Την εξαιρετικά περίπλοκη προσωπικότητα μιας σπουδαίας συγγραφέως, από τις σημαντικότερες εκπροσώπους της μεταπολεμικής αμερικανικής πεζογραφίας, της Κάρσον ΜακΚάλερς, παρουσιάζει η συγγραφέας Mary V. Dearborn στη βιογραφία «Carson McCullers: A Life».
Η Dearborn, γνωστή για τις βιογραφίες των Νόρμαν Μέιλερ, Χένρι Μίλερ και Πέγκι Γκουγκενχάιμ, παραδίδει ένα βιβλίο ψύχραιμο και καλά τεκμηριωμένο, άρτιο και «επαγγελματικό». Η προηγούμενη βιογραφία της ΜακΚάλερς γράφτηκε το 1975 από τη Βιρτζίνια Σπένσερ Καρ και θεωρήθηκε ένα πυκνό λογοτεχνικό έργο που περιείχε πολύ περισσότερες λεπτομέρειες, αποχρώσεις, εξυπνάδα και διεστραμμένη ανθρωπιά από την «καθαρή» προσέγγιση της Dearborn, η οποία είναι σαν να βρισκόμαστε σε ένα ιατρείο ή σε ένα μουσείο και η ζωή της Μακ Κάλερς να βρίσκεται σε μια φωτισμένη προθήκη.
Οι ΝΥΤ, συγκρίνοντας τις δυο βιογραφίες, γράφουν ότι το ύφος της Καρ είναι «σαν να βρισκόμαστε σε ένα νυχτερινό κέντρο διασκέδασης ή στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου που βρυχάται. Ένιωθες ότι βρισκόσουν μαζί με τη ΜακΚάλερς σε πραγματικό χρόνο. Η Καρ σου επέτρεπε να βλέπεις περισσότερα πράγματα με την άκρη του ματιού σου».
Ωστόσο, όπως σημειώνει ο συντάκτης του άρθρου, Dwight Garner, η βιογραφία «Carson McCullers: A Life» είναι ένα απαραίτητο βιβλίο. «Εξετάζει πρόσφατα δημοσιευμένο υλικό, συμπεριλαμβανομένων επιστολών και ημερολογίων και, το πιο βασανιστικό, απομαγνητοφωνημένων ψυχιατρικών συνεδριών της ΜακΚάλερς προς το τέλος της ζωής της με τη γιατρό που θα γινόταν η ερωμένη και φύλακάς της. Η ανάγνωση του έργου είναι βάναυση, επειδή η ζωή της ΜακΚάλερς ήταν βάναυση».
Έχουν περάσει επτά χρόνια από την εκατονταετηρίδα της ΜακΚάλερς (1917-67), όταν η Library of America κυκλοφόρησε το σύνολο του έργου της σε δύο τόμους. Ήταν μια ευκαιρία την οποία εκμεταλλεύτηκαν πολλοί κριτικοί για να επανεξετάσουν το έργο της, το οποίο περιλαμβάνει τα μυθιστορήματα «Η καρδιά κυνηγάει μοναχή» (1940) και «Η παράνυφος» (1946), καθώς και τη συλλογή διηγημάτων «Η μπαλάντα του θλιμμένου καφενείου» (1951).
Η Λούλα Κάρσον Σμιθ, γνωστή ως Κάρσον ΜακΚάλερς, γεννήθηκε το 1917 στην Τζόρτζια. Άρχισε να χρησιμοποιεί το σεξουαλικά διφορούμενο μεσαίο όνομά της στο γυμνάσιο και πίστευε ότι θα μπορούσε να γίνει πιανίστρια. Παρακολούθησε μαθήματα δημιουργικής γραφής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης.
Στα 19 της παντρεύτηκε τον Ριβς ΜακΚάλερς, έναν γοητευτικό αστέρα του γυμνασιακού ποδοσφαίρου από την Αλαμπάμα, μελλοντικό ήρωα πολέμου – και μελλοντικό αλκοολικό. Χώρισαν και ξαναπαντρεύτηκαν. Και οι δύο είχαν σχέσεις με άτομα του ίδιου φύλου. Η ανάγκη του ενός για τον άλλο ήταν σταθερή, μέχρι που ο Ριβς αυτοκτόνησε σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στο Παρίσι το 1953.
Η Κάρσον ΜακΚάλερς πέρασε από το πασίγνωστο κοινόβιο συγγραφέων February House στο Μπρούκλιν Χάιτς, όπου έζησε μαζί με μια παρέα άλλων καλλιτεχνών, μεταξύ των οποίων ο ποιητής W.H. Auden, ο συνθέτης Benjamin Britten και η σταρ του μπουρλέσκ και συγγραφέας Gypsy Rose Lee, υπήρξε επιστήθια φίλη του Τενεσί Ουίλιαμς και είδε το «Ανταύγειες σε χρυσά μάτια» να γίνεται ταινία το 1967 με τους Μάρλον Μπράντο και Ελίζαμπεθ Τέιλορ. Πέθανε την ίδια χρονιά, σε ηλικία μόλις 50 ετών, από εγκεφαλικό επεισόδιο.
Στα περισσότερα μυθιστορήματά της αποτυπώνει μικρές πόλεις του πάντα ηττημένου αμερικανικού Νότου και πραγματεύεται θέματα όπως η μοναξιά, οι φυλετικές διακρίσεις, η θέση της γυναίκας και η πνευματική απελευθέρωση. Η γραφή της είναι ρεαλιστική αλλά και βαθιά ποιητική χάρη στην ένταση και το βάθος των συναισθημάτων που προκύπτουν με τρόπο απολύτως φυσικό.
Ιδιαίτερη προσοχή έχει δοθεί, δικαίως, στο χάρισμα της ΜακΚάλερς να απεικονίζει μοναχικούς και «απροσάρμοστους», να μιλά για θέματα ταμπού, όπως οι ψυχικές ασθένειες, ο αλκοολισμός και οι σχέσεις μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου. Η Dearborn επεξεργάζεται αυτά τα θέματα, αλλά ουσιαστικά αφηγείται μια απλή ιστορία, σε πολύ μεγαλύτερη επαφή με τη ζωή παρά με το έργο της.
Ο εκδοτικός κόσμος λατρεύει το παραμύθι της Σταχτοπούτας και η ΜακΚάλερς ήταν μια αληθινή εκδοχή της. Ήταν μόλις 23 ετών όταν εκδόθηκε το «Η καρδιά κυνηγάει μοναχή» και το λογοτεχνικό Μανχάταν έπεσε στα πόδια της. Φωτογραφήθηκε για το «Harper's Bazaar» και τη «Vogue». Ο Τρούμαν Καπότε είχε πει ότι η φωνή του κοριτσιού που ήταν «σαν λεπτό και ψηλό κλαράκι» είχε μια «απαλή ζέστη, σαν ένα ευτυχισμένο καλοκαιρινό απόγευμα που είναι τεμπέλικο αλλά όχι νυσταλέο». Ήταν αδέξια, ψηλή και είχε ανδρόγυνο στυλ – φορούσε κολλαριστά αντρικά ρούχα, με ιδιαίτερη προτίμηση στα λευκά πουκάμισα και τα άσπρα, πεντακάθαρα αθλητικά παπούτσια.
Ο συγγραφέας και κριτικός Alfred Kazin γράφει ότι η ΜακΚάλερς ήταν «η καθαρή ευαισθησία, το καθαρό νεύρο, από το οποίο πέρασαν όλα τα βάσανα του Νότου και της οικογένειας Σμιθ. Ήταν όλο συναίσθημα, ένα αμόνι πάνω στο οποίο η ζωή έριχνε χτυπήματα... Ένα τρεμάμενο ξωτικό με τη γοητεία της αυτολύπησης. Πάντα με προβλήματα ταυτότητας. Η εσωτερικότητα του αμερικανικού ντοστογιεφσκικού είδους χωρίς την παραμικρή πολιτική έννοια της λέξης... Ο αναχωρητισμός του Νότου».
Η ΜακΚάλερς ήταν εκκεντρική. Ήταν άπορη, δημιουργούσε ασφυξία στους γύρω της χρησιμοποιώντας υπερβολική γλώσσα και έντονες χειρονομίες. Βραχυπρόθεσμα, αυτά τα πράγματα μπορεί να είναι εξαιρετικά ελκυστικά. Μακροπρόθεσμα, μπορεί να κάνουν τους πάντες να σε μισούν. Προς το τέλος αυτής της βιογραφίας, όταν έχει καταρρεύσει από το ποτό και την ασθένεια, η ΜακΚάλερς δέχεται πολλές προσβολές από εχθρούς και φίλους. Η νότια προφορά της ήταν αξιολάτρευτη, μέχρι που άρχισαν να την κοροϊδεύουν πίσω από την πλάτη της.
Η προσωπική ζωή της ΜακΚάλερς ήταν μπερδεμένη και γεμάτη ανεκπλήρωτα συναισθήματα. Όσον αφορά τις γυναίκες που ερωτευόταν, την τραβούσε ένας συγκεκριμένος τύπος: μεγαλύτερες, κομψές, απόμακρες και ως επί το πλείστον μη διαθέσιμες. Είχε πολλούς γκέι άνδρες φίλους και απολάμβανε τη σημασία που της έδιναν. Πολλά από τα σκηνικά αυτού του βιβλίου λειτουργούν ως μια πλούσια ιστορία της queer κουλτούρας κατά τις δεκαετίες του 1940, του '50 και του '60.
Είχε πάθει δύο σοβαρά εγκεφαλικά επεισόδια μέχρι τα 30 της, τα οποία προκλήθηκαν εν μέρει από λοιμώξεις εξαιτίας του στρεπτόκοκκου από τον οποίο είχε προσβληθεί νεότερη. Το δεύτερο την άφησε μερικώς παράλυτη από την αριστερή πλευρά. Κάποιοι την κατηγόρησαν ότι η παράλυση ήταν προσποιητή επειδή φαινόταν να έρχεται και να φεύγει. Αλλά δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η ΜακΚάλερς ήταν βαθιά άτυχη όσον αφορά την υγεία της. Το δεύτερο μισό του βιβλίου είναι μια παράθεση ασθενειών, συμπεριλαμβανομένης της ριζικής μαστεκτομής και ενός θρόμβου στον πνεύμονά της. Ο κατάλογος με τα χάπια που έπαιρνε γεμίζει ολόκληρες παραγράφους.
Το ποτό δεν τη βοηθούσε. Προερχόταν από οικογένεια αλκοολικών και ζούσε πίνοντας το ένα ποτό πίσω από το άλλο. Σε μια συνηθισμένη ημέρα, έπινε δύο μεγάλα ποτά τρεις φορές την ημέρα: πριν από το μεσημεριανό γεύμα, πριν από το δείπνο και πριν από τον ύπνο, εκτός από το κρασί που έπινε με τα γεύματα. Κάθε ποτό που έπινε για να στηρίξει το καταρρέον ηθικό της ήταν μια ακόμα πράξη στο δράμα της ημέρας. Ζαλιζόταν και το μυαλό της θόλωνε. Ο φίλος της, Τενεσί Ουίλιαμς, είχε σχολιάσει: «Ούτε ψάρι δεν θα μπορούσε να πιει τόσο πολύ χωρίς να πάει στον πάτο».
Εκτός από τα προβλήματα υγείας, τον αλκοολισμό και τις ερωτικές της περιπέτειες, η ΜακΚάλερς θεωρούνταν όλο και πιο ενοχλητική – μια ντίβα με τη μορφή μιας άστεγης. Όταν πλησίαζε κάποιον τού δημιουργούσε αυτομάτως ένστικτα φυγής.
Η τέως «κοσμικογράφος» και συγγραφέας Eudora Welty και η συγγραφέας Katherine Anne Porter συνδέθηκαν χάρη στην αντιπάθεια που έτρεφαν προς στο πρόσωπό της. Η Welty την αποκαλούσε «αυτή η μικρή φουκαριάρα». Για τη διηγηματογράφο Jean Stafford ήταν «η πιο εκνευριστική». Η ηθοποιός Julie Harris, η οποία πρωταγωνίστησε το 1950 στο «Η παράνυφος» στο Μπρόντγουεϊ, παρατήρησε ότι «όλοι ήταν σκλάβοι της». Η συγγραφέας του «New Yorker», Janet Flanner, την αποκάλεσε «αξιοθρήνητο θέαμα». Ένας από τους εκδότες της έχει πει ότι το να είσαι μαζί της ήταν σαν «να σε παλουκώνουν στη δεύτερη πράξη ενός έργου του Τενεσί Ουίλιαμς».
Όλα αυτά τα «χτυπήματα» προσφέρουν πολύ ζωντανό υλικό, αλλά κανένας μας δεν είναι μόνο όσα λένε οι άλλοι για εμάς. Αυτό που η ΜακΚάλερς αποκαλούσε «τη θλιβερή, ευτυχισμένη ζωή της» η συγγραφέας το φωτίζει προβάλλοντας το ανατρεπτικό ταλέντο μιας συγγραφέως που έζησε σαν μοναχική παρατηρήτρια και επισημαίνοντας τη βαθιά ανθρωπιά της.
Με πληροφορίες από Νew York Times