Ένας πίνακας που ήταν για χρόνια μακριά από τα μάτια του κοινού θα δημοπρατηθεί στους Christie's της Νέας Υόρκης.
Πρόκειται για ένα σπουδαίο έργο του Βαν Γκογκ, τις «Ξύλινες Καμπίνες ανάμεσα στις Ελιές και τα Κυπαρίσσια» (Cabanes de bois parmi les oliviers et cyprès) που φιλοτεχνήθηκε τον Οκτώβριο του 1889 και βρισκόταν για δεκαετίες σε ιδιωτικές συλλογές στο Παρίσι και τις Βρυξέλλες και το 1982 αγοράστηκε από τον επιχειρηματία πετρελαίων Έντουιν Κοξ που πέθανε πέρσι σε ηλικία 99 ετών και πολλά από τα έργα της συλλογής του βγαίνουν σε δημοπρασία. Ο πίνακας πιθανότατα πάλι θα καταλήξει σε χέρια ιδιώτη, με αυτή την τόσο υψηλή τιμή που αναμένεται να πιάσει.
Ελαιόδεντρα και κυπαρίσσια στη μέση μιας μέρας γεμάτης φως πρωταγωνιστούν σε ένα γαλήνιο τοπίο που ζωγράφισε ο Βαν Γκογκ τον Οκτώβριο του 1889, όταν ζούσε στο άσυλο λίγο έξω από το Saint-Rémy-de-Provence, λίγους μήνες αφότου είχε αναρρώσει από μια σοβαρή κρίση. Ον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς είχε κάνει απόπειρα αυτοκτονίας καταπίνοντας τις μπογιές του και μόλις τον Σεπτέμβριο είχε αρχίσει να ζωγραφίζει ξανά.
Ο Βαν Γκογκ επέστρεψε στη δουλειά του με ανανεωμένο σθένος. «Δεν είμαι τρελός, γιατί οι σκέψεις μου είναι απολύτως φυσιολογικές και ξεκάθαρες μεταξύ των εποχών, και ακόμη περισσότερο από πριν, αλλά κατά τη διάρκεια των κρίσεων είναι τρομερό ... Με οδηγεί στη δουλειά και τη σοβαρότητα, όπως ένας ανθρακωρύχος που βρίσκεται πάντα σε κίνδυνο σπεύδει σε αυτό που κάνει » έγραψε.
Μέχρι τον Οκτώβριο του επιτράπηκε για άλλη μια φορά να εργαστεί έξω από τα τείχη του ασύλου, στους πρόποδες του Les Alpilles (οι μικρές Άλπεις). Εκεί, περπατώντας μέσα στο τοπίο, βρήκε τις λιτές ξύλινες καμπίνες ενός τοπικού αγρότη, περιτριγυρισμένο από έναν ελαιώνα και προστατευμένο με ένα ανεμοφράκτη κυπαρισσιών. Πιο πέρα βρίσκονται οι ασβεστολιθικοί λόφοι, απεικονίζονται με μοβ χρώμα.
Το τοπίο της Προβηγκίας αποτέλεσε μεγάλη πηγή έμπνευσης για τον Βαν Γκογκ και οι ελαιώνες που αποτέλεσαν κάποια από τα πιο εμβληματικά έργα του ήταν μια «σπαζοκεφαλιά» μέχρι να μπορέσει να αιχμαλωτίσει στον χρωστήρα του την υφή και τις αποχρώσεις τους. Έγραφε στον αδερφό του Τεό: «Οι ελιές είναι πολύ χαρακτηριστικές και παλεύω να το καταλάβω. Έχουν χρώμα ασημί, άλλοτε πιο μπλε, άλλοτε πρασινωπό, χάλκινο, πιο λευκό στο έδαφος που είναι κίτρινο, ροζ, πορφυρό ή πορτοκαλί έως θαμπό κόκκινο, ώχρα. Αλλά πολύ δύσκολο, πολύ δύσκολο».
Το έργο «Ξύλινες Καμπίνες ανάμεσα στις Ελιές και τα Κυπαρίσσια» στα χέρια της χήρας του Τεό Βαν Γκογκ Τζο Μπόνγκερ μέχρι το 1910, οπότε πωλήθηκε μέσω γκαλερί σε συλλέκτη του Βερολίνου. Λίγα χρόνια αργότερα το αγόρασε ο Μάριους ντε Ζάγιας, ένας Μεξικανός καλλιτέχνης και έμπορος μια βασική φιγούρα στην πρωτοποριακή σκηνή της Νέας Υόρκης, ιδιοκτήτης της γκαλερί The Modern Gallery, φίλος του του φωτογράφου Άλφρεντ Στίγκλιτς και του Πάμπλο Πικάσο. Το κράτησε στην προσωπική του συλλογή, αλλά όταν αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα το 1923 το δημοπράτησε μαζί με άλλα έργα.
Στην ίδια δημοπρασία θα υπάρχουν και άλλα σημαντικά έργα ιμπρεσιονιστών και ο Adrien Meyer, συνεργάτης του τμήματος του Christie’s, την περιγράφει ως «ίσως μία από τις καλύτερες συλλογές ιμπρεσιονιστικής τέχνης που βγήκε ποτέ σε δημοπρασία». Το έργο του Βαν Γκογκ από τη δεκαετία του 20 εκτέθηκε μόνο δύο φορές: το 1949 (Λονδίνο) και το 1980 (Μονς, στο Βέλγιο).
Ο πίνακας θεωρείται εξίσου σπουδαίος με ένα ακόμα εμβληματικό έργο του Βαν Γκογκ, «Δέντρα στον κήπο του ασύλου» (Arbres dans le jardin de l’asile, 1889), ένα από τα πιο επαναστατικά του έργα για την απότομη προοπτική και το κόψιμο των κορμών των δέντρων με γιαπωνέζικο στιλ.
Οι Ξύλινες Καμπίνες ανάμεσα στις Ελιές και τα Κυπαρίσσια, είναι ένα από τα πιο λαμπρά και αισιόδοξα έργα του, ένα ανεπανάληπτο έργο της μεγάλης του τέχνης.