Τον Οκτώβριο του 2021 απονεμήθηκε στον 60χρονο δημοσιογράφο Ντμίρι Μουράτοφ, έναν από τους ιδρυτές και διευθυντή της ρωσικής εφημερίδας Νόβαγια Γκαζέτα, το Νόμπελ Ειρήνης που μοιράστηκε με την δημοσιογράφο από τις Φιλιππίνες Μαρία Ρέσα. Στο σκεπτικό της επιτροπής γράφτηκε ότι «εδώ και δεκαετίες υπερασπίζεται την ελευθερία της έκφρασης στη Ρωσία σε όλο και πιο δύσκολες συνθήκες».
Η εφημερίδα του Μουράτοφ έκλεισε ως απάντηση στην ολοένα και πιο δρακόντεια λογοκρισία του Κρεμλίνου και ο δημοσιογράφος ανακοίνωσε ότι θα δημοπρατήσει το μετάλλιο Νόμπελ υπέρ της Ουκρανίας και δωρίσει τα έσοδα στους Ουκρανούς πρόσφυγες.
Λίγο μετά τη βράβευσή του ο Ρώσος δημοσιογράφος δήλωσε ότι πιστεύει ότι το βραβείο θα έπρεπε να είχε απονεμηθεί σε έναν διαφορετικό Ρώσο: τον φυλακισμένο ηγέτη της αντιπολίτευσης Αλεξέι Ναβάλνι.
Με την εφημερίδα του να έχει αναστείλει την έκδοσή της στα τέλη Μαρτίου, ο Μουράτοφ που έχει ήδη ανακοινώσει ότι θα δωρίσει τα περίπου 500.000 δολάρια του βραβείου του για την υποστήριξη διαφόρων φιλανθρωπικών σκοπών, και είπε ότι οι ρώσικοι νόμοι καθιστούν αδύνατη την αληθινή κάλυψη του πολέμου στην Ουκρανία, αποφάσισε να δημοπρατήσει το ίδιο το χρυσό μετάλλιο 23 καρατίων, σε μια πράξη αλληλεγγύης. "Αν κοιτάξουμε τον αριθμό των προσφύγων, και τα 14 εκατομμύρια Ουκρανών που εκτοπίστηκαν, ουσιαστικά έχουμε τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι μια τραγωδία", είπε.
Στις 20 Ιουνίου, το μετάλλιο θα πωληθεί στη Νέα Υόρκη από τον οίκο δημοπρασιών Heritage Auctions. Όλα τα έσοδα θα διατεθούν στη UNICEF, για να βοηθηθούν τα παιδιά που είναι πρόσφυγες από την Ουκρανία.
Ο οίκος δημοπρασιών, ο οποίος δεν θα λάβει καμία προμήθεια, έχει πουλήσει αρκετά μετάλλια Νόμπελ, συμπεριλαμβανομένου εκείνου του Φράνσις Κρικ, ενός εκ των επιστημόνων που ανακάλυψε του DNA, το οποίο απέφερε το 2013 το ποσό ρεκόρ των 2,3 εκατομμυρίων δολαρίων.
Ο Μουράτοφ είπε ότι εμπνεύστηκε τη δημοπρασία του μεταλλίου του από τον Δανό φυσικό Niels Bohr που πούλησε το μετάλλιό του για να βοηθήσει τη φινλανδική πολεμική προσπάθεια μετά τη σοβιετική εισβολή στη Φινλανδία το 1939 και συνέκρινε εκείνη την εισβολή για την οποία οι Σοβιετικοί είχαν ισχυριστεί ότι «θα επιτεθούν στη Φινλανδία για να μην τους επιτεθεί εκείνη».
Με τον ελεύθερο τύπο να πολιορκείται εδώ και δεκαετίες στη Ρωσία, ο Μουράτοφ είναι ένα εμβληματικό πρόσωπο της αντίστασης στη λογοκρισία.
Η Novaya Gazeta, ιδρύθηκε το 1993 με χρηματοδότηση από τον Μιχαήλ Σ. Γκορμπατσόφ και είναι γνωστή εδώ και δεκαετίες για τα ρεπορτάζ της από τις ζώνες συγκρούσεων, τις έρευνές της και τις εκστρατείες της υπέρ των παιδιών με σπάνιες ασθένειες ή των οικογενειών που αντιμετωπίζουν δυσκολίες.
Οι δημοσιογράφοι της είναι ακτιβιστές, ερευνητές και έξι από αυτούς έχουν δολοφονηθεί από το 2000. Ανάμεσά τους η Άννα Πολιτκόφσκαγια, που κάλυπετε τα γεγονότα του πολέμου της Ρωσίας στην Τσετσενία, η οποία πυροβολήθηκε στο ασανσέρ της πολυκατοικίας της στη Μόσχα το 2006. Τα πορτρέτα τους κρέμονται στα γραφεία της εφημερίδας στη Μόσχα και το Νόμπελ Ειρήνης είναι φόρος τιμής σε αυτούς έχει δηλώσει ο Μουράτοφ.
Η Novaya Gazeta αρνήθηκε όλα τα προηγούμενα χρόνια όπως γράφουν οι ΝΥΤ να συνδιαλλαγούν με την κυβέρνηση του Βλαντίμιρ Πούτιν και ο ίδιος ο Μουράτοφ αρνήθηκε να κάνει ορισμένους στρατηγικούς συμβιβασμούς, όπως να μη δημοσιεύσει τις έρευνες για τον πλούτο που κατέχουν μέλη της οικογένειας, ερωτικοί σύντροφοι και ο στενός κύκλος του Πούτιν και κατάφερε να κρατήσει ανοιχτή την εφημερίδα μέσα σε απίστευτους εκβιασμούς, και τους κινδύνους που ενέχει η απόφασή του να κάνει ανεξάρτητη δημοσιογραφία.
Όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου και το Κρεμλίνο θέσπισε έναν νέο σκληρό νόμο που τιμωρεί με φυλάκιση έως και 15 ετών όποιον διαδίδει "ψευδείς πληροφορίες" για την εισβολή, ποινικοποιώντας ουσιαστικά την ανεξάρτητη δημοσιογραφία στην κάλυψη του πολέμου. Για παράδειγμα θα μπορούσε να είναι παράνομο να τον αποκαλέσει κανείς "πόλεμο" και όχι "ειδική στρατιωτική επιχείρηση".
Η Novaya Gazeta που είναι συμμετοχική εφημερίδα, που ανήκει κατά πλειοψηφία στους υπαλλήλους της, παρέμεινε ανοιχτή για 34 ημέρες, καθώς τα περισσότερα άλλα ανεξάρτητα ρωσικά μέσα έκλεισαν, πολλοί δημοσιογράφοι εγκατέλειψαν τη χώρα και πολλοί δυτικοί ειδησεογραφικοί οργανισμοί ανέστειλαν τη λειτουργία τους, σε ένα «ολοκαύτωμα των μέσων ενημέρωσης» όπως το αποκάλεσε ο Μουράτοφ.
Στις 28 Μαρτίου, η εφημερίδα ανακοίνωσε ότι θα αναστείλει τη λειτουργία της, αφού έλαβε δύο προειδοποιήσεις ότι η κάλυψη των γεγονότων του πολέμου είχε παραβιάσει τον νόμο. Ο Μουράτοφ πιστεύει ότι η συνέχιση της έκδοσης της εφημερίδας θα έβαζε σε κίνδυνο τη ζωή των υπαλλήλων του.
Στις 7 Απριλίου ο Μουράτοφ δέχθηκε επίθεση αφού επιβιβάστηκε σε τρένο στη Μόσχα, όταν ένας άνδρας πέταξε στο πρόσωπό του λαδομπογιά με ασετόν, φωνάζοντάς του: «Μουράτοφ, αυτό είναι για τα αγόρια μας», πιθανότατα αναφερόμενος στον ρωσικό στρατό. Ο Κίριλ Μαρτίνοφ, εκδότης της εφημερίδας ανέφερε στο twitter πως ο Μουράτοφ έλαβε ιατρική βοήθεια, ωστόσο η όρασή του μπορεί να επηρεαστεί από τη μπογιά. Η εφημερίδα τις επόμενες μέρες, τις τελευταίες της λειτουργίας της, δημοσίευσε φωτογραφίες και στο πλαίσιο μιας έρευνας κατονόμασε τον άνδρα και τον συνέδεσε με μια ομάδα που αρνήθηκε ότι πραγματοποίησε την επίθεση. Όταν ρωτήθηκε αν φοβάται, απάντησε "Στην εφημερίδα, έχουμε συμφωνήσει ότι δεν απαντάμε ποτέ σε δύο ερωτήσεις:"Πώς προστατεύετε τους υπαλλήλους σας; Και φοβάστε;"
Δυο εβδομάδες πριν από την επίθεση στον Μουράτοφ, άγνωστοι άφησαν ένα κομμένο κεφάλι γουρουνιού έξω από την πόρτα του Αλεξέι Βενεντίκτοφ, αρχισυντάκτη της Echo of Moscow, ενός φιλελεύθερου ραδιοφωνικού σταθμού που σίγησε από τον «αέρα» και στη συνέχεια διαλύθηκε στις αρχές Μαρτίου.
Περίπου 50 από τους 120 δημοσιογράφους της Novaya Gazeta έχουν εγκαταλείψει τη χώρα, είπε. Ορισμένοι λειτουργούν ανεξάρτητα και έχουν ξεκινήσει ένα ευρωπαϊκό παρακλάδι, τη Novaya GazetaEuropa, από τη Ρίγα της Λετονίας.
Άλλοι εξακολουθούν να βρίσκονται στο πεδίο, είπε, γράφοντας για ευρωπαϊκά και άλλα ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία. Ο κ. Μουράτοφ είπε ότι σχεδιάζει να ξεκινήσει ένα κανάλι στο YouTubeστη Μόσχα, όπως έκαναν ορισμένα κλειστά πρακτορεία. Όσον αφορά την εφημερίδα, ελπίζει να συνεχίσει την έκδοσή της μετά το τέλος του πολέμου, αν και παραδέχθηκε ότι είναι αδύνατο να προβλέψει πότε.
Τα αρχεία της Novaya Gazeta παραμένουν διαθέσιμα στο διαδίκτυο, με εκατοντάδες χιλιάδες επισκέπτες τον μήνα, και οι συνεισφορές συνεχίζουν να πηγαίνουν στην εφημερίδα μέσω της πλατφόρμας crowdfunding.