Η ΤΖΟΑΝ ΝΤΙΝΤΙΟΝ δεν είχε κανένα πρόβλημα να βυθιστεί στις εμπόλεμες ζώνες του πλανήτη παρά το γεγονός ότι υπέφερε από άγχος και ημικρανίες. Η μικροκαμωμένη γυναίκα που χάριζε στους φίλους της βιβλία με λουλούδια ανάμεσα στις σελίδες δεν δίσταζε να μεταχειρίζεται με τον πιο καυστικό και αδίστακτο τρόπο πολιτικούς, σταρ του σινεμά και άλλες επιφανείς προσωπικότητες στα γραπτά της.
Λάτρευε τις οικιακές παραδόσεις, αγαπούσε τα οικογενειακά Χριστούγεννα και έφτιαχνε ζελέ από ρόδι με την κόρη της – ακόμη κι αν η δουλειά της άφηνε ελάχιστο χρόνο για τέτοιες στιγμές. Κάποτε, ως νέοι γονείς που ήταν εξαιρετικά καταπονημένοι από τις επαγγελματικές και οικογενειακές υποχρεώσεις, εκείνη και ο –επίσης συγγραφέας– σύζυγός της, ο Τζον Γκρέγκορι Ντουν, έφτασαν στα πρόθυρα του διαζυγίου. Όμως η σχέση τους επιβίωσε και ο γάμος τους άντεξε για 39 χρόνια, μέχρι τον θάνατό του το 2003.
Στο βιβλίο της με τίτλο The World According to Joan Didion («Ο κόσμος σύμφωνα με την Τζόαν Ντίντιον»), η Evelyn McDonnell, συγγραφέας και καθηγήτρια δημοσιογραφίας στο Πανεπιστήμιο Loyola Marymount, μένει μακριά από την παραδοσιακή βιογραφία. Αντ' αυτού, θέτει ως στόχο να δημιουργήσει «ένα σημειωματάριο» για την Ντίντιον, αποτυπώνοντας «τι σήμαινε για εκείνη να είναι εκείνη, σε διαφορετικά μέρη και διαφορετικές εποχές».
Ρήσεις όπως «οι συγγραφείς πάντα ξεπουλάνε κάποιον» χάρισαν στην Ντίντιον μια σαρκαστική ή και σκοτεινή αύρα, την οποία η συγγραφέας αυτής της νέας βιογραφίας αμφισβητεί.
Ίσως αυτός να είναι ένας τρόπος για να κάνει πιο προσιτή μια μορφή την οποία η McDonnell, όπως πολλοί της γενιάς της, θεωρεί «τη συγγραφέα των συγγραφέων, μια μαστόρισσα της τέχνης της». Η Ντίντιον, γράφει η McDonnell στο βιβλίο της, δεν ήταν τίποτα λιγότερο από «ένας ζωντανός θρύλος για μένα, κάποια την οποία διάβαζα, δίδασκα, θαύμαζα, προσπαθούσα να μιμηθώ – από μακριά».
Γεννημένη στο Σακραμέντο της Καλιφόρνια το 1934, η Ντίντιον ήταν μία από τις ελάχιστες γυναίκες που ανήκαν στην πρωτοπορία της Νέας Δημοσιογραφίας των μέσων του 20ού αιώνα. Στόχος της ήταν να προσδώσει στο εξαντλητικό ρεπορτάζ της τον ρυθμό, την πρόζα και το ταλέντο ενός μυθιστοριογράφου. Η μητέρα της ήταν εκείνη που πυροδότησε την κλίση της μικρής όταν έδωσε στην 5χρονη Τζόαν ένα σημειωματάριο ενθαρρύνοντάς την να σημειώνει ό,τι σκεφτόταν.
Η Ντίντιον μαθήτευσε στο δωμάτιό της δακτυλογραφώντας σελίδες με πεζά κείμενα του Χέμινγουεϊ και τελειοποίησε τη «φωνή» της στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ. Μετά το Μπέρκλεϊ, μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, όπου ξεκίνησε να γράφει για τη Vogue και άλλα περιοδικά.
Παρότι εντρυφούσε βαθιά στη ζωή των «αντικειμένων» της, ήταν πάντα ψυχρή, αντικειμενική και σκληρόπετση όταν έφτανε η ώρα να γράψει. Διέψευδε επίσης κάθε αντίληψη ότι η δουλειά της ήταν εύκολη. «Ο πόνος με κρατούσε ξύπνια τις νύχτες», θα έλεγε αργότερα για την περίοδο που έγραφε το Slouching Towards Bethlehem που την καθιέρωσε, «και έτσι για είκοσι ώρες την ημέρα έπινα τζιν με ζεστό νερό για να αμβλύνω τον πόνο και μετά έπαιρνα Dexedrine για να αμβλύνω την επίδραση του τζιν και να μπορέσω να συγκεντρωθώ στο γράψιμο».
Εκτός από τα εξαίρετα δημοσιογραφικά της δοκίμια, η Ντίντιον συνεργάστηκε με τον σύζυγό της στα σενάρια ταινιών όπως «Πανικός στο Νιντλ Παρκ» (1971) και «Ένα αστέρι γεννιέται» (1976) και έγραψε επίσης μυθιστορήματα, μεταξύ των οποίων τα Play It as It Lays (1970) και Democracy (1984). Η κόρη τους, Κουιντάνα, τους ακολουθούσε όπου κι αν πήγαιναν και στα τέλη της δεκαετίας του 1980 η ίδια εργαζόταν στη Νέα Υόρκη, ενώ οι γονείς της μετακόμισαν από την Καλιφόρνια στο διαμέρισμα του Μανχάταν που θα γινόταν το τελευταίο τους σπίτι.
Ήταν στα τέλη του 2003 όταν τα πράγματα έγιναν ζοφερά. Η 37χρονη Κουιντάνα νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο τα Χριστούγεννα, με πνευμονία και παγκρεατίτιδα. Στις 30 Δεκεμβρίου, ο Ντουν έφυγε ξαφνικά από τη ζωή ύστερα από μια μοιραία καρδιακή προσβολή. Μετά από πολλές ταλαιπωρίες, η Κουιντάνα υπέκυψε και η ίδια τον Αύγουστο του 2005. Η Ντίντιον κατέγραψε τις δύο βαρύτατες αυτές απώλειες στα βιβλία της The Year of Magical Thinking (2005) και Blue Nights (2011).
Η Ντίντιον συχνά φαινόταν υπερφυσικά αποστασιοποιημένη και στωική στις φωτογραφίες της, είτε ποζάροντας δίπλα στη λευκή Κορβέτ της είτε στο μπαλκόνι του σπιτιού στο Μαλιμπού, με το ποτό στο αριστερό της χέρι και το τσιγάρο στο δεξί. Το 2011, στα 75 της χρόνια πλέον, δεν απέφευγε τις σκληρές αλήθειες για τη γήρανση και τη μοναχική διαδρομή επιστροφής στο σπίτι. Η συγγραφέας που είχε προεδρεύσει στα πιο κομψά σουαρέ φοβόταν ότι αν τολμούσε να βγει για δείπνο, ίσως να μην είχε τη δύναμη να γυρίσει σπίτι. «Δεν θα ξαναφορέσω τα κόκκινα σουέτ σανδάλια με τα τακούνια των τεσσάρων ιντσών», έλεγε τότε.
Ρήσεις όπως «οι συγγραφείς πάντα ξεπουλάνε κάποιον» χάρισαν στην Ντίντιον μια σαρκαστική ή και σκοτεινή αύρα, την οποία η συγγραφέας αυτής της νέας βιογραφίας αμφισβητεί: «Πολλοί μιλούν για το σκοτάδι στη γραφή της Τζόαν, αλλά συχνά τους διαφεύγει η αίσθηση του χιούμορ της, το σκανδαλώδες κέφι και η ανελέητη σάτιρα». Αυτή η κωμική ευαισθησία, όμως, βρισκόταν πάντα στην υπηρεσία μιας μεγαλύτερης επιδίωξης. Όπως είχε γράψει και η ίδια άλλωστε στην πιο διάσημη ίσως φράση της, «λέμε στους εαυτούς μας ιστορίες για να ζήσουμε».
Με στοιχεία από The Wall Street Journal