Στις αρχές της Καποδιστρίου -του φυσικού ορίου μεταξύ Νέας και πραγματικής Φιλοθέης-το χαμηλό κτίριο του αρχιτέκτονα Sotovikis μετις χαρακτηριστικές εξωτερικές περσίδες περνάει σχεδόν απαρατήρητο. Η λευκή, διακριτική πινακίδα που γράφει «σπίτι» με ελληνικούς χαρακτήρες παραπέμπει σε εταιρεία διακόσμησης εσωτερικών χώρων. Ωστόσο, όταν στο φαρδύ του πεζοδρόμιο αρχίζουν να παρκάρουν αυτοκίνητα που κυκλοφορούν όλο και πιο σπάνια στην Αθήνα, υποψιάζεσαι ότι οι ιδιοκτήτες τους δεν πηγαίνουν μέχρι εκεί για συμβουλές interior design. Πηγαίνουν για φασολάκια λαδερά!
Λίγο πιο κάτω, ο Ιταλός «Priamos» (για λίγο «Pane e Vino»), το εστιατόριο-σύμβολο της δεκαετίας των ’00s, όπου ο εξωφρενικά υψηλός λογαριασμός έμοιαζε πιο δικαιολογημένος ύστερα από μερικά ποτήρια κερασμένης σπιτικής γκράπας, έχει κρεμασμένο στην είσοδό του ένα πανό «Ενοικιάζεται» και λίγο πιο χαμηλά ένα κίτρινο «Πωλείται».
Το εστιατόριο άνοιξε τις ένδοξες μέρες του 1998, όταν η φούσκα του Χρηματιστηρίου απλωνόταν πάνω από την Αθήνα. Ενώ βρισκόταν στη Νέα Φιλοθέη, και μάλιστα σ’ εκείνη την πλευρά του δρόμου που ανήκει στον Δήμο Νέας Ιωνίας, η διεύθυνση που έδινε το τοποθετούσε στη Φιλοθέη, αγνοώντας επιδεικτικά την πραγματικότητα. Είχε ύφος ιταλικής τρατορίας και τιμές ανταλλακτηρίου χρυσού.
Ο ιδιοκτήτης του και σεφ Λορέντζο επένδυσε πάνω στην προφανή υπερβολή των πελατών του και στις αυθεντικά ιταλικές γεύσεις του. Κι εκεί ήταν η μαεστρία του. Δεν πρόσφερε υψηλή και περίπλοκη γαστρονομία αλλά πολύ και καλομαγειρεμένο φαγητό, που μπορούσε να αρέσει ακόμη και σ’ έναν απαίδευτο ουρανίσκο. Η εκκίνηση ήταν τα 20 ευρώ το πιάτο και το όριο ο ουρανός. Πήγαιναν όλοι και κανείς δεν τολμούσε να αμφισβητήσει την υπεραξία που πλήρωνε. Τελικά, ο «Priamos» έκλεισε όταν έσκασε μια άλλη φούσκα, μεγαλύτερη. Αυτή της ελληνικής οικονομίας.
Η καλοπληρωμένη μεσαία τάξη, που ήταν εκείνη που ουσιαστικά συντηρούσε τέτοια μαγαζιά, δεν υπάρχει πια. Και όσοι έχουν απομείνει, με μισούς μισθούς και χωρίς year end bonus, δεν μπορούν να πληρώνουν 100 ευρώ το άτομο για μια τριπλέτα ζυμαρικών. Πολύ καλών μεν, αλλά ζυμαρικών. Η λογική -ακόμα και ως συνέπεια μιας ανεπιθύμητης οικονομικής κρίσης- υπερκέρασε την ανάγκη των ανερχόμενων στελεχών να αισθάνονται μια επίφαση ισότητας με τον ιδιοκτήτη της τράπεζας ή της εταιρείας στην οποία δούλευαν, ανακατεμένη με καπνό πούρου και φιλικά χτυπήματα στην πλάτη.
Θα έλεγε κανείς ότι το μόνο που άλλαξε στη χωροταξία των πεζοδρομίων της Καποδιστρίου είναι το πού παρκάρουν οι Ferrari και τα Cayenne S. Αλλά, δεν είναι ακριβώς έτσι. Το «σπίτι» δεν ποντάρει σε καμιά διάθεση επίδειξης των πελατών του, πολύ απλά γιατί αυτή δεν υπάρχει. Από την ακραία αντίδραση του να ψωνίζει η ανώτερη τάξη μόνο στο εξωτερικό γιατί ντρέπεται τις πωλήτριες των 300 ευρώ στα επώνυμα μαγαζιά του Golden Hall, μέχρι την ανακούφιση ότι δεν είναι υποχρεωμένη να κυκλοφορεί με διαφορετική τσάντα κάθε μέρα, μια νέα πραγματικότητα διαμορφώνεται στους δρόμους των ακριβών προαστίων. Ακόμη και όσοι έχουν μείνει ανεπηρέαστοι από την κρίση, δεν θέλουν να τους πιάνουν κορόιδο, λόγω ματαιοδοξίας.
Αυτό είναι κάτι παραπάνω από κατανοητό στο νέο, φιλόξενο café-bar-restaurant, το οποίο, παρεμπιπτόντως, αναφέρει ξεκάθαρα ότι βρίσκεται στη Νέα Φιλοθέη. Ακόμη και το μενού στο «σπίτι» συμπλέει με το λιτό κλίμα της εποχής. Ούτε τρούφες, ούτε κρόκος Κοζάνης, ούτε λίγος ταπεινός καπνιστός σολομό στο κλαμπ σάντουιτς. Ούτε καν κλαμπ σάντουιτς!
Με την επισήμανση ότι τα πιάτα διαμορφώνονται με βάση τα εποχικά υλικά, ο κατάλογος παίζει μεταξύ κλασικών λαδερών, ελληνοπρεπών σαλατών -απ’ όπου απουσιάζει τόσο η ρόκα όσο και η παρμεζάνα- και απλής, καλοψημένης πίτσας. Θυμήθηκαν ακόμη και το κοκκινιστό ρολό με το αυγό στη μέση, που ούτε η πιο παραδοσιακή μαμά δεν μαγειρεύει πια.
Μέχρι και το Μνημόνιο, το πλησίασμα των δύο τάξεων γινόταν από κάτω προς τα πάνω. Η μεσαία τάξη έπρεπε να πλησιάσει την ανώτερη. Αυτήν τη στιγμή, που είναι μόδα να αποκαλύπτεις ότι τα δερμάτινα σανδάλια σου τα βρίσκεις μόνο στο Μοναστηράκι, η ανώτερη τάξη απενοχοποιείται και αρνείται να ξοδέψει αλόγιστα. Και η συνάντηση γίνεται από πάνω προς τα κάτω σε μέρη όπως το «σπίτι», όπου ο εσπρέσο στοιχίζει 1,5 ευρώ, η πίτσα 8 και η μπίρα 4, μέσα σε ένα κομψό περιβάλλον, όπου μέχρι πριν από πέντε χρόνια θα πλήρωνες και μόνο για να σου επιτρέπουν να αναπνέεις.
Προφανώς, το καινούργιο χόμπι της ανώτερης τάξης λέγεται «οικονομία».
σχόλια