Ο λόρδος Κόλιν Ρένφριου (Colin Renfrew), εκ των ανανεωτών της αρχαιολογικής επιστήμης, που αφιέρωσε τη ζωή του στη μελέτη του κυκλαδικού πολιτισμού, πέθανε σε ηλικία 85 ετών. Από το 2006 έως το 2008 διηύθυνε νέες ανασκαφές στο κυκλαδίτικο νησί της Κέρου και υπήρξε συνδιευθυντής της έρευνας στο νησί.
Ο Άντριου Κόλιν Ρένφριου γεννήθηκε στη Σκωτία το 1937 και διακρίνεται για το ερευνητικό έργο του σχετικά με τη ραδιοχρονολόγηση, την προϊστορία των γλωσσών, την αρχαιογενετική, καθώς και την πρόληψη της αρχαιοκαπηλίας σε αρχαιολογικούς χώρους.
Σπούδασε Αρχαιολογία και Ανθρωπολογία στο Κέιμπριτζ, αποφοιτώντας το 1962, και το 1965 ολοκλήρωσε το διδακτορικό του με θέμα «Ο νεολιθικός πολιτισμός και ο πολιτισμός της Χαλκοκρατίας στις Κυκλάδες και οι εξωτερικές τους σχέσεις».
Το 1965 διορίστηκε στη θέση του λέκτορα στο Τμήμα Προϊστορίας και Αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο του Σέφιλντ. Μεταξύ του 1968 και του 1970, ο Ρένφριου διηύθυνε τις ανασκαφές στους Σιταγρούς της Μακεδονίας, στην Ελλάδα. Το 1968 εξελέγη μέλος της Εταιρείας Αρχαιοδιφών του Λονδίνου, το 1970 εξελέγη μέλος της Εταιρείας Αρχαιοδιφών της Σκωτίας και το 2000 έγινε επίτιμο μέλος του Συλλόγου Αρχαιοδιφών της Σκωτίας.
Το 1972 έγινε καθηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον, διαδεχόμενος τον Μπάρι Κάνλαϊφ. Κατά την παραμονή του στο Σαουθάμπτον διηύθυνε τις ανασκαφές στη Φυλακωπή της Μήλου.
Το 1973 δημοσίευσε το «Πριν τον πολιτισμό: Η επανάσταση της ραδιοχρονολόγησης και η προϊστορική Ευρώπη», στο οποίο αμφισβήτησε την παραδοχή ότι η προϊστορική πολιτιστική καινοτομία προήλθε από την Εγγύς Ανατολή και στη συνέχεια εξαπλώθηκε στην Ευρώπη. Επίσης ανέσκαψε μαζί με τη Λιθουανή αρχαιολόγο Μαρίγια Γκιμπούτας τους Σιταγρούς της Μακεδονίας.
Το 1980 ο Ρένφριου εξελέγη μέλος της Βρετανικής Ακαδημίας. Το 1981 εξελέγη καθηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, θέση που κατείχε μέχρι τη συνταξιοδότησή του. Το 1990 διορίστηκε διεθυντής του Ινστιτούτου Αρχαιολογικής Έρευνας McDonald. Το 1987 δημοσίευσε το «Αρχαιολογία και γλώσσα: Το παζλ των ινδοευρωπαϊκών πηγών», ένα βιβλίο για τους Πρωτοϊνδοευρωπαίους.
Με την «Υπόθεση της Ανατολίας» θεώρησε ότι οι Πρωτοϊνδοευρωπαίοι έζησαν 2.000 χρόνια πριν από τους Κουργκάν, στην Ανατολία, αργότερα μετανάστευσαν στην Ελλάδα, στη συνέχεια στην Ιταλία, τη Σικελία, την Κορσική, στη μεσογειακή ακτή της Γαλλίας, της Ισπανίας και στην Πορτογαλία. Ένας άλλος κλάδος μετανάστευσε κατά μήκος των ποταμών στις εύφορες κοιλάδες του Δούναβη και του Ρήνου, στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη. Από το 1987 ως το 1991 ήταν συνδιευθυντής στις ανασκαφές της Μαρκιανής στην Αμοργό και στον Κάβο του Δασκαλιού, στην Κέρο.
Το 2004 αποσύρθηκε από τη θέση του καθηγητή και από το 2006 ως το 2008 διηύθυνε νέες ανασκαφές στο κυκλαδίτικο νησί της Κέρου στη θέση Κάβος, στο Δασκαλιό. Η συνεισφορά του στις αρχαιολογικές έρευνες που αφορούν τον κυκλαδικό πολιτισμό, ανάμεσά τους και στη Μαρκιανή της Αμοργού (με τη Λίλα Μαραγκού και τον Χρίστο Ντούμα), υπήρξε ανεκτίμητη.
Με τις έρευνές του στο Δασκαλιό έχουν δοθεί πολλές απαντήσεις στο αίνιγμα που προκάλεσαν οι εκτενείς λαθρανασκαφές στον Κάβο της Κέρου πριν από το 1963, καθώς με τις πρώτες οργανωμένες αρχαιολογικές ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν στην περιοχή το θραυσμένο υλικό που ανακτήθηκε θεωρήθηκε έργο των λαθρανασκαφέων. Σήμερα, με την ολοκλήρωση της εμπεριστατωμένης εξέτασης του παραπλήσιου οικισμού του Δασκαλιού, η φύση του ιερού στον Κάβο της Κέρου γίνεται σαφέστερη. Μπορεί πλέον να θεωρηθεί ότι η συγκεκριμένη θέση αποτέλεσε σημαντικό περιφερειακό κέντρο για όλες τις Κυκλάδες.