
Μου είναι δύσκολο να ξεχωρίσω μια βραδιά, απ' τη στιγμή που ήμουν έξω κάθε βράδυ (πλην Δευτέρας και Τρίτης). Ένας μόνιμος «αγώνας» να προλάβω τα δεκάδες πάρτι της πόλης, που τότε ζούσε όπως δεν είχε ξαναζήσει και ούτε ξανάζησε. Από Πέμπτη έως και Κυριακή τα μέρη αυξάνονταν, πηγαίνοντας τουλάχιστον σε 4-5 στη σειρά και επιστρέφοντας σπίτι μου στην καλύτερη στις 9 το πρωί. Στο γραφείο καμιά φορά μπορεί να με πετύχαινες να κοιμάμαι πάνω στο πληκτρολόγιο.
Η πρώτη επαφή έγινε στο λύκειο στο Battery, και λίγο μετά στο Άλσος, όμως το μαγαζί που με σημάδεψε ήταν το Factory. Η tech-house και techno των Mikee και Nikko Patrelakis άλλαξαν όχι μόνο τη μουσική που άκουγα αλλά και ολόκληρη την κοσμοθεωρία μου. Ήταν το καλοκαίρι της Γ' Λυκείου στη Μύκονο, και παρότι τον επόμενο μήνα έφυγα για σπουδές, σε κάθε επιστροφή στην Αθήνα το ραντεβού με τους φίλους ήταν στο Factory, στο Dom, που αργότερα έγινε qbase και που, προσωπικά, ήταν ο πιο αγαπημένος μου χώρος απ' όλα τα clubs που υπήρξαν σε αυτήν τη χώρα. Και υπήρξαν πολλά. Ήταν η χρυσή εποχή της αθηναϊκής νύχτας, της Mυκόνου και της Ίμπιζα.
Οk, μπορεί να μην πετούσαμε στον αέρα, να μην υπήρχαν σφυρίχτρες, χορευτές και ψυγεία, όμως, μετά από πολύ καιρό, ένα μαγαζί χόρευε σαν να μην το νοιάζει τίποτα. Και η χαρά απλωνόταν μαζί με τους ήχους, παρασέρνοντας τους πάντες στο πέρασμά της.
Αυτά σκέφτομαι από τη στιγμή που ο Θοδωρής μού ζήτησε να γράψω αυτές τις γραμμές και δίνω μια μάχη με τα εναπομείναντα εγκεφαλικά μου κύτταρα για να ξεχωρίσω μία. Χαμένη μάχη από χέρι. Στο μυαλό έκρηξη από εικόνες, όπως με τα συναισθήματα τότε. Οι κινήσεις αργές, το beat σταθερό και υπέροχα μονότονο. Το σφίξιμο στο στομάχι, η ξαφνική χαρά, το γέλια με τους φίλους, οι σφιχτές αγκαλιές στο dancefloor. Ο χορός που απελευθέρωνε. Ένα ολόκληρο μαγαζί στον αέρα – άσχετα ποιο και πού.
Οι σφυρίχτρες, τα φλούο χρώματα. Ο βυθός. Το σύμπαν. Τα μαγαζιά με εκατοντάδες κόσμου που ήταν λες και πετούσε πάνω από το πάτωμα. Από το βράδυ έως το πρωί. Τα ψυγεία του Factory. Τα dark rooms του Dom. Ο πειραματισμός. Τα πρωινά στον Κάβο. Οι εφήμεροι φίλοι και αυτοί που κράτησες μια ζωή. Πάλι ο χορός. Κι άλλος χορός. Πολύς χορός. Ασταμάτητα. Αυτή είναι η λέξη-κλειδί: ασταμάτητα. Χορός. Ενέργεια. Ορμή. Αγάπη. Χαρά. Καύλα. Χωρίς σταματημό.
Νύχτα, στάσου!
Έπειτα το πάρτι τελείωσε. Μερικά χρόνια σαν χειμερία νάρκη έως την κατάλληλη στιγμή.

Ήταν η πρώτη φορά που θα τους άκουγα εκεί, παρότι έπαιζαν από καιρό (είχα βάλει το χεράκι μου σε αυτό), αλλά ζούσα ήδη στο εξωτερικό. Έμελλε αυτή να είναι και η τελευταία φορά που βρέθηκα στο Spinster – εκ των υστέρων εντελώς ταιριαστό, καθώς ήταν και η καλύτερη βραδιά που έζησα σε αυτό.
Οk, μπορεί να μην πετούσαμε στον αέρα, να μην υπήρχαν σφυρίχτρες, χορευτές και ψυγεία, όμως μετά από πολύ καιρό ένα μαγαζί χόρευε σαν να μην το νοιάζει τίποτα. Και η χαρά απλωνόταν μαζί με τους ήχους, παρασέρνοντας τους πάντες στο πέρασμά της. Η μουσική ήταν γνώριμη, όπως και όλοι μεταξύ μας. Τα ουρλιαχτά έβγαιναν αυθόρμητα σε κάθε αλλαγή και, παρότι δεν ήμασταν σε club, το feeling ήταν λες και χανόμασταν κάτω από τα φωτορρυθμικά, που πιο πέρα απ' όσο βλέπεις δεν υπάρχει.
Παλιοί και νέοι γνώριμοι, αγαπημένοι, μπλεγμένοι σε έναν γλυκό αχταρμά, όπως ενώθηκαν οι ξεχωριστές εποχές μέσα μου. Ο Γιάννης, ο Δημήτρης, ο Νέστορας, η Μελίτα, ο Νίκος, ο Μιχάλης και τόσοι άλλοι που γνωρίσαμε εκείνο το βράδυ, που όμως ήταν σαν να γνωριζόμασταν χρόνια. Θυμίζοντάς μας αυτό που ξέραμε και είχαμε ξεχάσει(;) και που βγήκε φυσικά, σαν αναπνοή. «Everything starts with an Ε» και το πάρτι θα τελειώσει μία μόνο φορά.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
σχόλια