Ο Άλεν Γκίνσμπεργκ (1926-1997), η πιο επιφανής φιγούρα της beat generation (και της beat poetry), έρχεται στην Ελλάδα (Πειραιάς-Αθήνα) από την Ταγγέρη με το θρυλικό υπερωκεάνιο «S.S. Vulcania». Ήταν 29 Αυγούστου 1961. Στη χώρα μας ο Γκίνσμπεργκ θα μείνει περί τους δύο μήνες, μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου δηλαδή, και θα επισκεφθεί διάφορα μέρη (Δελφοί, Ολυμπία, Ύδρα, Μυκήνες, Κρήτη...), πριν αναχωρήσει για το Ισραήλ και από κει για την Μομπάσα (Κένυα), με τελικό προορισμό την Ινδία.
Στην Αθήνα θα μείνει στο ξενοδοχείο «Παρκ» και σε σπίτια φίλων στην πορεία, ενώ θα γνωριστεί με διάφορους Έλληνες, όπως οι ποιητές Σπύρος Μεϊμάρης και Νάνος Βαλαωρίτης, ο Πάνος Κουτρουμπούσης, ο Μίνως Αργυράκης, ο Γιώργος Κατσίμπαλης κ.ά. (όλοι αυτοί συνευρίσκονταν στο Zonar's, στο καφενείο του Ζαχαράτου στο Σύνταγμα και αλλαχού), και βεβαίως με την Amy Mims (σύντροφος του Μίνου Αργυράκη), που θα αποδειχθεί η ξεναγός του. Στην Αθήνα ο Γκίνσμπεργκ θα βρεθεί ν' ακούει τον Τσιτσάνη (7/9/1961) στο Φαληρικόν και συνεπαρμένος από την επαφή με το λαϊκό τραγούδι θα φθάσει να γράψει ακόμη και στίχους με στόχο να περαστούν στο μπουζούκι (!) –«Poem written in Café, intended as Bouzouki lyric»... όπως διαβάζουμε στο Journals: Early Fifties Early Sixties (Grove Press, New York, 1992)–, ενώ η Άμυ Μιμς-Σιλβερίδη, στο βιβλίο της Ο θησαυρός της Χέλεν Σάλλιβαν (Οδός Πανός, Αθήνα 2007), θυμάται σχετικώς: «Ενάμιση χρόνο αργότερα, ο αδελφικός φίλος του Γκρέγκορυ (Κόρσο) –ο Άλεν Γκίνσμπεργκ– ήρθε κι αυτός στην Ελλάδα (όταν ο Κόρσο είχε φύγει πια). Ήταν μόνος του, καθοδόν για την Ινδία».
Ξετρελάθηκε με τους ήχους του ρεμπέτικου, όταν πρωτάκουσε ένα τραγούδι του Βαμβακάρη που παιζόταν στη διαπασών, στο προπολεμικό τζουκμπόξ. Άρπαξε το στυλό του κι άρχισε να γράφει –φουριόζικα– έναν διθύραμβο για το τζουκμπόξ στο Πέραμα. Αν ήξερε τι σήμαιναν οι στίχοι του Βαμβακάρη, το αυτοσχέδιο ποίημά του θα γινόταν ένα σωστό αριστούργημα (...)
Στην Αθήνα, ο Γκίνσμπεργκ έκανε παρέα με την Ντήρντρα (σ.σ. περσόνα της ίδιας της Άμυ Μιμς) μόνο όταν ήθελε να ανακαλύψει μερικές από τις παλιές γειτονιές της πρωτεύουσας και των γύρω περιοχών. Αρχίζοντας την ξενάγηση στα πολύτιμα στέκια της οδού Αθηνάς, ο Γκίνσμπεργκ πρωτοδοκίμασε εκεί πατσά με σκορδοστούμπι, αν και του άρεσαν καλύτερα οι καραβίδες που έβραζαν μέσα στα γιγάντια καζάνια στα παλιά ταβερνάκια της Ψαραγοράς. Μια άλλη φορά πήγαν μαζί στην παραλία της Φρεαττύδας κι εκεί διάλεξαν ένα παμπάλαιο μεζεδοπωλείο για να καθίσουν. Αυτό το μεζεδοπωλείο το φώτιζαν λάμπες πετρελαίου που έριχναν τρεμουλιαστές σκιές πάνω στους ξεφλουδισμένους πράσινους τοίχους, ενώ έξω από αυτό το ταβερνάκι κρεμόταν στον αέρα μια παλιά ταμπέλα ζωγραφισμένη με μια λατέρνα και κάτι μισοσβησμένα γράμματα "Ο Μήτσος - Μεζέδες της ώρας" και στη δεύτερη αράδα, σε αλαμπουρνέζικα αγγλικά: "Ρήσεντ (δηλαδή πρόσφατες) τίτμπιτς"!
Την ίδια εποχή, η Ντήρντρα έκανε εξορμήσεις και σε άλλες παλιές γειτονιές –όπως στον "Ασύρματο" (εκείνη την περίεργη φτωχογειτονιά κοντά στον λόφο του Φιλοπάππου, γνωστή στους Έλληνες από την παλιά ταινία Συνοικία το Όνειρο)– και σε άλλες συνοικίες, όπως στο Δουργούτι, στη Νίκαια και στη Δραπετσώνα. Ήθελε να ξεναγήσει τον Γκίνσμπεργκ και σε αυτά τα σχεδόν άγνωστα λημέρια. Αλλά, τελικά, πρόλαβε να τον πάει μόνο στο Πέραμα, όμως στο αυθεντικό Πέραμα, όπως ήταν στις αρχές της δεκαετίας του '60... Το Πέραμα πριν από το τσιμεντένιο "λίφτινγκ" που έμελλε να υποστεί αργότερα... το γνήσιο πάλαι ποτέ Πέραμα, με τις παράγκες στην αμμουδιά, λίγα μέτρα από τη θάλασσα... το Πέραμα με τα φτηνά πολύχρωμα φωτάκια κρεμασμένα πάνω από τα πρόχειρα "περιβολάκια" (δηλαδή, κάτι ασβεστωμένα κονσερβοκούτια με κάτι εύρωστα κόκκινα γεράνια)... το Πέραμα με τα όμορφα ναυτάκια, που λες και είχαν βγει από τους πίνακες του Τσαρούχη και που συνόδευαν συχνά τον μεγαλοπρεπή Λόρδο της Αθηναϊκής Κοινωνίας, τον πρώτο δοξασμένο αεροπόρο της Ελλάδας, τον Θάνο Βελλούδιο.
Με μια τέτοια ομήγυρη, η Ντήρντρα χάρηκε μια αξέχαστη βραδιά στο παλιό Πέραμα, παρέα με τον Άλλεν Γκίνσμπεργκ. Εκείνος ξετρελάθηκε με τους ήχους του ρεμπέτικου, όταν πρωτάκουσε εκεί ένα τραγούδι του Βαμβακάρη που παιζόταν στη διαπασών, στο προπολεμικό τζουκμπόξ. Άρπαξε το στυλό του κι άρχισε να γράφει –φουριόζικα– έναν διθύραμβο για το τζουκμπόξ στο Πέραμα. Αν ήξερε τι σήμαιναν οι στίχοι του Βαμβακάρη, το αυτοσχέδιο ποίημά του θα γινόταν ένα σωστό αριστούργημα (...)».
Για τα λαϊκά μαγαζιά του Περάματος και των γύρω περιοχών εκείνης την εποχής έχει μιλήσει και ο Πάνος Κουτρουμπούσης (συνέντευξη στον Νίκο Μητρογιαννόπουλο, στο περιοδικό «Λαϊκό Τραγούδι» #22, 2-3/2008). Ο Κουτρουμπούσης είχε ετοιμάσει, το 1962, μια ταινία μικρού μήκους, ένα ντοκιμαντέρ υπό τον τίτλο Από μπουζούκια σε μπουζούκια» και προσπαθεί να θυμηθεί, χρόνια αργότερα, τις ταβέρνες στις οποίες γύρισε σκηνές – μία απ' αυτές φαίνεται πως είναι και η ταβέρνα που είχε πάει ο Γκίνσμπεργκ με την Άμυ Μιμς!
«Θυμάμαι ονόματα από κέντρα, αλλά όχι όλα. Εγώ ήμουνα απρόσεκτος τότε και ούτε ονόματα μουσικών έπαιρνα, γι' αυτό και δεν κάναμε πολλή συζήτηση. Κοιτάγαμε πότε θα στήσει το τρίποδο ο οπερατέρ κι έτσι δεν είχαμε επαφή συνεχή. Ούτε καν το σκέφτηκα ότι πρέπει να γίνει κι αυτό, να παίρνω ονόματα μουσικών, συγκροτημάτων και κέντρων. Ας πούμε, του Αγγελόπουλου ήταν η "Μαντουμπάλα". Στον Παγιουμτζή και στον Βαμβακάρη ήτανε του "Βρανά", σχεδόν εκ των υστέρων το κατάλαβα. Ένα, λοιπόν, λεγόταν "Το Κέφι". Ένα άλλο, αυτό όπου μαζευόντουσαν οι ναύτες, που ήταν τζουκμπόξ μονάχα, λεγόταν "Η Μαρίδα". Κάτι τέτοια. Του Αγγελόπουλου, βέβαια, δεν ήταν στο Πέραμα, κάπου προς το Φάληρο ήτανε. Ο Καραπατάκης ήταν αλλού πάλι αυτός, δεν ήταν στο Πέραμα. Επίσης, εκεί που ήταν ο Πολίτης κι αυτό ήταν αλλού. Στο Πέραμα ήτανε δυο-τρία απ' αυτά που είναι στην ταινία, στη σειρά όλα, λαϊκά συγκροτήματα, μάλλον άγνωστα».
Ασχέτως του τι λέει η Άμυ Μιμς, αν ήξερε ο Γκίνσμπεργκ δηλαδή ή δεν ήξερε τι έλεγαν οι στίχοι του Βαμβακάρη, εκείνο που έγραψε ο Αμερικανός ποιητής στην ταβέρνα του Περάματος ήταν «σωστό αριστούργημα». Πρόκειται, φυσικά, για το ποίημά του Seabattle of Salamis took place off Perama.
«Seabattle of Salamis took place off Perama
Αν δεν ήταν η αφεντιά σου Κύριε Τζουκμπόξ
με την αλουμινένια κοιλιά σου που μουγκρίζει
και τα τριάντα δόντια σου να καταπίνουν τις βρώμικες δραχμές
και τα μάτια σου σε όλο τον κόσμο, φωτεινά μάτια, μωβ διαμάντια
και τον λευκό εγκέφαλό σου που περιστρέφεται με τους μαύρους δίσκους του
σε κάθε μπαρ από τη Γιοκοχάμα μέχρι τον Πειραιά γνέφοντας με το βλέμμα και ακτινοβολώντας κάθε Σαββατόβραδο
τι σιωπή θα 'ταν αυτή, αντί για τ' αγόρια που φωνάζουν και χορεύουν όπου κι αν πάω–
Χαίρε Τζουκμπόξ του Περάματος, με τους συνοδούς τραγουδιστές σου και τους νέους και τις πόρνες
και τις φωτεινές βεράντες, εκεί που τα παιδιά χοροπηδάνε με τη σαματατζίδικη μουσική σου ζωηρά πάνω από τον μαύρο ωκεανό
είναι οι νέγρικες φωνές που ουρλιάζουν χίλια χρόνια πίσω σε ριγέ παντελόνια, ροζ πουκάμισα, λουστρίνια στα λιγνά βρώμικα πόδια τους
πάνινα παπούτσια και πράσινα πουλόβερ, χαλαρά κρεμασμένα μπράτσα, μαλλιά, πόδια, γοφοί και μάτια!
Πηδάνε και χαίρονται αυτή την ώρα πάνω από τα οστά των Περσών–
γέρνοντας προς το φως με ερωτικά βήματα, νόστιμο χαζογελάκι και δόντια νεανικά, και λουλούδια στ' αυτιά–
Απόηχοι του Χάρλεμ στην Αθήνα! Χαιρετώ σε θλιμμένη Νέα Υόρκη!
Χαίρε σαματατζίδικη μουσική σε όποιο μέρος το τζουκμπόξ παίζει ΠΟΛΥ ΔΥΝΑΤΑ
γιατί οι Μούσες ξεχύθηκαν στον κόσμο πάλι, με τις μεγάλες μαύρες φωνές τους και τα μπουζουκομπλούζ
οι μούσες με τα μπόνγκος, τις κιθάρες, τ' ακορντεόν και τα ηλεκτρικά μικρόφωνα
Το τσα-τσα-τσα κάνει την Αβάνα ευτυχισμένη, το μάμπο ξεσηκώνει το καθωσπρέπει Λονδίνο
Η λύρα και το φτηνό κλαρίνο προφητεύουν στους Δελφούς! Η Κρήτη χαίρεται και πάλι!
Ο Παναγιώτης να χορεύει ζεϊμπέκικο μεθυσμένος, έχοντας πιει έναν Κρατήρα, ο Γιώργης να χτυπάει τα τακούνια του και να κλωτσάει το κεφάλι του Κέρβερου!
Το ντούμπι-ντούμπι βασιλεύει για πάντα στις ακτές! Μια δραχμή για ένα Μπλακ Τζακ, μια δραχμή φέρνει την «Αχάριστη» και πάλι, το «Γιατί-δε-με-θες»
Αποκαλυπτικό ροκ, «Άνοιξε την πόρτα, Ρίτσαρντ», «Σου κάνω μάγια», Τέλος της Ιστορίας Ραγκ!»
Πότε και πού δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το «Seabattle of Salamis took place off Perama», που είχε γραφτεί βεβαίως στην αγγλική γλώσσα; Στο πρώτο τεύχος του αγγλόφωνου «Residu», του μοναδικού για την Ελλάδα των sixties underground περιοδικού, που τύπωσε ο Αμερικανός Daniel Richter στην Αθήνα, την άνοιξη του 1965 (γνωστότερος, ο Richter, από την παρουσία του στην ταινία 2001: A Space Odyssey του Στάνλεϊ Κιούμπρικ). Στο «Residu» διάβαζες ποιήματα και αφηγήσεις ποιητών και λογοτεχνών του underground που είχαν περάσει, οι περισσότεροι τουλάχιστον, εκείνη την εποχή από την Αθήνα – που ήταν, τότε, ένα ακόμη κέντρο της σχετικής κουλτούρας στην Ευρώπη. Να μερικά ονόματα: ο Αμερικανός συγγραφέας και ποιητής Harold Norse, ο σουρεαλιστής «οπτικός» ποιητής, collage maker και άλλα πολλά Charles Henri Ford, ο ποιητής Philip Lamantia, η ποιήτρια και ζωγράφος Kay Johnson, ο ψυχίατρος, ακτιβιστής και συγγραφέας Sheldon Cholst... Ανάμεσά τους δύο Έλληνες, ο Νάνος Βαλαωρίτης και η ποιήτρια Έλλη Συναδινού και, βεβαίως, ο Άλλεν Γκίνσμπεργκ.
Με το «Residu», όμως, ανοίγουμε άλλη πόρτα...
σχόλια