Ακούγοντας τη μουσική αμφοτέρων με τα ενστικτώδη, μεσογειακά ανακλαστικά μας, εμείς εδώ στην Ελλάδα τους αντιμετωπίζουμε ως κόσμους χωριστούς, θεωρώντας αδύνατον να αρέσουν στον ίδιο άνθρωπο.
Όμως, ο Ιταλός Τζουζέππε Βέρντι και ο Γερμανός Ρίχαρντ Βάγκνερ ανήκουν εξίσου στον βαθύ πυρήνα της ευρωπαϊκής όπερας του 19ου αιώνα. Και ας αντιπροσωπεύουν εξελικτικές κορυφώσεις δύο διαφορετικών εκδοχών του μουσικού Ρομαντισμού, οι οποίες γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν στον ιταλικό Νότο και στον κεντροευρωπαϊκό Βορρά. Σήμερα, τα έργα τους ανεβαίνουν με την ίδια συχνότητα σε Βαρκελώνη και Αγία Πετρούπολη, σε Λονδίνο και Ρώμη, σε Παρίσι και Βερολίνο, σε Νέα Υόρκη και Μπουένος Άιρες. Από ειρωνεία –ή μήπως και από πρόνοια; – της τύχης, οι δυο τους γεννήθηκαν την ίδια χρονιά. Στις 22 Μαΐου του 1813 είδε το φως στη Λειψία ο Βάγκνερ και στις 10 Οκτωβρίου, στην επαρχία της Πάρμας, ο Βέρντι. Καθώς έζησαν σε πολιτικά ταραγμένες δεκαετίες της βιομηχανικής εποχής, όταν στις χώρες τους διεξάγονταν μακροχρόνιοι αγώνες ενοποίησης, ο Βέρντι και ο Βάγκνερ υπήρξαν άτομα πολιτικοποιημένα, διέθεταν κοινωνική ευαισθησία και διαπνέονταν από έντονα συναισθήματα φιλοπατρίας. Μπορεί οι μουσικές τους γλώσσες να διαφέρουν, ωστόσο είναι αξιοσημείωτο ότι αμφότεροι ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για τη θεατρικότητα της πλοκής και τον ρεαλισμό της ερμηνείας, τους άφηνε αδιάφορους το ωραίο, διακοσμητικό τραγούδι και έτειναν σε μια μουσική φωνητική γραφή συνεχούς ροής.
Απ’ όσο γνωρίζουμε, ουδέποτε συναντήθηκαν. Μετά τον θάνατό τους η μουσική τους κληρονομιά όρισε την ευρωπαϊκή όπερα, ασκώντας επί μακρόν αμφίρροπες επιδράσεις στους νεότερους συνθέτες. Του χρόνου συμπληρώνονται διακόσια χρόνια από τη γέννησή τους. Κατά την καλλιτεχνική περίοδο 2012-2013 η ΕΛΣ συμμετέχει στη διπλή επέτειο, ανεβάζοντας από μια σημαντική όπερα εκάστου. Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του θεσμού, Μύρωνας Μιχαηλίδης, επεξηγεί:
«Εγώ και οι συνεργάτες μου επιλέξαμε τα δύο αυτά λυρικά έργα ύστερα από πολλή σκέψη, σταθμίζοντας πολλούς παράγοντες. Ο Σικελικός Εσπερινός είναι μια ωραία, μεγαλόπρεπη όπερα, με έντονη πολιτική φόρτιση. Απαιτεί ιδιαίτερη διανομή τεσσάρων καλών, ισοδύναμων τραγουδιστών, μεγάλες μουσικές δυνάμεις, και προβλέπει σημαντική παρουσία μπαλέτου. Συνεπώς, μας δίνει τη δυνατότητα –όπως και ο Φάουστ πέρυσι– να δείξουμε ποιοι είμαστε και τι μπορούμε να προσφέρουμε. Ο Ιπτάμενος Ολλανδός είναι η πρώτη «επίσημη» όπερα του Βάγκνερ. Την επιλέξαμε ως σημείο εκκίνησης, ώστε, βαθμιαία και με συστηματική δουλειά, να προχωρήσει η ΕΛΣ στο ανέβασμα και των υπόλοιπων αριστουργημάτων του κορυφαίου Γερμανού συνθέτη. Τον Ολλανδό θα σκηνοθετήσει ο Γιάννης Κόκκος, τον Ιούνιο του 2013 στο Ηρώδειο».
O Σικελικός Εσπέρινος παρουσιάζεται τον Ιανουάριο του 2013, ως συμπαραγωγή με το Μέγαρο Μουσικής, σε μουσική διεύθυνση του Μύρωνα Μιχαηλίδη. Τη σκηνοθεσία υπογράφει ο διευθυντής του Μπαλέτου της ΕΛΣ, Ρενάτο Τζανέλλα, ο οποίος εντυπωσίασε το αθηναϊκό κοινό με το τολμηρό και μεγαλειώδες ανέβασμα του Φάουστ του Γκουνό τον Ιανουάριο του 2012 στον ίδιο χώρο. Όπως και στον Φάουστ, τα σκηνικά και τα κοστούμια υπογράφουν ο Αλεσάντρο Κάμερα και η Κάρλα Ρικόττι αντίστοιχα.
Ο σκηνοθέτης σημειώνει:
«Για να σκηνοθετήσεις τον Σικελικό Εσπερινό πρέπει να μελετήσεις εις βάθος τα περίπλοκα γεγονότα στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή του ιταλικού 13ου αιώνα. Στη θρυλική όπερα του Βέρντι, το ιστορικό πλαίσιο τίθεται από την αντιπαράθεση Γάλλων και Σικελών, ενώ, μέσα σε αυτό, εκτυλίσσεται μια άλλη, όμοια σφοδρή
σύγκρουση μεταξύ πατέρα και γιου, η οποία καταστρέφει τη σχέση μεταξύ του ανθρώπου και της πατρίδας του».
Τους πρωταγωνιστικούς ρόλους αναλαμβάνει διπλή διανομή κορυφαίων μονωδών: Δημήτρης Πλατανιάς - Κάρλος Αλμαγκέρ (Γκουίντο ντι Μονφόρτε), Γκρέγκορυ Κούντε - Ρούντυ Παρκ (Αρρίγκο), Δημήτρης Καβράκος - Τάσος Αποστόλου (Τζοβάννι ντα Πρότσιντα) και Αλεξία Βουλγαρίδου - Τσέλια Κοστέα (Δούκισσα Έλενα). Ας υπενθυμίσουμε εδώ ότι τελευταία φορά που ανέβασε η ΕΛΣ τον Ιπτάμενο Ολλανδό ήταν τον Νοέμβριο του 1994, στο Ολύμπια, ενώ τον Σικελικό Εσπερινό έχει να παρουσιάσει 34 χρόνια, από το καλοκαίρι του 1978, στο Ηρώδειο.
σχόλια