάτσον, έγινε και για έναν άλλο λόγο. Μόλις είχε ανακαλυφθεί το ΑΖΤ και θα φρόντιζαν να του το προμηθεύσουν, γιατί ακόμα ήταν σε πειραματικό στάδιο και υπήρχε λίστα αναμονής. Ο Βασίλης κατάλαβε αμέσως την αλήθεια.
Ο Μάκης επιστρέφει για λίγο στην Ελλάδα, ώστε να υπογράψει πληρεξούσια για να μπορεί η επιχείρηση να λειτουργεί. Φεύγοντας από το Παρίσι, ο Βασίλης του έχει ζητήσει μια ηχογραφημένη λειτουργία από τον Άγιο Λευτέρη. Καλεί τις αδελφές του και τις εξηγεί πώς έχει η κατάσταση.
Πίσω στο Παρίσι ο Βασίλης παθαίνει ξαφνικά ένα πνευμονικό οίδημα και όλοι περιμένουν ότι από στιγμή σε στιγμή θα φύγει. Τηλεφωνούν στον Μάκη και του λένε να πάρει όποιο αεροπλάνο μπορεί και να πάει το συντομότερο. Τελικά, οι γιατροί τον έσωσαν. Ο Τσέλιος, μόλις έφτασε, μπήκε στο δωμάτιό του με μάσκα και του παρέδωσε την κασέτα με τη λειτουργία. Εκείνος την άκουσε και πήρε απέραντη δύναμη.
Το ταξίδι της επιστροφής ήταν ακόμα μια περιπέτεια. Είχε μείνει μόλις 40 κιλά, με εξαντλημένο τον οργανισμό του. Στις 24 Μαΐου μπαίνουν στο αεροπλάνο της TWA, πτήση απευθείας από τη Νέα Υόρκη στην Αθήνα. Οι δύο από τις δέκα βαλίτσες που είχαν μαζί τους ήταν γεμάτες φάρμακα. Η αεροσυνοδός αρνείται να τον αφήσει να ταξιδέψει. Ο Τσέλιος είχε φροντίσει να προμηθευτεί από τον γιατρό ένα χαρτί που έλεγε ότι η ασθένεια δεν είναι μεταδοτική. Η αεροσυνοδός όμως ανένδοτη, έλεγε και ξαναέλεγε: «Δεν με νοιάζει, ο άνθρωπος αυτός μπορεί να πεθάνει στο αεροπλάνο μέσα».
«Ο Βασίλης ήθελε να επιστρέψει στην Ελλάδα. Ο γιατρός επέμενε ότι έπρεπε να πάει στην Αμερική, αλλά είπε πως αν το ήθελε πολύ, μπορούσε να πάει στην Ελλάδα. Πήραμε μαζί μας την αποκλειστική του νοσοκόμα και νοικιάσαμε ένα σπίτι στη Βουλιαγμένη, στο Καβούρι. Το ετοίμασαν η αδελφή μου με την αδελφή του Βασίλη. Φτάσαμε στις 18 Δεκέμβρη και μείναμε μέχρι τις 8 Γενάρη. Στις 7 Γενάρη κάνουμε μια λειτουργία που ήθελε ο Βασίλης στον Αϊ-Γιώργη στο Καβούρι και μετά πήγαμε μια βόλτα μέχρι το μαγαζί στο Κολωνάκι. Ο κόσμος τρόμαξε που τον είδε. Ήταν τρομερά αδυνατισμένος.
Κάποια βραδιά του Δεκεμβρίου μου είπε ότι ήθελε να ακούσει τον Λιδάκη και τη Μοσχολιού − άλλο μαρτύριο. Φωνάζω την αδελφή του και τον γαμπρό του, ώστε να είναι έτοιμοι, να ξεκουραστεί μέχρι τις 12 και να πάμε μόλις αρχίσει το πρόγραμμα, για 1-2 ώρες, όσο αντέξει. Ήταν ένας θρήνος – τόσο για τη Βίκυ όσο και για τον Λιδάκη. Ήταν παλιοί φίλοι και αγαπημένοι. Οδυρμός, η Βίκυ έκλαιγε στην πίστα, ήταν πολύ δύσκολη στιγμή. Όταν φύγαμε, ήταν ευτυχισμένος που το έζησε για μία ακόμα φορά.
Γυρνάμε, λοιπόν, στο Παρίσι και φεύγουμε στην Αμερική μαζί με τον γιατρό για να πάρουμε το ΑΖΤ. Μαζί μας η Νικόλ, η Κορσικανή νοσοκόμα του, ένα στήριγμα ζωής για μένα, θερμός άνθρωπος, εξαίρετη. Έμεινε κοντά μας όλο αυτό διάστημα των εννέα μηνών, από την πρώτη μέρα μέχρι το τέλος.
Στη Νέα Υόρκη νοικιάσαμε σπίτι. Απέραντα έξοδα και τα χρήματα είχαν αρχίσει να στερεύουν. Ήταν λεφτά τα οποία είχαμε αποκτήσει οι δυο μας, αλλά δεν έκανα πίσω πουθενά. Τα ξόδεψα όλα. Κι όχι μόνο τα ξόδεψα, αλλά όταν ο Βασίλης έφυγε, βρέθηκα να χρωστάω 178 εκατ. Από τους φίλους, ήταν οι μακρινοί που μας συμπαραστάθηκαν. Οι κοντινοί έφυγαν. Φοβήθηκαν. Και βασανίστηκαν μετά, γιατί ο κόσμος τους απομάκρυνε. Εμένα, για πολλά χρόνια, δεν με προσκαλούσαν για φαγητό σε σπίτι. Την πισίνα τους δεν την είδα ποτέ στη Μύκονο. Δεν με καλούσαν. Ενώ οι ξένοι φέρθηκαν αλλιώς. Στη Γαλλία είναι θερμοί οι άνθρωποι. Εδώ δεν ήξεραν, οι γιατροί ήταν γελοίοι, έλεγαν ότι κολλάει και με τον αέρα».
Στην Νέα Υόρκη ο Billy Bo αρνήθηκε να περάσει έστω και έξω από το μαγαζί με το όνομά του. Άλλωστε, ήταν μονίμως στο νοσοκομείο και ελάχιστες φορές βγήκε. Εξέφραζε ένα παράπονο, αλλά είχε αποδεχτεί πια το τέλος. Στον συνοδοιπόρο του έλεγε συνεχώς ότι έπρεπε να φροντίσει τον εαυτό του. Κατά τα άλλα, ήθελε και ζητούσε ηρεμία. Από την πλευρά της οικογένειάς του, μόνο η μία του αδελφή τον επισκέφτηκε για λίγο. Είχαν επιλέξει να μην πουν όλη την αλήθεια στη μητέρα του, καθώς είχε καρδιολογικά προβλήματα.
Στην Αμερική έμειναν μέχρι τον Μάιο. Τελικά, το ΑΖΤ δεν το πήρε ποτέ. Οι γιατροί αποφάνθηκαν ότι θα πέθαινε σε 2 μέρες, αν το έπαιρνε. Είχε πια προβλήματα και με την όρασή του. Αποφασίζεται ότι πρέπει να γυρίσουν στην πατρίδα για να πεθάνει εκεί. Το τέλος ήταν πια θέμα ημερών.
Το ταξίδι της επιστροφής ήταν ακόμα μια περιπέτεια. Είχε μείνει μόλις 40 κιλά, με εξαντλημένο τον οργανισμό του. Στις 24 Μαΐου μπαίνουν στο αεροπλάνο της TWA, πτήση απευθείας από τη Νέα Υόρκη στην Αθήνα. Οι δύο από τις δέκα βαλίτσες που είχαν μαζί τους ήταν γεμάτες φάρμακα. Η αεροσυνοδός αρνείται να τον αφήσει να ταξιδέψει. Ο Τσέλιος είχε φροντίσει να προμηθευτεί από τον γιατρό ένα χαρτί που έλεγε ότι η ασθένεια δεν είναι μεταδοτική. Η αεροσυνοδός όμως ανένδοτη, έλεγε και ξαναέλεγε: «Δεν με νοιάζει, ο άνθρωπος αυτός μπορεί να πεθάνει στο αεροπλάνο μέσα».
Εν τέλει, κλήθηκε ο κυβερνήτης, ο οποίος δέχτηκε ο Βασίλης να ταξιδέψει. Στο αεροδρόμιο του Ελληνικού τούς περίμενε αυτοκίνητο που τους πήγε κατευθείαν στο σπίτι που κανείς δεν γνώριζε στο Καβούρι. Σε λίγες μέρες άρχισαν μεγάλα προβλήματα. Και με όλα τα λεφτά δανεικά πια. Ο Τύπος έγραφε ότι πλούσιοι φίλοι του τον προστατεύουν, αλλά στην πραγματικότητα κανείς δεν ήξερε πού έμενε. Η δημοσιογράφος Λένα Ζανιδάκη ήταν η μόνη που πέρασε το άβατο, παίρνοντάς του μια συνέντευξη, η οποία δημοσιεύτηκε στον «Ταχυδρόμο». Για πρώτη φορά κυκλοφόρησαν εικόνες του από το σπίτι κι εκείνον αγνώριστο εμφανισιακά. Πανελλήνιο σοκ!
Είχε ενοχές για τη ζωή που έκανε ο Billy Bo; Τι συζητούσε με τον Μάκη Τσέλιο τις τελευταίες μέρες της ζωής του; «Όχι, δεν είχε ενοχές, καθόλου, λυπόταν μόνο. Αισθανόταν ότι δεν έκανε πράγματα απλά, όπως το να πάει στη θάλασσα με φίλους του και να πιει ένα ούζο, να καθίσει σε ένα χωριάτικο ταβερνάκι, πράγματα που τα ήθελε τότε. «"Μου λείπουν τώρα και δεν τα έζησα" μου έλεγε» αναφέρει ο Τσέλιος.
Ο Βασίλης Κουρκουμέλης-Billy Bo έσβησε στις 13 Ιουνίου 1987, στα 33 του. Στο σπίτι στο Καβούρι, με έναν εσταυρωμένο μπροστά του, δύο μέτρα ύψος. Βασανιστικά, καθώς δεν έβλεπε πια. Στην κηδεία του πήγαν οι πάντες, όλη η Ελλάδα. Η Βουλιαγμένη «βούλιαξε». Η μάνα, καταβεβλημένη, είδε τον γιο της όταν ανοίχτηκε το φέρετρο μόνο για τους οικείους του. Ο Τσέλιος συμπληρώνει: «Εγώ βρισκόμουν σε άλλη διάσταση. Το να ντύσεις, να κοιμήσεις και να χαιρετήσεις έναν φίλο ζωής είναι μεγάλη υπόθεση. Το να προετοιμάσεις έναν άνθρωπο να φύγει με γαλήνη είναι δύσκολο πράγμα. Όπως είναι δύσκολο να δεχτεί ένας νέος άνθρωπος ότι πρέπει να φύγει».
Αυτό είναι το χρονικό με την τραγική κατάληξη του Billy Bo, όπως το αφηγείται ο Μάκης Τσέλιος σήμερα και το οποίο καλείται να μεταφέρει σε σενάριο, συνεργαζόμενος με τη Νικόλ Αλεξανδροπούλου, ο σεναριογράφος της «Στρέλλας» και του «ΧΕΝΙΑ», Παναγιώτης Ευαγγελίδης. Η ταινία βρίσκεται στα πρώτα στάδια παραγωγής.
Η Ελληνο-ιταλίδα σκηνοθέτις, η οποία ευελπιστεί σε μια διεθνή παραγωγή, εξηγεί: «Για μένα, είναι μια ανθρώπινη ιστορία που εκτυλίσσεται σε μια εποχή και εντάσσεται σε μια κοινωνική κατάσταση, οπότε ο ήρωας και η εποχή του αποτελούν ένα αδιάσπαστο και ενιαίο σύνολο. Είναι μια σύντομη και συγκινητική ιστορία ζωής αυτή του Billy Bo, με ένα δραματικό τέλος που συμβαίνει σε μια αμφιλεγόμενη δεκαετία. Ποιος θα τον ενσαρκώσει; Υπάρχουν νέοι Έλληνες ηθοποιοί που τους βρίσκω ενδιαφέροντες γι' αυτό τον ρόλο. Η συμπαραγωγή που έχουμε ξεκινήσει, ευτυχώς, προχωράει. Ελπίζω να πετύχουμε αυτό που έχουμε ως στόχο, παρότι οι καιροί είναι δύσκολοι, όχι μόνο για τους Έλληνες».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο LIFO.gr το 2016.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 8.6.2018