Απεβίωσε σήμερα ο διακεκριμένος Έλληνας ποιητής και μεταφραστής, Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος μετά από μάχη με τον καρκίνο.
Ο δημιουργός του «Σύσσημον ή Τα κεφάλαια», ενός έπους της παρακμής που αποτελεί θηριώδες κατόρθωμα της σύγχρονης ελληνικής ποίησης, γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1945 στα Εξάρχεια. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές και τη θητεία του εργάστηκε για δεκαεννιά χρόνια ως φαρμακαποθηκάριος. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του περιοδικού «Εκηβόλος» μαζί με τον Βασίλη Διοσκουρίδη και την Τζούλια Τσιακίρη.
Ήταν μια μοναδική προσωπικότητα των γραμμάτων και των τεχνών που κατάφερε να αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα του στους ποιητικούς και λογοτεχνικούς κύκλους. Ο λόγος του ήταν διάστικτος από αναφορές, πολύσημος, συχνά αινιγματικός, πάντα όμως παραμυθητικός, σαν αρχαίο τραγούδι.
Ήταν βαθύς γνώστης της παράδοσης και της λογοτεχνίας. Ένα ελεύθερο πνεύμα που δεν τον ενδιέφερε καθόλου η δημοσιότητα και η προβολή, ξεχώριζε για τη λιτότητα του βίου του και πάντοτε είχε έναν δισταγμό απέναντι στις φιλοφρονήσεις. H μοναδική φορά που δέχτηκε να μιλήσει στα μέσα ήταν για χάρη της LiFO, που του αφιέρωσε ένα εξώφυλλό της.
Πηγή έμπνευσης του πολυσχιδούς έργου του ήταν η ποίηση του Γάλλου Κρετιέν ντε Τρουά, τα κείμενα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη αλλά και το ποιητικό έργο του Μίλτου Σαχτούρη και του Νίκου Καρούζου.
Το έργο της ζωής του, αυτό το εκτεταμένο opus incertum, μια μακρά αφήγηση σε ελεύθερο στίχο, που ξεκίνησε να γράφει το 1985, το χαρακτήριζε ως «ένα πνευματικό ταξίδι με αφορμή έναν θάνατο και ένα μνημόσυνο». Τον απασχολούσε έντονα η δύναμη της γλώσσας, πρέσβευε ότι «η μεγάλη τέχνη γεννιέται μέσα σε δύσκολες συνθήκες» και θεωρούσε ότι η ιερότητα της ζωής είναι κάτι ανώτερο από την πίστη σε Θεό.
Παράλληλα με τη συγγραφική του ενασχόληση καταπιάστηκε και με τη μετάφραση, ιδίως του αρχαίου δράματος. Η «Αντιγόνη», που παίχτηκε στην Επίδαυρο το 2007 σε σκηνοθεσία Λ. Βογιατζή, και ο «Οιδίποδας» στηρίζονταν στη δική του μετάφραση. Το 1988 δημοσίευσε σε πενήντα αντίτυπα εκτός εμπορίου το πρώτο από τα οκτώ Φυλλάδια που έμελλε να συγκροτήσουν το «Σύσσημον» και το απευθύνει, όπως σημειώνει ο ίδιος, στα «επιλεγμένα πρόσωπα» που συμμερίζονταν τους ποιητικούς του προβληματισμούς.
Πηγή έμπνευσης του πολυσχιδούς έργου του ήταν η ποίηση του Γάλλου Κρετιέν ντε Τρουά, τα κείμενα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη αλλά και το ποιητικό έργο του Μίλτου Σαχτούρη και του Νίκου Καρούζου. Ήταν πολλοί, αλλά συγκεκριμένοι όλοι εκείνοι που επηρέασαν τη γραφή του και την ποιητική του γλώσσα. Όπως έχει επισημάνει στο παρελθόν ο Χάρης Βλαβιανός, αποτελούσαν για εκείνον πάντοτε βασικές επιρροές «η αρχαία τραγωδία, ο Πίνδαρος, οι μεσαιωνικές μυθιστορίες, οι ισλανδικές σάγκες αλλά και τα Αυτόγραφα του Σολωμού και το “Μήτηρ Θεού” του Σικελιανού, τα οράματα του Γέιτς, τα “Κάντος” του Πάουντ, η “Ανάβαση” του Σεν-Τζον Περς, τα “Τρία κρυφά ποιήματα” του Σεφέρη και το “Φωτόδεντρο” του Ελύτη».
Στην τελευταία του συνέντευξη που παραχώρησε για τη στήλη «Οι Αθηναίοι» της έντυπης LiFO είχε εξομολογηθεί: «Με αυτόν τον τρόπο ήρθαν τα πράγματα και εγκαταστάθηκα στου Φιλοπάππου (γεννημένος στα Εξάρχεια το 1945, σε ένα λαϊκό σπίτι της οδού Πλαπούτα με εσωτερική αυλή ‒ μεγάλωσα στη Νέα Σμύρνη, στα πέριξ της Αγίας Φωτεινής, σε μια μονοκατοικία με κήπο στην οδό Αγχιάλου, πλάι στο σπίτι ενός τυφλού μουσικού που δίδασκε βιολί, μαντολίνο και ακορντεόν· η μητέρα μου και όλο το γένος της ήταν πρόσφυγες από τη Σμύρνη). Εδωνά, λοιπόν, στον λιλιπούτειο οίκο του Φιλοπάππου, ήταν που προσηλώθηκα στη μακρά συγγραφή ‒ στου έργου το μυστικό το επτασφράγιστο».
Και συνέχιζε: «Από αναβολή σε αναβολή και ανεβαίνοντας όλη την κλίμακα των δισταγμών, ήμουν πια σαράντα χρονών όταν αποφάσισα, μανικά και εμμονικά, να ακολουθήσω το νήμα της μελάνης ‒σέπια, μαύρο, κυανό, τεφρό, βαθυπράσινο‒ και παίρνοντας καταπόδι τις αποχρώσεις μιας λεπτής κλωστής, που εύκολα κόβεται και ξεβάφει, να πάω στα έσχατα. Οι φωνές μέσα μου, “μην ασχοληθείς με το γράψιμο, τα γράμματα είναι μαγεμένα”, είχαν ανεξήγητα σωπάσει».
Τι ήταν, όμως, αυτό που τον ξεχώριζε; Ο Κωστής Παπαγιώργης έγραφε στη LiFO για το έργο του Νίκου Παναγιωτόπουλου: «Το “Σύσσημον” του Νίκου Παναγιωτόπουλου, λαθροδιάσημο και κομμάτι εκτός λογοτεχνικού νόμου εδώ και είκοσι χρόνια, επιτέλους πήρε την τελική μορφή του και πάτησε πόδι. Όποιος δεν αντέχει τον κόσμο ένα γύρω, με τα χρόνια νιώθει τη γλώσσα του κομμένη και τον νου του σε κατάσταση θυέλλης. Η ντόπια ανθρωπότητα, όσο μικρή κι αν είναι, στήνει γιορτές, δοξάζει τον εαυτό της καθώς κοιτάζεται στον καθρέφτη της στιγμής, θεωρεί νόμο το φρόνημά της και ενασμενίζεται για τα κατορθώματά της. Ο απότακτος δεν υπάρχει· ο υπεράριθμος μετράει τα βήματα μέσα στο κελί της ανωνυμίας του, και ένα μόνο δεν ανέχεται: να ζητήσει χάρη. Λένε από παλιά ότι αν κάποιος τα βάλει με όλους πρέπει να είναι θύμα ή ποιητής. Η πλειοψηφία έχει εύκολο το συλλαλητήριο· έχει δίκιο μόνο και μόνο επειδή επιτυγχάνει απαρτίες, μετράει κεφάλια, κρατάει το νόμισμα, έστω και αν δεν έχει ικανά δόντια για να το δαγκώσει. [...] Αυτό το εκτυφλωτικό σκότος 484 σελίδων, ήτοι η αδίδακτη τέχνη ενός ανθρώπου που έμαθε να αναμοχλεύει τα σωθικά του, μετουσιώνεται μαστορικά σε κοινό μάθημα και διαβάζεται νεράκι από το Α ως το Ω. Όποια κι αν είναι η εκλεπτυσμένη μας ηλιθιότητα, καταλαβαίνουμε ότι δεν έχουμε να κάνουμε με ατομικά μυστικά, με απόκρυφες αμαρτίες· το βάθος είναι πάντα η κοινότητα, οι μεταστάσεις της βασανισμένης ψυχής που φέρνει και παίρνει τις γενιές, που ανακλαδίζεται μέσα στην Ιστορία χωρίς φανερό μέτρο και ρυθμό. Στα σκληρά τερτίπια της περιπλάνησης το “Σύσσημον” αριστεύει. Η φθορά, όπως ξέρουμε από προσωπική πείρα, αρέσκεται στην αποτυχία· όποιος κόβει το κεφάλι του, αυτόματα φρονεί ότι έχει αποκεφαλίσει και τον κόσμο. Αλλά το “Σύσσημον” δεν αποφασίζει να κατοικήσει στην “εποχή των λυπημένων ανθρώπων”».
Σπάνια συναντά κανείς στις μέρες μας ανθρώπους με το εκτόπισμα της προσωπικότητας του Νίκου Παναγιωτόπουλου. Η κληρονομιά του στον χώρο της ποίησης όχι μόνο θα καταστεί ανθεκτική στον χρόνο αλλά είναι βέβαιο ότι θα συνεχίσει να μας εμπνέει. Αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο έργο, αξίζει να τον θυμόμαστε σήμερα μέσα από τα δικά του λόγια: «“Τι είναι ο άνθρωπος!/ πράγμα ζυμωμένο με νερό / σημείο τρόμου / κάθε κομμάτι της σάρκας του / και παροιμία για τις επόμενες γενιές./ — «Ώστε όταν πια δεν είμαι τίποτα / τότε γίνομαι πραγματικά άνθρωπος;”».