«Δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού» προειδοποιεί τους ιθύνοντες χάραξης πολιτικής ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, παρά τις θετικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας.
Ο επικεφαλής της Τράπεζας της Ελλάδος έθεσε ως προτεραιότητα τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, μέσω της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, και στην επαναξιολόγηση των υφιστάμενων φοροαπαλλαγών. «Αυτό θα επιτρέψει παράλληλα την καλύτερη στόχευση της κοινωνικής πολιτικής και γενικότερα την προώθηση της φορολογικής δικαιοσύνης» υπογράμμισε.
Μιλώντας από το βήμα της Ετήσιας Γενικής Συνέλευσης της ΤτΕ, ο Γιάννης Στουρνάρας ανέφερε ότι η διεθνής ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, μετά τη σημαντική βελτίωση των προηγούμενων ετών, εμφάνισε ενδείξεις στασιμότητας ή και ελαφράς υποχώρησης το 2023, μέσα σε ένα επιδεινούμενο περιβάλλον για το διεθνές εμπόριο.
Ανάπτυξη 2,3% και πληθωρισμό 2,8% προβλέπει για το 2024 η ΤτΕ
Οι προβλέψεις της ΤτΕ κάνουν λόγο για 2,3% ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας για το 2024, από 2% το 2023, καθώς και υποχώρηση του πληθωρισμού στο 2,8%, από το 4,2% της περσινής χρονιάς. «Παρά τις συνεχείς θετικές αξιολογήσεις της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια, την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας και την εμπέδωση δημοσιονομικής επίγνωσης στους ιθύνοντες χάραξης πολιτικής, δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού» είπε χαρακτηριστικά.
Όπως εξήγησε, παρόλο που τα οφέλη των μεταρρυθμίσεων είναι πλέον εμφανή στην οικονομία, με μετρήσιμα και αδιαμφισβήτητα αποτελέσματα, είναι ακόμη μεγάλη η απόσταση που πρέπει να καλυφθεί για να συγκλίνει η πιστοληπτική διαβάθμιση της Ελλάδος προς το μέσο όρο των χωρών της ευρωζώνης.
«Η φετινή χρονιά έχει ιδιαίτερη σημασία για τις κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης, καθώς συμπληρώνονται 25 χρόνια από τη δημιουργία του ευρώ, που αποτέλεσε αναμφισβήτητα το σημαντικότερο βήμα προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Στη διάρκεια αυτής της 25ετίας, η ενιαία νομισματική πολιτική βρέθηκε αντιμέτωπη με πολλαπλές προκλήσεις. Ωστόσο, η εμπειρία που αποκτήθηκε είναι εξαιρετικά πολύτιμη και προσφέρει σημαντικά διδάγματα, τα οποία καλούμαστε να αξιοποιήσουμε ως ανάχωμα σε τυχόν μελλοντικές κρίσεις. Σε έναν κόσμο που πλήττεται από αλλεπάλληλες διαταραχές από την πλευρά της προσφοράς, κυρίως λόγω γεωπολιτικών εντάσεων, μια βασική προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής είναι η αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων» σημείωσε ο κ. Σταουρνάρας κατά την 91η γενική συνέλευση των μετόχων, την πρώτη με φυσική παρουσία μετά από μία τριετία..
Στο 2,1% του ΑΕΠ το πρωτογενές πλεόνασμα
Στο δημοσιονομικό πεδίο, η ΤτΕ εκτιμά ότι το 2024 το πρωτογενές πλεόνασμα θα αυξηθεί σε 2,1% του ΑΕΠ. Η βελτίωση αυτή εξηγείται κυρίως από την προβλεπόμενη αύξηση των φορολογικών εσόδων και των εσόδων από ασφαλιστικές εισφορές λόγω του ισχυρού ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας.
Το δημόσιο χρέος προβλέπεται να αποκλιμακωθεί περαιτέρω σε 152,3% του ΑΕΠ το 2024, με βραδύτερο ρυθμό σε σχέση με τα προηγούμενα τρία έτη, καθώς η μείωση του πληθωρισμού αναμένεται να αντισταθμίσει τόσο την επιτάχυνση του πραγματικού ΑΕΠ όσο και τη μειωτική επίδραση από τη διεύρυνση του πρωτογενούς πλεονάσματος. Επιπλέον, προβλέπεται μείωση του δημόσιου χρέους σε ονομαστικούς όρους για πρώτη φορά από το 2019.
Αναφορικά με τις εξελίξεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα ο κ. Στουρνάρας υπογράμμισε ότι οι προκλήσεις του οικονομικού περιβάλλοντος απαιτούν περαιτέρω ενίσχυση της ανθεκτικότητάς των ελληνικών τραπεζών, καθώς παρά την αξιοσημείωτη βελτίωση της ποιότητας ενεργητικού τα τελευταία έτη δεν θα πρέπει να οδηγεί σε εφησυχασμό. Στο πλαίσιο αυτό πρόκληση για τον κλάδο παραμένει η περαιτέρω βελτίωση της κεφαλαιακής βάσης των ελληνικών τραπεζών, τόσο ποσοτική όσο και ποιοτική, καθώς οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (deferred tax credits - DTCs) εξακολουθούν να αποτελούν μεγάλο μέρος των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων τους.
Ενισχυμένη η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών το 2023 - Οι προβλέψεις για τα επιτόκια
Η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών ενισχύθηκε σε ετήσια βάση, αντικατοπτρίζοντας τη σημαντική αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους και προμήθειες, αλλά και τη μείωση των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο λόγω της μείωσης του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Οι δείκτες ρευστότητας ενισχύθηκαν, παραμένοντας υψηλότεροι από αυτούς των τραπεζών της ευρωζώνης, παρά τη μείωση της χρηματοδότησης από το Ευρωσύστημα, ενώ και οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας βελτιώθηκαν, παραμένοντας όμως χαμηλότερα από το μέσο όρο της ευρωζώνης. Η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου βελτιώθηκε περαιτέρω, αλλά το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο σύνολο των δανείων παραμένει σημαντικά υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Σχετικά με τις προοπτικές του χρηματοπιστωτικού τομέα, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος ανέφερε ότι το 2024 θα δημιουργηθούν οι συνθήκες για μείωση των εγχώριων τραπεζικών επιτοκίων, καθώς ο πληθωρισμός θα αποκλιμακώνεται σταδιακά και τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ θα αρχίσουν να μειώνονται.Ο ρυθμός της πιστωτικής επέκτασης αρχικά θα συνεχίσει να επηρεάζεται αρνητικά από τις προγενέστερες αυξήσεις των δανειακών επιτοκίων. Στη συνέχεια, η διατήρηση ή η ενδεχόμενη μείωση του επιπέδου των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ θα επιδράσει θετικά στην πιστωτική επέκταση αλλά προοδευτικά, λόγω των εκτιμώμενων χρονικών υστερήσεων.
Η αναμενόμενη επιτάχυνση της οικονομικής δραστηριότητας και η προσδοκώμενη αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, σε συνδυασμό με την πιστωτική επέκταση προς τις επιχειρήσεις και τον τυχόν μεγαλύτερο βαθμό ενσωμάτωσης των αυξημένων επιτοκίων πολιτικής στα εγχώρια επιτόκια καταθέσεων, θα συμβάλουν σε περαιτέρω αύξηση των τραπεζικών καταθέσεων.
Τέλος, οι εκτιμήσεις για τα θεμελιώδη μεγέθη των τραπεζικών ιδρυμάτων είναι θετικές. Στην περαιτέρω βελτίωση των επιδόσεων των τραπεζών αναμένεται να βοηθήσει η συγκράτηση του κόστους χρηματοδότησής τους εν μέσω συνέχισης των εκδόσεων τραπεζικών ομολόγων, η οποία επίσης συμβάλλει στη διατήρηση της κερδοφορίας των τραπεζών.
Ο κίνδυνος της μεταρρυθμιστικής κόπωσης
Ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος προειδοποίησε ωστόσο και για κινδύνους που μπορεί να εμφανιστούν το 2024. «Η επίτευξη ικανοποιητικού ρυθμού ανάπτυξης αποτελεί τη σημαντικότερη πρόκληση για την ελληνική οικονομία. Οι κίνδυνοι που περιβάλλουν την πρόβλεψη για την αύξηση του ΑΕΠ είναι κυρίως καθοδικοί και αφορούν: (1) το ενδεχόμενο περαιτέρω επιβράδυνσης του ρυθμού ανάπτυξης της ευρωπαϊκής οικονομίας, (2) την αυξανόμενη αβεβαιότητα, λόγω δυσμενών γεωπολιτικών εξελίξεων στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, και τις επιπτώσεις της στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον, (3) την τυχόν καθυστέρηση της υλοποίησης των δράσεων του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας “Ελλάδα 2.0” και το βραδύτερο ρυθμό απορρόφησης των σχετικών κονδυλίων, (4) την εμφάνιση μεταρρυθμιστικής κόπωσης, με αρνητικές συνέπειες στην παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα, και (5) τις επιπτώσεις ενδεχόμενων φυσικών καταστροφών που συνδέονται με την κλιματική κρίση. Παράλληλα, η αύξηση της αβεβαιότητας που συνεπάγονται οι πρόσφατες γεωπολιτικές αναταράξεις ενδέχεται να ασκήσει ανοδικές πιέσεις στον πληθωρισμό.
Ως προς τα δημόσια οικονομικά, απαιτείται δημοσιονομική σύνεση και υπευθυνότητα, λόγω των αυξημένων δημοσιονομικών προκλήσεων μακροπρόθεσμα. Σε ένα περιβάλλον υψηλών επιτοκίων διεθνώς, η προσήλωση στην επίτευξη μιας δημοσιονομικής θέσης που εξασφαλίζει μακροχρόνια βιωσιμότητα είναι κρίσιμης σημασίας, καθώς η αύξηση του κόστους δανεισμού (σε σχέση με την περίοδο προ της πανδημίας) και η επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης περιορίζουν τη θετική συμβολή της διαφοράς έμμεσου επιτοκίου-ονομαστικού ρυθμού ανάπτυξης στη μείωση του λόγου χρέους/ΑΕΠ. Κατά συνέπεια, χρειάζεται δημοσιονομική σύνεση ώστε να μην υπονομευθεί η πτωτική τροχιά του δημόσιου χρέους.
Όσον αφορά τον τραπεζικό τομέα, η αξιοσημείωτη βελτίωση της ποιότητας ενεργητικού τα τελευταία έτη δεν θα πρέπει να οδηγεί σε εφησυχασμό. Ο δείκτης ΜΕΔ, παρά τη σημαντική αποκλιμάκωσή του, παραμένει σημαντικά υψηλότερος από το μέσο όρο των τραπεζών της ευρωζώνης. Παράλληλα, συνολικά το ιδιωτικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα και επηρεάζει αρνητικά τη δυνατότητα νέου δανεισμού και υλοποίησης επενδύσεων».