Μουμιλάνε για τα ιερά και όσια της Ορθοδοξίας.Για την πατρίδα μας που κινδυνεύει από«τους άπιστους και τους βαρβάρους».Κάθελέξη στάζει από θυμό. Κάθε πρότασηπροδίδει την αγραμματοσύνη εκείνου πουτην προφέρει. Έντρομος, ακούω καικαταγράφω. Τι παιδιά μεγαλώνουν ετούτοιοι τόσο τυφλοί και θυμωμένοι; Τι όμορφοάφησαν πίσω στη ζωή τους, για να κρύβουνσήμερα την ασχήμια τους πίσω από «εικόνεςκαι ψαλμούς οργής»;
Περιφέρομαιμέσα και έξω από τον Καθεδρικό Ναό τηςΜητρόπολης, και παρατηρώ τους χιλιάδεςανθρώπους που προσέρχονται για νααποτίσουν ύστατο φόρο τιμής προς τονΑρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, που πέθανετα ξημερώματα της περασμένης Δευτέρας.Είχα βρεθεί, πριν μερικά χρόνια, καιστην πλατεία του Αγίου Πέτρου, στη Ρώμη,κατά την κηδεία του Πάπα Παύλου του Β'- ενός θρησκευτικού ηγέτη που, όμοια μετον Χριστόδουλο, αγαπήθηκε από αυτούςπου ονομάζουμε «απλούς, καθημερινούςανθρώπους».
Μπροστάστη δύναμη που ο καθένας αντλεί από τηνπίστη του, δηλώνω απόλυτη αδυναμία. Οιυπερβολές, αλλά ακόμα και η «αθώα»προσέλευση προς το παράλογο, με βρίσκουνπερίεργο, μόνο, παρατηρητή. Όταν μόνοςβρεθώ με τον εαυτό μου, ο στοχασμόςαπλώνεται τότε αχαλίνωτος, και δίχωςφόβο μην προκαλέσω του άλλου τα όσιακαι ιερά.
Ηκυρία που στέκεται δίπλα μου στηΜητρόπολη, μεσόκοπη, γεματούλα, όπως οιπερισσότερες, μου διηγείται με δάκρυαστα μάτια μια ιστορία που εκ των προτέρωνέχει η ίδια χαρακτηρίσει ως συγκλονιστική.«Από την ημέρα που αρρώστησε οΑρχιεπίσκοπός μας, πριν πέσω για ύπνοανάβω πλάι στο ελάχιστα ανοιχτό παράθυροενός δωματίου στο σπίτι ένα κερί, καιπροσεύχομαι για την υγεία του. Κάθεπρωί, βρίσκω αναμμένο το κερί. Όχι όμωςχθες, Δευτέρα. Ξύπνησα ταραγμένη γύρωστις 5:15 το πρωί, και μόλις πλησίασα τοκαντήλι αυτό έσβησε. Ταράχτηκα. Είπα,αυτό δεν είναι για καλό. Και λίγο αργότερα,από το ραδιόφωνο άκουσα τα άσχημαμαντάτα».
Ηκαλή κυρία πίστευε απόλυτα στο «μικρόθαύμα» του καντηλιού της, που τηςέφερε τα μαύρα μαντάτα για το θάνατοτου Αρχιεπισκόπου. Σκέφτηκα προς στιγμήννα της πω ότι εκείνο το βράδυ αγριέψανοι αγέρηδες στην Αθήνα, και ίσως αυτήνα ήταν η αιτία που έσβησε το καντήλιπριν σωθεί το λάδι του. Αλλά αισθάνθηκαευθύς πως, κάνοντάς το αυτό, θα κλόνιζαμια πολύ δυνατή (συνάμα, όμως, και πολύευαίσθητη) χορδή της πίστης της. Τηςπίστης που, όποιο «πρόσωπο» καιαν έχει, της επιτρέπει να κρατιέται στηζωή, ξεφεύγοντας από αυτήν.
Εύκολοςδρόμος, θα πείτε, για εκείνους που δενέχουν τη γνώση (ή τη δίψα της γνώσης) γιανα «περπατήσουν» τη ζωή στα εύκολακαι δύσκολά της, και θα πρέπει κάποιαστιγμή εμείς οι υπόλοιποι (ποιοι τάχα;)να τους βοηθήσουμε να βγουν από αυτήτην ψευδαίσθηση.
Δενείμαι σίγουρος για μια τέτοια... αποστολή.Με τρομάζει, όσο και αν γνωρίζω πως ηγνώση, η επιστήμη και η λογική είναι οδρόμος που επιλέγω εγώ να ακολουθώ.Όμως, πολλές φορές, υπάρχει βαθειά ηανάγκη να ακουμπήσεις κάπου, ως αδύναμος.Να αποποιηθείς την όποια σιγουριά σου,και να αφεθείς σε ένα «αόριστο ταξίδι»σκέψεων και συναισθημάτων, που εγώμπορεί απλώς να το λέω «περιπέτεια»,άλλος, όμως, «πίστη».
Ηκυρία με το καντήλι που «έσβησε»ταυτόχρονα με τον Χριστόδουλο, μέσα απότην αφέλειά της, μου είναι συμπαθής καιτην αγκαλιάζω. Υπάρχουν και πολλοί,όμως, που με τρομάζουν, και αυθόρμητακάνω βήματα προς τα πίσω, μη μ' ακουμπήσειη πυρακτωμένη λάβα της δικής τους πίστης.Μιας πίστης που έβαλε και εκείνος τοχεράκι του για να γίνει πυρακτωμένη!Μου μιλάνε για τα ιερά και όσια τηςΟρθοδοξίας. Για την πατρίδα μας πουκινδυνεύει από «τους άπιστους καιτους βαρβάρους». Για «την Ελλάδακαι τον Ελληνισμό». Τις «αξίες τηςφυλής». Το «πόσο ξεχωριστοίείμαστε». Κάθε λέξη στάζει από θυμό.Κάθε πρόταση προδίδει την αγραμματοσύνηεκείνου που την προφέρει. Έντρομος,ακούω και καταγράφω.
Τιπαιδιά μεγαλώνουν ετούτοι οι τόσο τυφλοίκαι θυμωμένοι; Τι όμορφο άφησαν πίσωστη ζωή τους, για να κρύβουν σήμερα τηνασχήμια τους πίσω από «εικόνες καιψαλμούς οργής»;
Στηνπλατεία του Αγίου Πέτρου, ένα ζευγάριαπό την Πολωνία, γενέτειρα του ΠάπαΙωάννη Παύλου του Β', επί ώρες έλουζετις παλάμες του με δάκρυα. Κάθησα δίπλατους και προσπάθησα να μιλήσουμε. Τηνοδύνη τους επιχείρησα να ακουμπήσω, καιέπιασα φωτιά. Πάλι. «Δεν βλέπεις τοθαύμα;», μου φώναξαν, με ύφος απόκοσμο,εντελώς. «Τι εννοείτε;» ψέλλισαφοβισμένα. Και μου 'δειξαν, τότε, τιςυγρές παλάμες τους, με τις οποίεςσκούπιζαν τα μάτια. Απόρησα πιο πολύ.Και με... βοήθησαν. «Δεν βλέπεις πουδεν κλαίμε;». Άρα; Άρα, απλό. Πιστεύουνότι δεν κλαίνε, και επομένως είναι θαύμαπου, αφού δεν κλαίνε, παρ' όλα αυτάδάκρυα εκρέουν από τα μάτια και καταλήγουνστην παλάμη.
Δύσκολεςιστορίες. Που δεν θέλω να τις χλευάζω,αλλά να τις καταλάβω. Τις συναντώ. Καιδεν μπορώ να τις προσπεράσω, γιατί καιεγώ ακόμα τη βόλτα μου κάνω σ' αυτήν τηζωή. Και ψάχνω και ψάχνομαι. Όχι, όμως,εκεί όπου τυφλά πάνε τα κοπάδια - ακόμακι αν πολύ αγαπώ τη βουκολική ζωή...
σχόλια