Μικρότερο ήταν τελικά το πρωτογενές πλεόνασμα του 2016, σύμφωνα με την αναθεωρημένη εκτίμηση της ΕΛΣΤΑΤ.
Συγκεκριμένα, πλεόνασμα ύψους 0,8 δισ. ευρώ (0,5% του ΑΕΠ) υπήρξε πέρυσι στη Γενική Κυβέρνηση, σύμφωνα με τη 2η κοινοποίηση των δημοσιονομικών στοιχείων από την ΕΛΣΤΑΤ στη Eurostat, στο πλαίσιο της Διαδικασίας Υπερβολικού Ελλείμματος.
Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, το ακαθάριστο ενοποιημένο χρέος της Γενικής Κυβέρνησης σε ονομαστικές τιμές εκτιμάται στα 315 δισ. ευρώ, (180,8% του ΑΕΠ). Ενώ το ΑΕΠ διαμορφώθηκε σε 174,199 δισ. ευρώ.
Σημειώνεται ότι με βάση την κοινοποίηση του Απριλίου, το πλεόνασμα ανερχόταν σε 0,7% του ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος σε 179% του ΑΕΠ. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, η επί τα χείρω αναθεώρηση των στοιχείων μεταξύ των δύο κοινοποιήσεων (όπως και οι αναθεωρήσεις για την περίοδο 2013- 2016) οφείλονται κυρίως σε επικαιροποιημένα στοιχεία και σε μεθοδολογικές αλλαγές στην ταξινόμηση κάποιων ειδικών συναλλαγών.
Πέρυσι, η υποστήριξη των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων είχε θετική επίπτωση στο ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης κατά 351 εκατ. ευρώ (0,2% του ΑΕΠ), διότι οι δεδουλευμένες αμοιβές που προκύπτουν από τις εγγυήσεις του διατραπεζικού δανεισμού και του συστήματος ομολογιακών δανείων, καθώς και τα έσοδα από τις προνομιούχες μετοχές των τραπεζών, ήταν υψηλότερα από τις δεδουλευμένες δαπάνες.
Όπως διευκρινίζεται από την ΕΛΣΤΑΤ, στα στοιχεία της κοινοποίησης δεν εμφανίζεται το πλεόνασμα/έλλειμμα με βάση το Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής (μνημόνιο) για την Ελλάδα. Κατά τη μέτρηση του πρωτογενούς ισοζυγίου στο πλαίσιο του Προγράμματος, μια σειρά από δαπάνες και έσοδα αντιμετωπίζονται διαφορετικά από ό,τι αντιμετωπίζονται κατά την κατάρτιση των δημοσιονομικών στοιχείων για τους σκοπούς της Διαδικασίας Υπερβολικού Ελλείμματος.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το ΑΠΕ, τα στοιχεία που αντιμετωπίζονται διαφορετικά στο πλαίσιο του Προγράμματος περιλαμβάνουν τα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις περιουσιακών στοιχείων, συναλλαγές για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και τα έσοδα από μεταφορές ποσών που συνδέονται με εισοδήματα των εθνικών κεντρικών τραπεζών της ευρωζώνης, τα οποία προέρχονται από την κατοχή ελληνικών κρατικών ομολόγων στα επενδυτικά τους χαρτοφυλάκια.