Η πρώτη θεατρική περφόρμανς στην Εθνική Πινακοθήκη είναι γεγονός και ένα βήμα μιας συνομιλίας ανάμεσα στις παραστατικές τέχνες, με σκοπό τη δημιουργία νέων διαλόγων και την προσέλκυση νέων κοινών.
Πρόκειται για έναν εναλλακτικό τρόπο να δούμε τις εκθέσεις της Πινακοθήκης και μια από τις επιθυμίες της διευθύντριάς της, Συραγώς Τσιάρα, που όπως έχει πει στη LIFO: «… Πιστεύω ότι μια έκθεση μπορεί να γίνει και πιο ελκυστική και να έχει ενδιαφέρον για μεγαλύτερο αριθμό επισκεπτών. Ο κόσμος διψάει για κάτι καινούργιο, έναν ανανεωμένο τρόπο ανάγνωσης. Χρειάζεται ενίσχυση το αφήγημα και το πλαίσιο, εκεί μπορούμε να κάνουμε καλύτερη δουλειά, πιο σύγχρονη…».
Η πρώτη θεατρική περφόρμανς θα πραγματοποιηθεί στις 1, 2 & 3 Μαρτίου, στο πλαίσιο της έκθεσης «Κωνσταντίνος Παρθένης (1878-1967), Η ιδανική Ελλάδα της ζωγραφικής του», της πρώτης ολοκληρωμένης αναδρομικής έκθεσης που αφιερώνεται στο έργο ενός από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της νεοελληνικής τέχνης.
Το κείμενο αφορά μια συζήτηση ανάμεσα στον δημοσιογράφο των εφημερίδων «Αθηναϊκά Νέα» και «Η Πρωία» Νικόλαο Γιοκαρίνη, στις 27 Ιανουαρίου 1930, στην «Πρωία», και στον Κωνσταντίνο Παρθένη, που μόλις έχει κατακτήσει με ειδικό νόμο τη θέση του καθηγητή της Σχολής Καλών Τεχνών.
Αφορμή για την παράσταση δίνει ένα κείμενο γραμμένο το 1930 από τον Νικόλαο Γιοκαρίνη και η σκηνοθεσία της θα γίνει από τον Γιώργο Κουτλή, με τον Γιάννη Τσορτέκη να κρατά το ρόλο του Κωνσταντίνου Παρθένη.
Το κείμενο αφορά μια συζήτηση ανάμεσα στον δημοσιογράφο των εφημερίδων «Αθηναϊκά Νέα» και «Η Πρωία» Νικόλαο Γιοκαρίνη, στις 27 Ιανουαρίου 1930, στην «Πρωία», και στον Κωνσταντίνο Παρθένη, που μόλις έχει κατακτήσει με ειδικό νόμο τη θέση του καθηγητή της Σχολής Καλών Τεχνών.
«Ο Παρθένης είναι ήρεμος, αργόλογος, μετρημένος σαν συγκλητικός» γράφει ο Γιοκαρίνης για τον ζωγράφο που, όπως σημειώνει η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα στον κατάλογο της έκθεσης, η δεκαετία του ’20 τον έχει δει «να αποσύρεται βαθμιαία από τα εγκόσμια και να βυθίζεται στον οραματικό κόσμο της ώριμης ζωγραφικής του, που ενοικείται από αλληγορικές και συμβολικές παραστάσεις.
Οι μορφές του, καμπυλόγραμμες, κυματοειδείς, χορευτικές, εντάσσονται αρμονικά στον χώρο δημιουργώντας μελωδικές ρίμες με τα περιβάλλοντα συνθετικά στοιχεία, δέντρα, βουνά, λόφους. Μνήμες από τους ευρωπαίους συμβολιστές, παλαιότερους και νεότερους (Puvis de Chavannes, Maurice Denis, Ferdinand Hodler), αλλά και επιδράσεις από το Βυζάντιο ή τον Θεοτοκόπουλο, απόλυτα χωνεμένες και υποταγμένες στον προσωπικό κώδικα του ζωγράφου, ανιχνεύονται στα έργα αυτής της περιόδου (Τα αγαθά της συγκοινωνίας, 1920-1925)».
Αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, ο Νικόλαος Γιοκαρίνης, μια δεκαετία αργότερα, το 1941, ορίστηκε Γενικός Διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, αναπόσπαστο μέρος του οποίου ήταν τότε και η νεοσύστατη ΕΛΣ, ενώ υπέδειξε στον αρχιμουσικό Βάλτερ Πφέφερ και στον σκηνοθέτη Ρενάτο Μόρντο, ως εβραϊκής καταγωγής, να παραιτηθούν.
Παράλληλα, εργαζόταν συστηματικά για λογαριασμό της ιταλικής προπαγάνδας. Το 1942 η συνέλευση εργαζομένων τον κατήγγειλε ως συνεργάτη των κατακτητών και πριν από την απελευθέρωση, πιθανότατα για να αποφύγει κατηγορίες, έφυγε στην Ιταλία, από εκεί στο Βερολίνο και μετά τον πόλεμο στη Παρίσι όπου και απεβίωσε γύρω στο 1950.
«Ονομάζεσθε Κωνσταντίνος Παρθένης επαγγέλλεσθε τον ζωγράφον, ορκισθήκατε προ ημερών ως καθηγητής στη σχολή καλών τεχνών, κάμνετε αγγέλους με πολύ μεγάλα φτερά με χέρια διπλάσια περίπου του φυσικού μήκους, κάμνετε οικονομία στην πρώτη ύλη και αφήνετε αζωγράφιστα τα τρία τέταρτα του μουσαμά κάμνετε θολή τη φύση ασχημάτιστα τα φυλλώματα των δέντρων την παναγία με ένα γυμνό μαστό αφρικανικού τύπου την Ευριδίκη ως δηλητηριασμένο όφι τον Ορφέα ως πρωτομάθητο βιολιτζή και το τοπίο κραδαινόμενο ως σεισμόπληκτον. Και είσθε λέγουν μεγάλος ζωγράφος Τα ώτα μας μας σας ακούουν και η καρδιά μας ασπαίρει Απολογηθείτε» του λέει, ενώ στη συνέχεια του λέει «Κατηγορείσθε επί προχειρότητι», με τον Παρθένη να απαντά:
«Οι περισσότεροι πιστεύουν ότι η νέα τέχνη είναι κάτι αφαντάστως εύκολο. Μα τι υπάρχει ευκολότερο από την αντιγραφή ενός αντικειμένου, ενός προσώπου ενός τοπίου; Δεν απαιτεί καμία δημιουργική εργασία. Ο καλλιτέχνης αν έχει μια δεξιοτεχνία κάθεται και αντιγράφει πιστώς χωρίς να κοπιάσει καθόλου ο νους του. Γίνεται υποτακτικός εις τη φύση που είχε πάντα κατωτέρα του νου του. Η Νέα Τέχνη δημιουργεί. Ο νους εργάζεται και η εργασία του είναι η δυσκολότερη καλλιτεχνική εκτέλεση. Κακώς νομίζουν ότι η νέα τέχνη είναι ένα εύκολο πράγμα. Λίγες πινελιές και τελείωσε».
Είναι αποκαλυπτικός ο τρόπος με τον οποίο ο Παρθένης βλέπει την εποχή του, το παρελθόν και το μέλλον.
«Όσο περισσότερον απομακρυνόμεθα από το παρελθόν τόσο καλύτερα θα το βλέπουμε και θα πάψουμε να είμαστε μύωπες» λέει και υποστηρίζει ότι η Ακρόπολη θα αποτελεί παράδειγμα αν γύρω της μεταφέραμε όλα τα καλλιτεχνικά ιδρύματα και ότι ο ίδιος θα τολμούσε να έχτιζε έναν ουρανοξύστη «αν τους ελέγατε να κτίσουν εδώ απέναντι από την Ακρόπολη έναν ουρανοξύστη θα ετρελλαίνονατο. Εγώ θα τον έκτιζα. Θα ήταν το αρμονικώτερο πράγμα, πλάι στον Παρθενώνα, το συμπλήρωμα του» λέει ο Παρθένης.