Το πρώτο βράδυ έμειναν στο δωμάτιο. Είχε αρχίσει να βρέχει από το μεσημέρι που έφτασαν μια βροχή ψιλή, ζεστή σαν κάτουρο, κι ο Νίκος είχε σταθεί φορτωμένος στην αποβάθρα και φώναξε στον μπλάβο ουρανό, «Ε, τι θέλεις ρε;». Ύστερα ξέσπασε καταιγίδα που σταμάτησε ξαφνικά. Είχε κουφόβραση. Το κρεβάτι τους έκανε γούβα, τα τζάμια ήταν θολά και πολύ γρήγορα είχαν θολώσει κι οι δυο πίνοντας ένα μπουκάλι κρασί που είχαν φέρει μαζί τους.
Στο βάθος είναι ευχαριστημένος, σκεφτόταν η Μαρίνα. Αυτό ήταν αρκετό. Δεν μπορούσε να θυμηθεί ποιος είχε την ιδέα να έρθουν στα Τριζόνια για τον μήνα του μέλιτος, που στην ουσία ήταν μια βδομάδα. Αύριο τελείωνε. Θα γύριζαν πίσω κι όλα θα ήταν όπως πριν.
Δεν ήταν ακριβώς νησί, γιατί μπορούσες να περάσεις στην απέναντι στεριά κολυμπώντας. Όχι εκείνοι, βέβαια. Άλλοι όμως το είχαν κάνει. Ένα μικρό φέρι έκανε τη διαδρομή τρεις φορές την ημέρα. Την προηγούμενη, που είχαν πάει στο μεγάλο χωριό ν’ αγοράσουν εφημερίδες, όταν έφτασαν στην προβλήτα το φέρι απομακρυνόταν. Ήταν το τελευταίο δρομολόγιο. Μπροστά τους, σε απόσταση αναπνοής τα αραιά φώτα χοροπηδούσαν σαν πιτσιλιές στο σκοτάδι. Αναγκάστηκαν να περάσουν τη νύχτα στο αυτοκίνητο, πολιορκημένοι από σμήνη κουνουπιών. Στο διπλανό σπίτι έμενε μια οικογένεια από την Αθήνα με Φιλιππινέζα.
Η Φιλιππινέζα στεκόταν πάντα όρθια, έτοιμη να τρέξει πίσω από το τρίχρονο παιδί, τον Κωστάκη. Κωστάκη, πλύνε τα χέρια σου, Κωστάκη, ώρα για ύπνο. Παππούς, γιαγιά, μητέρα και πατέρας επέβλεπαν τη Φιλιππινέζα που επέβλεπε το παιδί. Η Μαρίνα ήταν σίγουρη ότι κάπου είχε ξαναδεί τις ίδιες σκηνές, ότι ήξερε όλες τις λεπτομέρειες. Ήταν τόσο ζωντανό και παρωχημένο. Σαν σίριαλ της δεκαετίας του ’80 που πρωταγωνιστεί η ανερχόμενη τάξη, ικανοποιημένη και άξεστη, η κυρία με χρυσαφί ξέφτια για μαλλιά, το ρόλεξ στο τριχωτό χέρι του άντρα. Κανονικά αυτοί οι άνθρωποι δεν έπρεπε να υπάρχουν, έλεγε μέσα της, η εποχή τους έχει εξαφανιστεί.
Ήταν Ιούνιος κι ο καιρός άλλαζε συνέχεια. Η πανσιόν τους, λίγα ενοικιαζόμενα δωμάτια, λεγόταν «Η Θέα». Τρεις βάρκες δεμένες στη σειρά, μια ταβέρνα με ριγέ τέντες μπροστά στην ξύλινη αποβάθρα και γλάστρες με βασιλικούς. Λίγα δέντρα, κυρίως συκιές. Και μύγες, πολλές μύγες. Αλλά η θέα που θα θυμόταν για πάντα ήταν αυτή από το μπάνιο. Κάπνιζε καθιστή στην τουαλέτα. Ο τοίχος ήταν ασοβάτιστος, μ’ ένα μικρό σιδερένιο παράθυρο που έβλεπε στο περιβόλι και το κοτέτσι. Από το πλάι τα μεγάλα φύλλα μιας μπανανιάς έγνεφαν κιτρινισμένα κι αξιοθρήνητα. Πίσω τους τα τζιτζίκια τσίριζαν. Τις νύχτες με το τσιγάρο στο χέρι σηκωνόταν και κοίταζε έξω. Ο ουρανός ήταν άναστρος, το κοτέτσι σιωπηλό. Καμιά φορά το αχνό περίγραμμα μιας σιλουέτας εμφανιζόταν από το πουθενά κι έσβηνε αμέσως. Ποιος μπορεί να είναι, αναρωτιόταν. Της φαινόταν ότι άκουγε βήματα να πλησιάζουν. Τα φύλλα της μπανανιάς έγερναν βαριά στο παράθυρο. Κάποιος ανάσαινε πολύ κοντά της.
Δεν υπήρχε κανείς.
Αυτό που σου μένει από τα νησιά είναι οι ιστορίες, έλεγε ο Νίκος. Αλλά η μόνη ιστορία που είχαν ακούσει ήταν της Δανέζας, της κόρης του ταβερνιάρη, που δεν ήταν καθόλου Δανέζα. Πριν από μερικά χρόνια ένας Δανός που έτρωγε στην ταβέρνα την είχε ερωτευτεί κεραυνοβόλα και την παντρεύτηκε. Έφυγαν αμέσως μετά τον γάμο για τη χώρα του και πήγαν να μείνουν σ’ ένα πάρκο, σε μια καλύβα από κορμούς δέντρων. Ελάφια έβοσκαν τριγύρω κάτω από βαθιές φυλλωσιές και δεν φοβόντουσαν καθόλου, πλησιάζαν με τις μουσούδες τους κι έτρωγαν μέσα από τα χέρια τους. Ήταν ο παράδεισος επί της γης. «Ποτέ δεν βαρέθηκα τόσο στη ζωή μου», έλεγε σε όλους η Δανέζα.
Τώρα σερβίριζε στο μαγαζί του πατέρα της και το γέλιο της, ηχηρό και καμπανιστό, αντηχούσε σ’ όλο το νησί. Η Μαρίνα συμπαθούσε τη Δανέζα, αλλά δεν άντεχε τόση ενέργεια. Αυτή με ξύπνησε σήμερα το πρωί, θυμήθηκε ενοχλημένη. Βρισκόταν στην παραλία, ξαπλωμένη σε μια πετσέτα. Ο Νίκος είχε μείνει στο δωμάτιο. Λίγο πιο πέρα η απαίσια οικογένεια ετοιμαζόταν. Έστηναν τις ομπρέλες. Η Φιλιππινέζα έτρεχε ξυπόλυτη μ’ ένα τάπερ κι ένα κουτάλι, ο Κωστάκης ούρλιαζε.
Έκλεισε τα μάτια της και προσπάθησε να μην ακούει. Σκέφτηκε το διαμέρισμά τους, τον πολυσύχναστο δρόμο που περνούσε μπροστά από την πολυκατοικία και τα δωμάτια που τώρα θα ήταν ήσυχα και σκοτεινά. Ύστερα άρχισε να μετράει πόσες φορές είχαν κάνει έρωτα από τότε που ήρθαν στα Τριζόνια.
Το πρώτο βράδυ μια φορά, τη δεύτερη μέρα έκαναν έρωτα το μεσημέρι μετά το μπάνιο, το βράδυ καθόλου. Προχτές καθόλου, ούτε και χτες... Είχαν πάψει να κάνουν έρωτα. Αυτό κάτι σήμαινε για τη σχέση τους. Την περασμένη νύχτα είχαν βρεθεί κάποια στιγμή κολλημένοι στη γούβα του κρεβατιού κι αυτόματα γύρισαν κι οι δυο την πλάτη τους.
«Θα το σκοτώσω το μούλικο», είπε μια φωνή.
Γύρισε να κοιτάξει. Ένας νεαρός με βλογιοκομμένο πρόσωπο είχε καθίσει δίπλα της. Ήταν πολύ αδύνατος και φορούσε ένα μικροσκοπικό πράσινο μαγιό. «Θα το σκοτώσω», είπε πάλι.
Πρέπει να θυμηθώ τι έγινε το πρώτο βράδυ, σκέφτηκε η Μαρίνα. Κάτι πήγε στραβά. Ένιωσε ανήμπορη, καταπιεσμένη. Το πρώτο βράδυ είχαν πέσει με τα ρούχα στο κρεβάτι, είχαν πιει το κρασί κι έκαναν έρωτα. Το πρωί τίποτα. Πάντα έκαναν έρωτα μόλις ξυπνούσαν, αυτή το προτιμούσε κι εκείνος το ήξερε. Κάτι είχε συμβεί. Τι;
Ο νεαρός δίπλα της άπλωνε αντηλιακό στους ώμους και στην κοιλιά του. Ο Κωστάκης συνέχιζε να ουρλιάζει. Κάτω από τις ομπρέλες γονείς και παππούδες παρακολουθούσαν ακίνητοι σαν τοτέμ.
«Δεν πάμε πιο πέρα;», της είπε ο νεαρός.
Σηκώθηκε και τον ακολούθησε. Έστρωσαν τις πετσέτες τους στο τέλος του μικρού όρμου πάνω σ’ ένα ύψωμα από φύκια που ήταν ακόμη υγρά. Της είπε ότι ήταν χειριστής, δούλευε σε ένα μεγάλο νοσοκομείο.
«Διακοπές;», τη ρώτησε ύστερα από λίγο.
«Μόλις παντρευτήκαμε, είναι το ταξίδι του μέλιτος», είπε.
Έβαλε το χέρι στα μάτια του να τα προφυλάξει απ’ την αντηλιά και την κοίταξε.
«Αλλά είμαστε έναν χρόνο μαζί. Και αύριο φεύγουμε», πρόσθεσε.
Είδε το παιδί που ερχόταν προς το μέρος τους, τρεκλίζοντας. Ήταν κόκκινο από το κλάμα, το βλέμμα του σε απόγνωση. Θα το θυμάμαι αυτό το βλέμμα, είπε μέσα της. Είναι απελπισμένο, υποφέρει, τα σάλια τρέχουν στο σαγόνι του. Ένα μικρό, βασανισμένο ζώο. Ύστερα θα μεγαλώσει και θα ξεχάσει.
Θα τα ξεχάσει όλα και θα γίνει σαν τους γονείς του.
«Φεύγουμε αύριο», είπε πάλι.
σχόλια