Η ομίχλη του Λονδίνου και η αύξηση της εξόρυξης άνθρακα στη Μεγάλη Βρετανία στα τέλη του 19ου αιώνα φαίνεται να επηρέασαν τον πρωτοπόρο Γάλλο ζωγράφο Κλωντ Μονέ.
Ερευνητές εξέτασαν περισσότερους από 100 πίνακες του Μονέ και του Βρετανού ζωγράφου Τζόζεφ Μάλλορντ Ουίλιαμ Τέρνερ, ο οποίος δραστηριοποιήθηκε πριν από τον Μονέ, με στόχο να βρουν μια εμπειρική βάση στην υπόθεση ότι οι πίνακες αποτυπώνουν ολοένα και πιο μολυσμένους ουρανούς κατά τη διάρκεια της βιομηχανικής επανάστασης. Σύμφωνα με την μελέτη βρέθηκαν νέα στοιχεία που επιβεβαιώνουν αυτήν την υπόθεση.
Η πρώτη σύνδεση μεταξύ του έργου των δύο καλλιτεχνών και της ρύπανσης έγινε σε ένα δοκίμιο το 2004 που έγραψε ο Τζόναθαν Ρίμπνερ, καθηγητής ευρωπαϊκής τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης.
Η εστίαση της έρευνας έγινε σε αυτούς τους δύο καλλιτέχνες επειδή ζωγράφιζαν κυρίως τοπία και αστικά τοπία, συχνά με επαναλαμβανόμενα μοτίβα, σύμφωνα με τους συγγραφείς της μελέτης.
«Έχοντας ως αντικείμενο έρευνας την ατμοσφαιρική ρύπανση και βλέποντας τα έργα των Τέρνερ, Μονέ και άλλων, στο μουσείο Τέιτ του Λονδίνου αλλά και σε άλλα μουσεία, παρατήρησα μία αλλαγή ύφους σε αυτά», δήλωσε η Άννα Λι Αλμπράιτ, μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο πανεπιστήμιο της Σορβόννης. Η Αλμπράιτ συνέγραψε την έρευνα με τον Πίτερ Χάιμπερς, καθηγητή στο Χάρβαρντ.
«Τα περιγράμματα των πινάκων τους έγιναν πιο θολά, η παλέτα εμφανίστηκε πιο λευκή και το στυλ άλλαξε από πιο παραστατικό σε πιο ιμπρεσιονιστικό: Αυτές οι αλλαγές συμφωνούν με τις φυσικές προσδοκίες για το πώς η ατμοσφαιρική ρύπανση επηρεάζει το φως», πρόσθεσε.
Το παράπονο του Κλωντ Μονέ στη σύζυγό του
Σε ένα γράμμα προς τη σύζυγό του τον Μάρτιο του 1901, ο πρωτοπόρος Γάλλος ζωγράφος Κλωντ Μονέ παραπονέθηκε για την κακοκαιρία που τον εμπόδιζε να εργαστεί, καθώς και για ένα άλλο εμφανές εμπόδιο στη δημιουργικότητά του. «Τα πάντα είναι σαν νεκρά, ούτε τρένο, ούτε καπνός, ούτε πλοίο, τίποτα που να διεγείρει λίγο την έμπνευση», έγραφε.
Ο Μονέ, ο οποίος στις μέρες μας τιμάται ως πατέρας του ιμπρεσιονισμού, βρισκόταν στο Λονδίνο κατά τη διάρκεια ενός από τα τρία ταξίδια που πραγματοποίησε στην πόλη μεταξύ 1899 και 1901, τα οποία απέφεραν πάνω από 100 πίνακες.
Η αναφορά του στον καπνό, που θα προερχόταν άφθονα από τις ατμομηχανές των πλοίων και των τρένων ως πιθανή δημιουργική σπίθα, φαίνεται να τεκμηριώνει τη θεωρία που εδώ και καιρό υποστηρίζεται από ορισμένους ιστορικούς τέχνης σχετικά με το τί βρισκόταν πίσω από τη χαρακτηριστική ονειρική ομίχλη στο έργο του Μονέ.
Ένα οπτικό χρονικό της ατμοσφαιρικής αλλαγής
Κατά την περίοδο που καλύπτουν οι πίνακες, από το 1796 έως το 1901, εξορύχθηκαν τεράστιες ποσότητες άνθρακα για την υποστήριξη της βιομηχανικής παραγωγής και των ατμομηχανών. Μόνο η Βρετανία από 2,9 εκατομμύρια τόνους άνθρακα ετησίως που παρήγαγε το 1700, έφτασε τους 275 εκατομμύρια τόνους μέχρι το 1900, οδηγώντας σε ορατή ατμοσφαιρική ρύπανση που προκάλεσε εκτεταμένα προβλήματα υγείας.
Η αιθάλη από τον άνθρακα δημιουργούσε μια πυκνή, σκοτεινή ομίχλη και ο αριθμός των ημερών με ομίχλη στο Λονδίνο τριπλασιάστηκε μεταξύ 1850 και 1890, από 25 σε 75 ετησίως, σύμφωνα με το Εθνικό Γραφείο Οικονομικών Ερευνών.
«Σε γενικές γραμμές, η ατμοσφαιρική ρύπανση κάνει τα αντικείμενα να φαίνονται πιο θολά, δυσκολεύει την αναγνώριση των άκρων τους και δίνει στη σκηνή μια πιο λευκή απόχρωση, επειδή η ρύπανση αντανακλά το ορατό φως όλων των μηκών κύματος», δήλωσε η Αλμπράιτ.
Η ομάδα αναζήτησε αυτές τις δύο μετρικές, την ισχύ των ακμών και τη λευκότητα, στους πίνακες ζωγραφικής, μετατρέποντάς τους σε μαθηματικές αναπαραστάσεις με βάση τη φωτεινότητα και στη συνέχεια συνέκρινε τα αποτελέσματα με ανεξάρτητες εκτιμήσεις της ιστορικής ατμοσφαιρικής ρύπανσης. «Διαπιστώσαμε ότι υπήρχε μια εκπληκτικά καλή ταύτιση», δήλωσε η Αλμπράιτ.
Οι πίνακες αποτελούν το χρονικό των ιστορικών αλλαγών στο ατμοσφαιρικό περιβάλλον, σύμφωνα με τους ερευνητές, και ιδιαίτερα της αύξησης των εκπομπών διοξειδίου του θείου, ενός ρύπου που προέρχεται από τον άνθρακα και προκαλεί όξινη βροχή και αναπνευστικά προβλήματα.
Η σύνδεση υπερβαίνει την καλλιτεχνική εξέλιξη και το στυλ, σημειώνουν, επειδή το Λονδίνο και το Παρίσι, όπου είχαν την έδρα τους ο Τέρνερ και ο Μονέ αντίστοιχα, εκβιομηχανίστηκαν σε διαφορετικές εποχές και με διαφορετικούς ρυθμούς, γεγονός που αντανακλάται στα έργα τους.
Περαιτέρω αποδείξεις, σύμφωνα με την Αλμπράιτ, προέρχονται από το υπόβαθρο των καλλιτεχνών, και συγκεκριμένα από το ενδιαφέρον του Τέρνερ για την αυξανόμενη επιστημονική κατανόηση του ουρανού εκείνη την εποχή, και από τις επιστολές του Μονέ, που αναδεικνύουν την επίδραση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στη δημιουργικότητά του.
Σε μια άλλη επιστολή ο Μονέ, λέει στη σύζυγό του ότι «τρομοκρατήθηκε» από την έλλειψη ομίχλης, αλλά παρηγορήθηκε όταν «άναψαν οι φωτιές και επέστρεψε ο καπνός και η ομίχλη».
Το πρώτο δοκίμιο της θεωρίας
Ο Τζόναθαν Ρίμπνερ, καθηγητής ευρωπαϊκής τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης, ήταν από τους πρώτους ιστορικούς τέχνης που πρότειναν μια σύνδεση μεταξύ του έργου των δύο καλλιτεχνών και της ρύπανσης, σε ένα δοκίμιο που έγραψε το 2004 για την έκθεση «Turner Whistler Monet», μια έκθεση 100 ιμπρεσιονιστικών πινάκων που περιόδευσε στο Τορόντο, το Παρίσι και το Λονδίνο.
«Όταν είδα τη μελέτη, χάρηκα γιατί πραγματικά υποδηλώνει τη δικαίωση αυτού για το οποίο είχα γράψει πριν από σχεδόν δύο δεκαετίες, ότι δηλαδή η ατμοσφαιρική ρύπανση αποτελεί σημαντικό παράγοντα πλαισίου για ορισμένους πίνακες του 19ου αιώνα», δήλωσε ο Ρίμπνερ στο CNN.
«Ο Τέρνερ και ο Μονέ είναι και οι δύο καλλιτέχνες που έπρεπε να πάνε σε μέρη για να δουν συγκεκριμένες συνθήκες», πρόσθεσε. «Υπήρχε αυτό το φαινόμενο του τουρισμού της ομίχλης, όπου Γάλλοι επισκέπτες, όπως ο Μονέ, πήγαιναν στο Λονδίνο σκόπιμα για να δουν την ομίχλη, επειδή τους άρεσαν τα ατμοσφαιρικά φαινόμενα. Δεν του άρεσε όταν η ομίχλη ήταν τόσο πυκνή που απλά δεν μπορούσε να δει τίποτα, αλλά το μισούσε όταν δεν υπήρχε ομίχλη και είχε γαλάζιο ουρανό, γιατί δεν έμοιαζε με το Λονδίνο. Προφανώς κατέστρεψε μερικούς από αυτούς τους καμβάδες με καθαρό ουρανό».
Από την άλλη, ο κριτικός τέχνης, Σεμπάστιαν Σμι, κατακεραυνώνει το αποτέλεσμα της έρευνας, δηλώνοντας πως «μπερδεύει τις εσωτερικές καλλιτεχνικές επιλογές με τα εξωτερικά ερεθίσματα». Ισχυρίστηκε ότι η αύξηση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τεκμήριο για να εξηγήσει τη εξέλιξη του ύφους ενός ζωγράφου, προσθέτοντας πως κάποια έργα τους είναι «μυθολογικά» και δεν είναι φωτογραφίες μιας οπτικής πραγματικότητας.
Σχετικά με αυτήν την άποψη, η Αλμπράιτ απάντησε ότι δεν ήταν ποτέ σκοπός της έρευνας να μειώσει τις ιστορικά καλλιτεχνικές προσεγγίσεις ή να τοποθετήσει του πίνακες ως κάποιο αποτέλεσμα επιστημονικής ανάλυσης, αλλά να επεκτείνει την κατανόηση και την εκτίμηση αυτών των έργων, προσφέροντας μία νέα οπτική για τη μελέτη τους.
«Αυτό που πιστεύω πως είναι εκπληκτικό στα έργα του Μονέ είναι το ότι δημιουργεί όμορφα ατμοσφαιρικά εφέ από κάτι άσχημο και βρώμικο, όπως ο καπνός και η αιθάλη», πρόσθεσε
«Αυτός και ο Τέρνερ, δεν απέρριψαν την μόλυνση, αλλά κατάφεραν να μετατρέψουν αυτές τις αρνητικές περιβαλλοντικές αλλαγές σε μία πηγή δημιουργικής έμπνευσης».