Για «πισωγυρίσματα» στις ελληνικές μεταρρυθμίσεις κάνει λόγο άρθρο γνώμης του Bloomberg, ενώ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου κατά του εφησυχασμού.
Στο άρθρο με τίτλο «η Ελλάδα σιωπηλά κάνει πίσω στις μεταρρυθμίσεις», υπογραμμίζεται πως η χώρα μπορεί να κινδυνεύσει να χάσει ακόμη μία δεκαετία.
Όπως γράφει συγκεκριμένα η οικονομολόγος Phyllis Papadavid, η αναμενόμενη έξοδος της Ελλάδας από το μνημόνιο τον Αύγουστο προκάλεσε την αισιοδοξία των επενδυτών, ενώ οι τελευταίες εκδόσεις ομολόγων υπερκαλύφθηκαν. «Όμως, οι επενδυτές στις αγορές θα έπρεπε να περιορίσουν την αισιοδοξία τους. Η επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές, και η οικονομική ανάκαμψη της, πιθανότατα θα είναι ανώμαλες και αργές -ειδικά εάν συνεχίσει να καθυστερεί σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις», επισημαίνει και συνεχίζει:
«Η ανάπτυξη της Ελλάδας έχει σταθεροποιηθεί σε χαμηλούς ρυθμούς- κάποιοι το εκλαμβάνουν αυτό ως ένδειξη ομαλοποίησης. Το πρόβλημα με την αισιοδοξία αυτή είναι πως δεν είναι ξεκάθαρο από ποιους παράγοντες θα οδηγηθεί η ανάπτυξη στο μέλλον. Η κατανάλωση των νοικοκυριών έχει κάπως ανακάμψει, αλλά με μια μέση ανάπτυξη 0,65% το 2017, παραμένει αδύναμη, από κάθε άποψη. Και με επιπλέον αυξήσεις φόρων και περικοπές συντάξεων ενόψει, είναι δύσκολο να δει κανείς περιθώρια επιπλέον επιτάχυνσης».
Η αρθρογράφος επισημαίνει πως η ρήση «καθόλου νέα, καλά νέα» δεν ισχύει απαραίτητα στην περίπτωση της Ελλάδας. «Σιωπηλά, η κυβέρνηση έχει κάνει πίσω σε σημαντικές προσπάθειες μεταρρυθμίσεων, όπως η ιδιωτικοποίηση σημαντικών βιομηχανιών, όπου εξακολουθεί να μην πετυχαίνει τους στόχους», τονίζει.
«Στην Αθήνα περνάω τακτικά από το εγκαταλελειμμένο αεροδρόμιο του Ελληνικού και η κατάστασή του είναι μία θλιβερή υπενθύμιση του πώς η Ελλάδα έχει αποτύχει να αξιοποιήσει τα περιουσιακά της στοιχεία», συμπληρώνει.
Η αρθρογράφος επισημαίνει πως η ρήση «καθόλου νέα, καλά νέα» δεν ισχύει απαραίτητα στην περίπτωση της Ελλάδας. «Σιωπηλά, η κυβέρνηση έχει κάνει πίσω σε σημαντικές προσπάθειες μεταρρυθμίσεων, όπως η ιδιωτικοποίηση σημαντικών βιομηχανιών, όπου εξακολουθεί να μην πετυχαίνει τους στόχους», τονίζει.
Επίσης, στο άρθρο υπογραμμίζεται ότι ο παράγοντας των δαπανών για επενδύσεις, παραμένει αδύναμος. Όπως σημειώνεται, το 2017 ήταν στο 11% του ΑΕΠ, όταν το 2007 ήταν στο 27% του ΑΕΠ- υψηλότερα από ό,τι σε Γερμανία (21%) και Γαλλία (24%). «Τα περισσότερα κεφάλαια για επενδύσεις προέρχονται από την ΕΕ αυτή τη στιγμή- ένα ολοένα μεταβαλλόμενο φορολογικό περιβάλλον και η αδύναμη εγχώρια ζήτηση εν μέρει περιορίζουν την όρεξη των επενδυτών από το εξωτερικό».
Στο άρθρο γίνεται αναφορά και στο θέμα του χρέους, επισημαίνοντας ότι «η έλλειψη σαφήνειας όσον αφορά στην ελάφρυνση του χρέους θα οδηγήσει τελικά σε μια δαπανηρή επανένταξη στις χρηματοπιστωτικές αγορές».
Παράλληλα, σημειώνεται πως οι προοπτικές δεν διαφαίνονται πολλά υποσχόμενες. «Η Ευρώπη είναι απίθανο να συμφωνήσει σε ουσιαστική διαγραφή χρέους, καθώς θέλει να διασφαλίσει ότι ο υπερβολικός δανεισμός της Ελλάδας δεν θα επαναληφθεί αλλού στην ευρωζώνη. Με το χρέος στο 176% του ΑΕΠ και περιορισμένες προοπτικές επιτάχυνσης της ανάπτυξης ή υγιείς εισροές κεφαλαίου, η επένδυση στην Ελλάδα είναι για γερά νεύρα».
Στη συνέχεια, γίνεται αναφορά στις προσπάθειες για μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων της Ελλάδας και στις συζητήσεις συγκεκριμένα για τη δημιουργία μιας «κακής τράπεζας».
Ωστόσο, τονίζεται πως παρά την όποια πρόοδο στα «κόκκινα» δάνεια και τους δημοσιονομικούς στόχους, οι πελατειακές τάσεις αποτελούν ακόμα χαρακτηριστικό της της χάραξης πολιτικής στην Ελλάδα. Επιπλέον, υπογραμμίζεται πως δεν έχουν αντιμετωπιστεί η διαφθορά και η γραφειοκρατία.
Το Bloomberg αναφέρεται και στη στάση της αντιπολίτευσης και συγκεκριμένα στις εξαγγελίες του Κυριάκου Μητσοτάκη περί αναδιάρθρωσης των «κόκκινων» δανείων, περιορισμού των εταιρικών φόρων, μείωσης της γραφειοκρατίας για τους ξένους επενδυτές και «λιγότερο κράτος». Η αρθρογράφος σημειώνει ότι ένα τέτοιο κυβερνητικό πρόγραμμα θα ήταν μια ευπρόσδεκτη εξέλιξη, ωστόσο η προοπτική νέων εκλογών θα μπορούσε να σημάνει μεγαλύτερη αβεβαιότητα και να θέσει περαιτέρω σε κίνδυνο την ανάπτυξη.
Καταλήγοντας, το άρθρο αναφέρει: «Όταν η Ελλάδα βγει από το μνημόνιο σε λίγους μήνες, θα πρέπει να αντιμετωπίσει την παραπαίουσα ανάπτυξη, να αναδομήσει το τραπεζικό της σύστημα και να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις προς μία πιο ανταγωνιστική οικονομία, που θα παίρνει ώθηση από τις επενδύσεις και το εμπόριο και δεν θα στηρίζεται στις δημόσιες δαπάνες και τα κονδύλια της ΕΕ. Ελλείψει αυτών, θα αντιμετωπίσει μη ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης και ίσως, ακόμη χειρότερα, άλλη μία χαμένη δεκαετία».
σχόλια