Από μικρή έτρεφα την ιδέα πως πρέπει να είμαι ένα ταπεινό φασιστάκι, καθώς μου άρεσε να κατηγοριοποιώ τους ανθρώπους σε κάστες, επιδιώκοντας, μέσα από την κατηγοριοποίηση αυτή, την καλύτερη κατανόηση του κόσμου στον οποίο έτυχε να γεννηθώ. Ο κόσμος αυτός έχει δεσμευτεί σε έναν συμφεροντολογικό γάμο με το ΚΕΦΑΛΑΙΟ, έχει υποταχθεί στην αφεντιά του και το υπηρετεί, σαν φρόνιμος διάκονος, διαδίδοντας το ιεραποστολικό του έργο, στις αποικιοκρατούμενες χώρες των σύγχρονων δημοκρατιών. Ο νυμφευμένος κόσμος υποτάχθηκε στο κεφαλαιο, μα δεν το αγάπησε ποτέ. Παρέμεινε για πάντοτε ερωτευμένος με τα πεζά. Τα πεζά γράμματα, τα πεζά κείμενα, τα πεζά πρόσωπα. Ένα τέτοιο πρόσωπο αγάπησε μια μέρα και έπρεπε να περάσει καιρός ώσπου να ανακαλύψει ή και να εφεύρει(αλήθεια, έχει σημασία η διαφορά;) την ποίηση που έκρυβε μέσα του. Η ποίηση γεννιέται από το πεζό όταν αυτό τεμαχίζεται, ο ποιητής γεννιέται από τον πεζογράφο, όταν αυτός αναδιπλώνεται.
Αν δεν υποχωρήσεις, δε θα νικήσεις τη μάχη. Και αν πάλι την χάσεις, δεν έγινε και κάτι.
Η ποίηση αγαπά τους ηττημένους ποιητές.
Στον κόσμο αυτόν, τον κεφαλαιοκρατούμενο, τον εραστή της ποίησης, υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που διακατέχονται από την ποιητική ενέργεια, με τον ίδιο τρόπο που το σύμπαν διακατέχεται από την ενέργεια των φυσικών συστημάτων. Έστω ότι αυτούς τους ανθρώπους τούς ονομάζουμε «εν ενεργεία ποιητές». Αυτοί με τη σειρά τους, και σύμφωνα με τους νόμους της φυσικής, διαιρούνται σε «εν δυνάμει» και «εν κινήσει» ποιητές. Επειδή ακριβώς ο κόσμος, η ποιητική ιδιότητα αλλά και η ίδια η ανθρώπινη υπόσταση στηρίζεται στη διαίρεση, ποτέ μου δε συμπάθησα τους ακέραιους χαρακτήρες, αλλά αυτό είναι κουβέντα για κάποια άλλη φορά. Επιστρέφω στους ποιητές.
Εν δυνάμει ποιητές είναι αυτοί που στέκονται στην κορυφή ενός βράχου, ελκύονται από τον ποιητικό πυρήνα της Γης και της φύσης γύρω τους, μα προτιμούν να βυθιστούν στην αδράνειά τους, αντί να βυθιστούν στη θάλασσα που απλώνεται μπροστά τους. Εν δυνάμει ποιήτρια είναι η γιαγιά μου που ονειρεύτηκε πολλά στη ζωή της, αλλά πάνω από όλα διδάχτηκε την τέχνη της σιωπής. Είναι η Μαρίνα που δίστασε, ο Τάσος που σκέφτεται, άλλα δε γράφει, η Ανθή που ονειρεύεται, αλλά δε θυμάται το όνειρο, μόλις ξυπνήσει. Εν δυνάμει ποιητές είναι όλα τα παιδιά με την υπερρεαλιστική φαντασία, τη μοντέρνα οπτική γωνία, τις συντηρητικές αρχές του καλού και του κακού, του ηθικού και του ανήθικου καθώς και με τη νατουραλιστική κριτική που δέχονται και ασκούν. Τη μια είναι ρομαντικά και τρυφερά, την άλλη ανεβαίνουν σαν άγρια θηρία για προσκοπική εκδρομή στον Παρνασσό και κάπου κάπου θα τα δεις να επικοινωνούν με σύμβολα και κρυπτογραφημένες γλώσσες με τους συνομηλίκους τους.
Εν κινήσει ποιητές είναι αυτοί που αγωνίζονται να υπερισχύσουν σε ιστοτόπους και περιοδικά και τρέχουν σε εκδοτικούς οίκους, άλλοτε με σταθερή, άλλοτε με επιταχυνόμενη και άλλοτε με επιβραδυνόμενη ταχύτητα. Οι ποιητές αυτοί διαφέρουν πολύ μεταξύ τους, ως προς το ύφος και το ήθος τους. Αν όμως αθροίσεις όλες αυτές τις διαφορές μαζί, δημιουργείται ένα ποιητικό έργο, ακριβώς αντίθετο από τη πνευματική προσπάθεια των εν δυνάμει ποιητών. Γιατί οι πρώτοι χρωματίζουν το κενό των δεύτερων, μουτζουρώνουν το χαρτί, εκθέτουν, αλλά και εκτίθενται. Γι'αυτό και δε δέχομαι το ηθικό πλεονέκτημα των εν δυνάμει ποιητών. Όπως δε δέχομαι το ηθικό πλεονέκτημα της καθοδηγήτριας αριστεράς του γραφείου. Καλές οι ιδέες, αλλά όταν σε χώσουν μες στον λάκκο, θα πρέπει να πετάξεις λάσπη για να σηκωθείς και να βγεις από τον βούρκο. Αυτός που δεν μπαίνει μες στον λάκκο, δε βρωμίζει τα χέρια του. Αλλά αφήνει τον λάκκο να εξακολουθεί να υπάρχει. Για αυτόν τον λάκκο διαμαρτύρονται με θάρρος οι εν κινήσει ποιητές, πάντοτε έκθετοι αλλά ποτέ ένθετοι, όπως έλεγε και ο Χρόνης.
Οι εν κινήσει ποιητές έχουν το θάρρος της έκθεσης και το θράσος της υπεροχής, αλλά από την άλλη δεν έχουν την παρθενική αγνότητα των εν δυνάμει ποιητών. Η συγγραφή επί πληρωμή γίνεται συχνά ένα νταβατζιλίκι εταίρων. Η ποίηση μιαίνεται, καθώς κυλιέται σε βρόμικα νοητικά και υφολογικά σεντόνια, σε κενές κάμαρες. Ο ποιητής βγαίνει μολυσμένος από το χαμαιτυπείο. Και σπανίως έχει το θάρρος της πνευματικής αυτοκτονίας και της έναρξης μιας νέας λογοτεχνικής ζωής.
Σε ένα ιδανικό ποιητικό σύμπαν οι εν ενεργεία ποιητές διακρίνονται στους εν δυνάμει και στους εν κινήσει ποιητές. Σε ένα ιδανικό ποιητικό σύμπαν, οι ποιητές δεσμεύονται σε ορισμένες συντηρητικές ηθικές αρχές∙συντηρητικές, γιατί συντηρούν το ποιητικό οικοδόμημα, εμπνέουν τον ποιητή και διατηρούν την ηθική τάξη στην ποίηση.
Όμως η ποίηση αγαπά τους αδικημένους ποιητές. Μια συνεχής διατήρηση της ηθικής τάξης μοιάζει μάλλον βαρετή. Έτσι, ιδανικά ποιητικά σύμπαντα δεν υπάρχουν. Η ενέργεια της ποιητικής μηχανής σπανίως παραμένει αναλλοίωτη και αυτούσια στον ίδιο κάτοχο και με την ίδια μορφή. Σιγά-σιγά τον εγκαταλείπει. Αρχικά, με τη μορφή της τριβής των χεριών του πάνω στο μολύβι, στο πληκτρολόγιο, καμιά φορά και πάνω σε μια αγαπημένη πλάτη. Ύστερα, ο ποιητής αρχίζει να κουράζεται∙από τον κακό φωτισμό στο δωμάτιο, από το πολύωρο ατένισμα μιας σελίδας, από το κοινό, από τους κριτικούς, από την ίδια την Ποίηση. Τρίβει τα μάτια του, για να πολεμήσει τη νύστα του. Περπατά στο διαμέρισμα για να βρει μια ιδέα που θα τον ενθουσιάσει. Μα τίποτα. Ακόμα και η τριβή στο αίμα του έχει αρχίσει να γίνεται τόσο έντονη, που ώρες ώρες αισθάνεται αδύναμος να πιάσει την πένα. Κρυώνει το μελάνι, κρυώνουν και τα χέρια του. Και τώρα πια δεν έχει ούτε μία πλάτη γυρισμένη να στηριχτεί. Ωστόσο, δε μετανιώνει για τις επιλογές του. Στη ζωή του ακολουθεί μια βασική αρχή: Αν Δειλιάζεις, Μην Ερωτεύεσαι(Α.Δ.Μ.Ε.).
Και αυτός, είπαμε, είναι γενναίος.
Η ενέργεια της ποιητικής μηχανής τελικά χάνεται. Μπορεί βέβαια, από φυσικής απόψεως η ενέργεια να διατηρείται, και με τη μορφή θερμότητας να μεταφέρεται σε άλλα σώματα και σε άλλα μυαλά, μα η μεταβολή αυτή αφήνει ασυγκίνητο έναν ποιητή. Είναι αρκετά εγωιστής, για να μη τον ενδιαφέρει τι συμβαίνει στο υπόλοιπο σύστημα. Γι'αυτό, στο τέλος της μέρας, η ενέργεια ενός ποιητή πάντοτε χάνεται...
Ποιητής. Ποιώ. Ποιῶ, ποιεῖς, ποιεῖ...
Ο ποιητής δεν είναι πλάστης ούτε κατασκευαστής. Γκρεμίζει και δε χτίζει. Χάνει το δημιούργημά του, την ίδια στιγμή που το ολοκληρώνει, και δε λυπάται γι'αυτό. Λυπάται μονάχα που η μόνη μακρόχρονη συναίρεση που ξέρει είναι αυτή του ονόματός του και που καμία ψυχή δε βρέθηκε να συρραφούν μαζί...