Εσύ είσαι πολύ όμορφη. Έχεις πολύ μαύρα μαλλιά και πολύ πυκνά φρύδια. Το χαμόγελό σου δεν είναι αυθεντικό, το βλέπεις για πρώτη φορά και εκστασιάζεσαι, όμως όσο σε γνωρίζω συνειδητοποιώ μια αλλόκοτη σκοτεινιά. Σήμερα, όταν σε σκέφτομαι να χαμογελάς, ανατριχιάζω και αλλάζω πλευρό. Τα ζυγωματικά σου είναι έντονα και σφίγγουν το δέρμα του προσώπου σου. Η όψη σου μοιάζει βγαλμένη από τον άγριο τόπο, μια ζούγκλα, μια έρημο, έναν φιδότοπο. Κάποτε σε θαύμαζα, τόσο εξωτική που ήσουν. Τώρα βιώνω τον φόβο που προκαλεί η ωμότητα της φύσης, εκεί απ'όπου ήρθες.
Μου γνώρισες την Αϋπνία. Με ρουφάει στην άβυσσό της, μου διαλύει τον εγκέφαλο μέσα στο κρανίο μου. Με βιαιότητα σπρώχνει και χώνει τις αρρωστημένες σκέψεις. Όποτε αγωνίζομαι να τις ιάνω, αρχίζουν και κάνουν κύκλους στο άδειο μου κεφάλι, με τους σκόρπιους εγκεφάλους. Ατέρμονοι κύκλοι, χωρίς τελειωμό. Κι εγώ να μένω εκεί, στο κρεβάτι, με κλειστή τη πόρτα, με τον Πόνο να φλερτάρει μαζί μου. Για μια τελευταία φορά διατάζω στον εαυτό μου να διώξει την Αϋπνία. Βία για τη Βία. Εκείνη με νικά όμως, και λογικό μού φαίνεται, αφού σταλμένη από σένα είναι.
Για μια τελευταία φορά διατάζω στον εαυτό μου να διώξει την Αϋπνία. Βία για τη Βία. Εκείνη με νικά όμως, και λογικό μού φαίνεται, αφού σταλμένη από σένα είναι.
Κι έτσι μου γνώρισες την Εξόντωση. Στο βαθύ το σκότος παίρνω τα πόδια μου και βαδίζω στο τίποτα. Βήμα προς βήμα, όλο και πλησιάζω στο κενό, με την Αϋπνία ακόμη στον ώμο μου. Ο ήλιος ανατέλλει και τον σιχαίνομαι. Σημάνει την αρχή της μέρας, την απαίτηση της εκπλήρωσης των καθηκόντων. Τα μάτια μου κόκκινα, το πρόσωπό μου κάτωχρο, η καρδιά μου μαύρη, το σώμα μου αδύναμο, τα πόδια μου βαριά, σαν από χρυσό, κι όλα τούτα πρέπει να δουλέψουν. Οδηγούμαι στην δουλειά και αρχίζω να γράφω, να εξετάζω, να μιλάω. Κάνε εκείνο, πάρε αυτό, όχι, άσε εκείνο, ναι, ωραίος. Λέξεις ηχούν από μακριά, βουβά, σαν να είμαι κλεισμένος σε γυάλα. Άνθρωποι φαντάζουν φαντάσματα και τα γράμματα μια σειρά από άγνωστα σύμβολα. Ουρλιάζω και κλαίω, μήπως και διαλυθεί η κρούστα χάους από πάνω μου.
Μετά μου γνώρισες την Φτώχεια. Έχασα τη δουλειά μου, έχασα το σπίτι μου. Τριγυρνούσα και περιπλανιόμουν, ζητιάνευα, έκλεβα. Σιχαινόμουν τον εαυτό μου. Μα πώς δεν πέθαινα; Ήθελα να πεθάνω! Βρέθηκα στον γκρεμό, με τα κοφτερά τα βράχια από κάτω. Κουρελιασμένα ρούχα, βρόμικη όψη, ο ίδιος ο ζωντανός νεκρός. Ένα βήμα ήθελα, και θα καρφωνόμουν στα ξυράφια. Κούνησα το πόδι μου, έτοιμος για την ηρεμία. Το αίμα μου, τα σπλάχνα μου χυμένα, το τίποτα, ήταν για μένα η σωτηρία μου. Ο δραπέτης της ζωής θα ήμουν. Οι μυς μου σφιγμένοι, πεινασμένοι για το άλμα προς τα κάτω. Και νά που δε μπορούσα. Η πεθαμένη μου ζωή εξακολουθούσε να υπάρχει εξ αιτίας σου. Σε σκεφτόμουν πριν πεθάνω. Αυτό το χαμόγελο, τούτα τα μάτια, τον τρόπο που κοιμόσουν πλάι μου. Πάλι έκλαιγα, έκλαιγα επειδή δε μπορούσα να σε αφήσω.
Τέλος μού γνώρισες την Μανία. Βάδιζα στις πόλεις, κοιμόμουν στα παγκάκια, έτρωγα στα συσσίτια, έχεζα στις αλάνες, και όλοι με βλέπανε και τρέχανε. "Ανάθεμα!" φωνάζανε και απομακρύνονταν. Έβλεπα τον τρόμο στα πρόσωπά τους, την αηδία, την απέχθεια. Ήμουν ο κινούμενος θάνατος και όλοι θεωρούσαν πως, σαν να τους ακουμπούσα, θα τους έπαιρνε ο Χάρος. Ή, χειρότερα, θα κατέληγαν σαν εμένα. Κάποτε, μια νύχτα ήταν, άρχισα να τρέχω. Άκουσα την καρδιά μου να χτυπάει μετά από καιρό. Ήξεραν τα πόδια πού με πήγαιναν, ήξερε και η συνείδησή μου. Φτάνω και χτυπώ την πόρτα σου. Ανοίγεις και σε βλέπω. Πόσο αιφνιδιάστηκα! Εσύ φορούσες ένα πουκάμισο πολύ μεγάλο για το μικρό σου σώμα και τίποτε άλλο. Έμοιασαν τότε ξεκάθαρα όλα. Σου όρμισα. Ήθελα τη ζωή μου πίσω.
Έπεσες κάτω και χάρηκα. Σε κλοτσούσα με τη Μανία να βράζει στα σπλάχνα μου. Άδραξα το μαχαίρι από τον πάγκο και σε αποτελείωσα σε δευτερόλεπτα. Άρχισα να νιώθω τα πάντα, το κύμα της Ύπαρξης με καταβρόχθισε, όσα δεν με άγγιζαν τόσο καιρό, τώρα ήταν εδώ. Ούρλιαξα, έκλαψα, γέλασα, και με κάρφωσα με το μαχαίρι. Πλέον είχα καρδιά.
σχόλια