ΚΙΝΗΣΗ ΤΩΡΑ

Πολυμαθίη νόον έχειν ου διδάσκει ή η πολυμάθεια δεν φέρνει το μυαλό*

Πολυμαθίη νόον έχειν ου διδάσκει ή η πολυμάθεια δεν φέρνει το μυαλό* Facebook Twitter
1

Πολυμαθίη νόον έχειν ου διδάσκει ή η πολυμάθεια δεν φέρνει το μυαλό* Facebook Twitter
Φωτογραφία: Σπύρος Στάβερης / LifO

 

Σε μια ηλικία που οι λέξεις δεν είναι ποτέ αρκετές και οι εμπειρίες ανύπαρκτες, το τυλιγμένο δώρο έφτασε ως υπόσχεση ευτυχίας: «Διάβασέ το και θα εντυπωσιαστείς». Το περιεχόμενο, ένα λεπτό, σε στενόμακρο σχήμα βιβλιαράκι, με τον τίτλο Περί Μέθης, και ο συγγραφέας του άγνωστος σε μια ανίδεη μαθήτρια λυκείου όπως εγώ: Κωστής Παπαγιώργης. Τα πάντα όμως εδώ έμοιαζαν μαγικά – οι σκληρές λαϊκές εκφράσεις εναλλάσσονταν με μελίρρυτες αρχαιοπινείς φράσεις, οι μυθιστορηματικοί ήρωες συνομιλούσαν ιδανικά με περιθωριακούς, οι λέξεις λυσσομανούσαν και πάσχιζαν να βγουν έξω από το χαρτί, να γίνουν βίωμα και να μπουν κάτω από το δέρμα, φέροντας πάντα τα ίδια αρχικά, Κ.Π. Σε αντίθεση με τους τότε δασκάλους μου, ο Κωστής Παπαγιώργης επέμενε ότι ο Πλάτωνας δεν ήθελε και τόσο να αποπέμψει τους ποιητές από την ιδανική Πολιτεία του ή ότι, τέλος πάντων, ο Χάιντεγκερ δεν είναι ο δυσνόητος φασίστας (διάβασε την κατά Ντεριντά εκδοχή του Χάιντεγκερ, υποδείκνυε ο Κωστής) –και εγώ πείθομαι ότι έχει δίκιο.

Οι θεωρητικές αναγνώσεις του –όπως στον αριστουργηματικό σωκρατικό Νομοθέτη που Αυτοκτονεί– και οι φιλοσοφικές μεταφράσεις του με έκαναν να αφοσιωθώ έκτοτε μανιακά στη φιλοσοφία (αντί για τη δικηγορία, όπως επιθυμούσε ο πατέρας μου). Πάσχα στα Γιάννενα κι εγώ να αγοράζω οποιοδήποτε βιβλίο του Παπαγιώργη έβλεπα μπροστά μου, αλλά τα χρήματα δεν έφταναν – το ένα από αυτά το κλέβω και ο τίτλος του Σιαμαία και Ετεροθαλή. Το πρώτο κεφάλαιο κατά σατανική σύμπτωση ξεκινούσε καταγράφοντας τις εμπειρίες του από τις κλοπές βιβλίων που έκανε ο ίδιος στη Γαλλία, ενώ ένα αδέσποτο κειμενάκι στα βάθη των σελίδων εξιστορούσε την προσωπική του εμπειρία – μια ζωή εξαντλημένη in vino veritas και in studiis veritas. Εκεί δεν έπαυε να τονίζει ότι η γλώσσα, η φιλοσοφία και η σκέψη αντιστέκονται στους υψιπετείς δασκάλους, γίνονται φλέβα που πάλλεται και ένσαρκο κομμάτι από τη ζωή. Κάπου τσίταρε ένα κομμάτι από τον Πασκάλ: «διαφθείρουμε το πνεύμα μας και την αίσθησή μας με τις συνομιλίες – και τα ιδιαίτερα ήθη», μια συμβουλή που θα με ακολουθούσε για πάντα. Ήτοι σκάσε και δούλευε. Γράφε πρώτα, διάβαζε και μετά μίλα. Δεν έχεις δικαίωμα να κοιτάς ασκαρδαμυκτί τη ζωή –άλλη μια λέξη που έμαθα από τον Παπαγιώργη– αν δεν γίνεις ένας θηλυκός Σάντσο Πάντσα της γραφής, μια ανόητη που συνοδεύει αμήχανα ατελείωτες ιδέες και λέξεις. Να μένεις πάντα μακριά από οποιονδήποτε Φιλισταίο της κουλτούρας, τον οποίο ο ίδιος απεχθανόταν (βλέπε σχετικό του κείμενο Βoιωτοί και Φιλισταίοι, όπου «μπορεί ένας ποιητής και μάλιστα πασίγνωστος, να γράφει δοκίμια για την καταγωγή της τέχνης και το νόημα της ελευθερίας, να διδάσκει στο πανεπιστήμιο, να είναι εκδότης περιοδικών, ζωγράφος με πολλές εκφράσεις, δημοσιογραφικά μορφωμένος όσο και αναγνώστης του άνθους της σκέψης, περισπούδαστος και χωρίς απορίες» και να μην έχει καταλάβει τίποτα). Η μόνιμη φοβία ότι οι λέξεις και οι εμπειρίες μου είναι λειψές με έκαναν όπως κι εκείνον υποτελή των λεξικών – και της αμφιβολίας.

Το διάβασμα δεν τελείωνε ποτέ και ο τρόμος ότι ποτέ δεν θα αντιληφθώ αν ένας συγγραφέας είναι ταυτόχρονα άγιος και βαθιά εγκληματίας, όπως εκείνος στον υπέροχο Ντοστογιέφσκι του, με έκανε να νιώθω ανυπεράσπιστα λίγη. Μοναδική παρηγοριά είναι ότι εκείνος αποθέωνε, όσο μπορούσε, τα τραύματα και τις άρρωστες ιδέες – οι ανήμποροι άνθρωποι και οι καταθλιπτικοί ήταν το δικό μας περίκλειστο σύμπαν, οι δικοί μας συνένοχοι, η μοναδική ίσως παρηγοριά στο μονίμως τρύπιο από τον πόνο και την αμφιβολία στομάχι. «Μόνο βαθιά αρρωστημένοι στο πνεύμα άνθρωποι θα ήταν σε θέση να νιώσουν τον πραγματικό Ντοστογιέφσκι», έγραφε ο Παπαγιώργης τσιτάροντας Μίσκιν.

Εξού και το ότι μπορούσα απενοχοποιημένα πλέον να διαλαλώ ότι λειψή –ανυπεράσπιστη και χαμερπής στον έρωτα όπως οι ζηλόφθονοι ήρωές του στο Ίμερος και Κλινοπάλη– όσο πρέπει τρωτή και ταυτόχρονα εκδικητική (Ξυλοδαρμοί) αλλά με βαθιά την ενσυναίσθηση για όσους αγαπώ και νιώθω (Μυστικά της Συμπάθειας). Κυρίως, όμως, έπρεπε να μάθω να ζω θυμούμενη την ιστορία που ανέφερε ο ίδιος σε ένα κείμενό του για έναν μαθητή του Βάρναλη, ο οποίος, όταν του ενεχείρισε μια ερωτική ποιητική συλλογή, εισέπραξε την ιδανική απάντηση: «Παιδί μου, βρες μια γυναίκα να γαμήσεις». Προτού, επομένως, αποχωρήσω στο εξωτερικό για μεταπτυχιακά (και πάλι στη φιλοσοφία) και ακολουθώντας τους «παπαγιώργιους» κανόνες, βάλθηκα να γυρνοβολάω  στα Εξάρχεια και να μαθαίνω τα του βίου. Εκεί ανακάλυψα την άλλη ζωντανή γειτονιά του αγαπημένου μου διανοητή: έμαθα τον «Ένοικο» γιατί πήγαινε εκείνος, γνώρισα τις εξαρχειωτοπαρρές (να είναι καλά το «Γεια σου, Ασημάκη») και άρχισα να συχνάζω σε όλες τα στέκια που ανέφερε στα εξομολογητικά του κείμενα. Κάποια στιγμή και σε καιρούς που η λέξη «Παπαγιώργης» ήταν γνωστή μόνο σε ημέτερους, τόλμησα να εμφανιστώ με δυο βιβλία του υπό μάλης σε μια εκδήλωση του Δήμου Χαλανδρίου που ήξερα ότι γίνεται προς τιμήν του.

Ο ίδιος παραξενεύτηκε που μια άγουρη «θαυμάστρια» με σπυράκια στο πρόσωπο τού έδινε το Περί Μέθης για να το υπογράψει. Δέχτηκε με πολύ μεγάλη ντροπή να το κάνει μόνο όταν του απάντησα «Παναθηναϊκός» στο κρίσιμο υπαρξιακό ερώτημα σε ποια ομάδα ανήκω και δέχτηκα να τον συνοδεύσω όταν τραγούδησε δυνατά και παράφωνα τον αγαπημένο του Διονυσίου (και λίγο αργότερα Καζαντζίδη). Μου σύστησε και την κολλητή του Ζυράννα Ζατέλη κι εγώ έφυγα ευτυχισμένη που μπορεί να μην άκουγα την ίδια μουσική με το αποσυνάγωγο είδωλό μου, αλλά ξέραμε ότι μπροστά στη μαγεία της ύπαρξης και της ζωής παραμένουμε αθεράπευτα τρωτοί. Δεν έπαψα ποτέ να τον αντιμετωπίζω ως Δάσκαλο και δεν εγκατέλειψα, σε κρίσιμες στιγμές, τα «αγχέμαχα» όπλα, καταλαβαίνοντας, όπως κι εκείνος, ότι «refuser l’ autre est une manière de l’ accepter». Αυτή ήταν η απάντησή του στη μόνιμη άρνησή μου να συγκατοικήσω με άνεση ανάμεσα στον κόσμο – Σύνδρομο Αγοραφοβίας ή μισανθρωπίας;. 

Όπως και να ’χει, «μπροστά στο φέρετρο καταφάσκουμε πανηγυρικά στην άτρωτη ύπαρξη μας» έγραφε ο ίδιος, αναγνωρίζοντας την αιώνια αδυναμία που νιώθουμε μπροστά στο κενό του θανάτου των πιο ιδανικών μας προσώπων. Αλλά κάποιοι είναι μοιραίο να ζουν πέρα από τις λέξεις, να μπαίνουν στα γραπτά και πειράζουν για πάντα τα πλήκτρα. Άσε που βάζω τελεία και αυτή δεν λέει να μπει –ή έστω δύο (τελείες)– Κ.Π.

Διάφορα
1

ΚΙΝΗΣΗ ΤΩΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Δ. Πολιτάκης / Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Μπορεί να έχει άμεση ανάγκη κάποιου είδους ανάπλασης η Πλατεία Εξαρχείων, το τελευταίο που χρειάζεται όμως είναι ένα μίζερο χριστουγεννιάτικο δέντρο με το ζόρι.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Β. Βαμβακάς / Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Οποιοσδήποτε απολογισμός της είναι καταδικασμένος στη μερικότητα, αφού έχουν συμβεί άπειρα γεγονότα που στιγμάτισαν τις ζωές όλων μας ‒ δύσκολο να μπουν σε μια αντικειμενική σειρά.
ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΜΒΑΚΑ
Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Β. Στεργίου / Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Αντί να βλέπουμε τη χώρα σαν άδεια πισίνα όπου πρέπει να γυρίσουν τα ξενιτεμένα της μυαλά για να γεμίσει, ας αλλάξουμε τα κολλημένα μυαλά σ' αυτόν εδώ και σε άλλους τόπους.
ΤΗΣ ΒΙΒΙΑΝ ΣΤΕΡΓΙΟΥ

σχόλια

1 σχόλια
«Μελλοντικός νεκρός ο καθένας μας, κυκλοφορεί ανάμεσα σε τωρινούς και αβοήθητους νεκρούς» έγραφε στο από το κατακλυσμικό Ζώντες και Τεθνεώτες. Η γραφή του ήταν ανέκαθεν αυτός ο μελλοντικός νεκρός. Αυτός που πάντα κυκλοφορεί ανάμεσα μας, αίροντας την αίσθηση της αβοήθητης θνησιμότητας..μέσα από ένα διάτρητο παρόν