Ανάμεσα στα 1657-59 ο Γιοχάνες Βερμέερ, ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους της "Χρυσής εποχής" στην ολλανδική ζωγραφική ζωγράφισε στο Ντελφτ τη σύνθεση «Κοπέλα που διαβάζει γράμμα δίπλα στο παράθυρο», την ίδια περίοδο που ζωγράφισε τη «Γαλατού», ένα από τα πιο διάσημα έργα του.
Η ελαιογραφία σε καμβά με διαστάσεις σε καμβά 83 × 64.5 εκ. είναι μέρος της συλλογής του μουσείου της Δρέσδης και βρίσκεται στην περίφημη πτέρυγα των Παλαιών Δασκάλων του μουσείου.
Το μουσείο έκανε μια σημαντική αποκάλυψη, στον πίνακα «Κοπέλα που διαβάζει γράμμα δίπλα στο παράθυρο», αποκαλύπτοντας έναν έρωτα που ήταν κρυμμένος στον φόντο του έργου. Η εμφάνιση του έρωτα στον τοίχο επιφέρει τόσο μεγάλη αλλαγή στη σύνθεση σε έναν από τους πιο διάσημους πίνακες του Βέρμεερ που το γερμανικό μουσείο το αποκαλεί «νέο» Βερμέερ.
Ο πίνακας ήταν στη συλλογή του μουσείου για περισσότερα από 250 χρόνια και o κρυμμένος έρωτας ήταν γνωστός από το 1979 όταν ο πίνακας ακτινογραφήθηκε και από το 2009 όταν μπήκε κάτω από υπέρυθρες ακτίνες. Οι συντηρητές και οι ειδικοί θεωρούν ότι η κάλυψη ή η απόκρυψη του έρωτα ήταν έργο του ίδιου του Βερμέερ.
Στην πιο πρόσφατη αποκατάσταση του πίνακα το 2017, οι συντηρητές ανακάλυψαν ότι το χρώμα στον τοίχο στο βάθος του πίνακα που κάλυπτε τον έρωτα είχε προστεθεί από άλλο άτομο.
Όταν τα στρώματα βερνικιού από τον 19ο αιώνα άρχισαν να αφαιρούνται από τον πίνακα, οι συντηρητές ανακάλυψαν ότι το χρώμα διαλυόταν με διαφορετικό τρόπο στο κεντρικό τμήμα του τοίχου από ότι στον υπόλοιπο πίνακα.
Οι εργαστηριακές αναλύσεις αποκάλυψαν ότι υπήρχαν στρώματα βερνικιού και βρωμιάς ανάμεσα στην αρχική εικόνα του τοίχου, τον έρωτα και το τελικό φόντο που γνωρίζουμε, ανάμεσα στα οποία μεσολαβούν χρονικά διαστήματα δεκαετιών. Κατά συνέπεια, ο Βερμέερ δεν θα μπορούσε να έχει ζωγραφίσει ο ίδιος τον έρωτα.
Όταν η ανακάλυψη ανακοινώθηκε στο κοινό το 2019, η ανώτερη συντηρήτρια Ούτα Νέιντχαρτ είπε ότι ήταν «η πιο συγκλονιστική εμπειρία της καριέρας της και ότι το κάνει «ένα εντελώς άλλο έργο ζωγραφικής». Το στρώμα που κάλυπτε τον έρωτα αφαιρέθηκε χειρουργικά με νυστέρι σε μικροσκόπιο αποκαλύπτοντας την εκπληκτικά τροποποιημένη σύνθεση του Βερμέερ.
Ο πίνακας θα εμφανιστεί τον επόμενο μήνα για πρώτη φορά μετά την αποκατάσταση ως πρωταγωνιστής στην μεγάλη έκθεση On Reflection που θα κάνει εγκαίνια στις 10 Σεπτεμβρίου και θα διαρκέσει έως τις 2 Ιανουαρίου 2022 στη Gemäldegalerie της Δρέσδης. Με τα έργα του Βερμέερ που έχουν ανακαλυφθεί να είναι τριάντα πέντε παγκοσμίως, η έκθεση που συγκεντρώνει δέκα από αυτά θεωρείται μια από τις σημαντικότερες εκθέσεις αφιερωμένες στο έργο του.
«Το κορίτσι που διαβάζει ένα γράμμα» θα είναι το κεντρικό στοιχείο της έκθεσης στα δωμάτια του κτιρίου Semper που προορίζονται για τις περιοδικές εκθέσεις. Μαζί με εννέα άλλους πίνακες του Βερμέερ, συμπεριλαμβανομένης της «Γυναίκας με τα μπλε που διαβάζει ένα γράμμα» (Άμστερνταμ, Rijksmuseum) και της «Κοπέλλας δίπλα στο βιργινάλι» (Λονδίνο, Εθνική Πινακοθήκη), που σχετίζονται στενά με τον πίνακα, περίπου 50 έργα θα αφορούν την ολλανδική ζωγραφική ζωγραφική από το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα.
Πίνακες των Pieter de Hooch, Frans van Mieris, Gerard Ter Borch, Gabriel Metsu, Gerard Dou, Emanuel de Witte και Jan Steen θα δείξουν το καλλιτεχνικό περιβάλλον στο οποίο δούλεψε ο Βερμέερ και με το οποίο ήταν σε στενή επαφή. Επιλεγμένα παραδείγματα από άλλα καλλιτεχνικά είδη, όπως σχέδια και εκτυπώσεις, γλυπτά και ιστορικά έπιπλα θα εμπλουτίσουν την έκθεση. Ένα τμήμα της έκθεσης θα αφιερωθεί ειδικά στην τεχνική ζωγραφικής του Βερμέερ και στην αποκατάσταση του έργου «Κοπέλα που Διαβάζει ένα Γράμμα», προκειμένου να απεικονίσει την περίπλοκη, πειραματική διαδικασία που χρησιμοποιήθηκε για τη δημιουργία του πίνακα.
Ο Βερμέερ κατά κύριο λόγο επέλεγε να ζωγραφίσει νεαρές γυναίκες, συνήθως ως μέρος μίας ευρείας σύνθεσης αλλά και σε προσωπογραφίες. Οι πίνακες του διακρίνονται για την αυστηρή σύνθεση τους, τις έντονες χρωματικές αντιθέσεις και τη χρήση του φωτός, για την οποία έχει υποστηριχθεί πως ο Βερμέερ χρησιμοποίησε σκοτεινό θάλαμο για τη δημιουργία των περισσότερων πινάκων του. Ζωγράφιζε κατά μέσο όρο δύο πίνακες το χρόνο, πιθανότατα όχι τόσο για λόγους εμπορικής εκμετάλλευσης αλλά κυρίως για ανθρώπους που εκτιμούσαν τους πίνακές του.
Για τα δεδομένα της εποχής του ολοκλήρωσε πολύ μικρό αριθμό έργων, περίπου πενήντα από τα οποία τριάντα πέντε έχουν διασωθεί.