Η ύψιστη τιμή της αρχιτεκτονικής, το βραβείο αρχιτεκτονικής Pritzker, απονεμήθηκε στον Σερ Ντέιβιντ Άλαν Τσίπερφιλντ για το 2023.
«[...] Αγκαλιάζει το προϋπάρχον, σχεδιάζει και επεμβαίνει σε διάλογο με τον χρόνο και τον τόπο, ενώ δημιουργεί δομές ικανές να διαρκέσουν, φυσικά και πολιτιστικά», γράφει η επίσημη ανακοίνωση του βραβείου.
Ο Ντέιβιντ Τσίπερφιλντ, ο οποίος θα σχεδιάσει και την επέκταση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου της Αθήνας είναι ο 52ος νικητής του βραβείου που ιδρύθηκε το 1979, διαδεχόμενος τον Francis Kéré το 2022 και τους Anne Lacaton και Jean-Philippe Vassal το 2021.
Η 45η τελετή απονομής του βραβείου Pritzker, προς τιμήν του Ντέιβιντ Τσίπερφιλντ, θα πραγματοποιηθεί στην Αθήνα τον ερχόμενο Μάιο.
Για την απονομή του βραβείου, που θα γίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα και έχει συμβολικό χαρακτήρα, αφού το πιο πρόσφατο έργο του είναι ο σχεδιασμός του Αρχαιολογικού Μουσείου έγινε προσωρινή παραχώρηση χρήσης του αρχαιολογικού χώρου και μουσείου της Αρχαίας Αγοράς Αθηνών, τόπος ο οποίος έχει παραχωρηθεί σε σημαντικές εκδηλώσεις και στο παρελθόν.
Θα υπάρχουν ειδικά μέτρα και οι συμμετέχοντες θα κινηθούν εκτός των περισχοινίσεων των μνημείων και σε απόσταση ασφαλείας από κάθε μνημείο. Ο τεχνολογικός εξοπλισμός θα πρέπει να μεταφερθεί με ειδικό προσωπικό, γιατί δεν υπάρχει δυνατότητα κίνησης οχημάτων εντός του αρχαιολογικού χώρου.
Ποιος είναι ο Ντέιβιντ Τσίπερφιλντ
Με γραφεία στο Λονδίνο, το Βερολίνο, το Μιλάνο, τη Σαγκάη και το Σαντιάγο ντε Κομποστέλα, ο βραβευμένος αρχιτέκτονας είναι πολεοδόμος και ακτιβιστής, με ένα εκτεταμένο σώμα περισσότερων από εκατό κατασκευασμένων έργων, τα οποία καλύπτουν πάνω από τέσσερις δεκαετίες, εκτείνονται σε τρεις ηπείρους και περιλαμβάνουν διαφορετικές τυπολογίες.
Η 45η τελετή απονομής του Βραβείου Pritzker, προς τιμήν του Ντέιβιντ Τσίπερφιλντ, θα πραγματοποιηθεί στην Αθήνα τον ερχόμενο Μάιο. Για την απονομή του βραβείου, που θα γίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα και έχει συμβολικό χαρακτήρα, αφού το πιο πρόσφατο έργο του είναι ο σχεδιασμός του Αρχαιολογικού Μουσείου έγινε προσωρινή παραχώρηση χρήσης του αρχαιολογικού χώρου και μουσείου της Αρχαίας Αγοράς Αθηνών, τόπος ο οποίος έχει παραχωρηθεί σε σημαντικές εκδηλώσεις και στο παρελθόν.
Αναγνωρισμένος για τη «διακριτική αλλά ισχυρή, συγκρατημένη αλλά κομψή» προσέγγισή του, καθώς και για τη «δέσμευσή του σε μια αρχιτεκτονική διακριτικής αλλά μετασχηματιστικής αστικής παρουσίας [...] που γίνεται πάντα με λιτότητα, αποφεύγοντας τις περιττές κινήσεις, τις τάσεις και τις μόδες», ο Τσίπερφιλντ χρίστηκε ιππότης για τις υπηρεσίες του στον κόσμο της αρχιτεκτονικής το 2010, έλαβε το χρυσό βασιλικό μετάλλιο της RIBA το 2011, το βραβείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη σύγχρονη αρχιτεκτονική, το βραβείο Mies van der Rohe, και επιμελήθηκε την 13η Μπιενάλε Architettura το 2012.
Εξελέγη μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Τεχνών (2008), τιμήθηκε με το Τάγμα Αξίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (2009) και με το Praemium Imperiale για την Αρχιτεκτονική της Ιαπωνικής Ένωσης Τέχνης (Ιαπωνία, 2013), ενώ είναι μέλος του Βασιλικού Ινστιτούτου Βρετανών Αρχιτεκτόνων και επίτιμος εταίρος του Αμερικανικού Ινστιτούτου Αρχιτεκτόνων και του Bund Deutscher Architekten.
Διετέλεσε καθηγητής αρχιτεκτονικής στη Staatliche Akademie der Bildenden Künste της Στουτγάρδης από το 1995 έως το 2001 και Norman R. Foster Visiting Professor of Architectural Design στο Πανεπιστήμιο Yale το 2011.
«Είμαι συγκλονισμένος για αυτή την εξαιρετική τιμή και τη σύνδεση μέσω αυτής με τους προηγούμενους αποδέκτες, οι οποίοι έχουν αποτελέσει πηγή έμπνευσης για το επάγγελμα [...] Εκλαμβάνω αυτό το βραβείο ως ενθάρρυνση να συνεχίσω να στρέφω την προσοχή μου όχι μόνο στην ουσία της αρχιτεκτονικής και στο νόημά της, αλλά και στη συμβολή που μπορούμε να έχουμε ως αρχιτέκτονες για την αντιμετώπιση των προκλήσεων της κλιματικής αλλαγής και της κοινωνικής ανισότητας. Γνωρίζουμε ότι, ως αρχιτέκτονες, μπορούμε να έχουμε έναν εξέχοντα ρόλο στη δημιουργία όχι μόνο ενός πιο όμορφου, αλλά και ενός πιο δίκαιου και βιώσιμου κόσμου. Πρέπει να ανταποκριθούμε σε αυτή την πρόκληση και να εμπνεύσουμε την επόμενη γενιά να αγκαλιάσει αυτή την ευθύνη με όραμα και θάρρος» δήλωσε μετά την ανακοίνωση της βράβευσης.
Η πρώτη εντύπωση του γεννημένου στο Λονδίνο το 1953 και μεγαλωμένου σε μια φάρμα στο Ντέβον της νοτιοδυτικής Αγγλίας Τσίπερφιλντ για την αρχιτεκτονική διαμορφώθηκε από το περιβάλλον του που αποτελούνταν από αχυρώνες και βοηθητικά κτίσματα.
Το 1976 αποφοίτησε από το Kingston School of Art και αργότερα, το 1980, από το Architectural Association School of Architecture στο Λονδίνο. Ξεκίνησε την καριέρα του δουλεύοντας για τον Norman Foster, βραβευμένο με το βραβείο Pritzker το 1999, και τον Richard Rogers, βραβευμένο με το βραβείο Pritzker το 2007.
Το 1985 ίδρυσε το David Chipperfield Architects στο Λονδίνο, το οποίο αργότερα επεκτάθηκε με γραφεία στο Βερολίνο (1998), τη Σαγκάη (2005), το Μιλάνο (2006) και το Σαντιάγο ντε Κομποστέλα (2022).
Στα πρώτα μεγάλα έργα του περιλαμβάνονται το The River and Rowing Museum (Henley-on-Thames, 1989-1997) στη γενέτειρά του, η ανακατασκευή και η επανεφεύρεση του Neues Museum (1993-2009) και η νεόδμητη James-Simon-Galerie (1999-2018) στο Βερολίνο.
Με ένα όραμα βασισμένο στη ριζική αυτοσυγκράτηση, τον σεβασμό στην ιστορία και τον πολιτισμό και τον σεβασμό στο προϋπάρχον δομημένο και φυσικό περιβάλλον, ο αρχιτέκτονας συνομιλεί με το παλιό, φέρνοντας μια αρχιτεκτονική του παρελθόντος στο προσκήνιο για να δώσει στιγμές νεωτερικότητας, όπως φαίνεται στο Neues Museum στο Βερολίνο ή στο Procuratie Vecchie στη Βενετία. Και τα δύο κτίρια επαναπροσδιορίστηκαν, αποκαταστάθηκαν και απέκτησαν νέες λειτουργικές προσθήκες.
«Ως αρχιτέκτονας, είμαι κατά κάποιο τρόπο ο θεματοφύλακας του νοήματος, της μνήμης και της κληρονομιάς. Οι πόλεις είναι ιστορικά αρχεία και η αρχιτεκτονική μετά από μια συγκεκριμένη στιγμή είναι ένα ιστορικό αρχείο. Οι πόλεις είναι δυναμικές, επομένως εξελίσσονται. Και σε αυτή την εξέλιξη, αφαιρούμε κτίρια και τα αντικαθιστούμε με άλλα. Η ιδέα να προστατεύουμε μόνο τα καλύτερα δεν αρκεί. Είναι επίσης θέμα προστασίας του χαρακτήρα και των ιδιοτήτων που αντικατοπτρίζουν τον πλούτο της εξέλιξης μιας πόλης» υποστηρίζει ο Τσίπερφιλντ. «Η αρχιτεκτονική είναι κάτι που μπορεί να εντείνει και να υποστηρίξει και να βοηθήσει τις τελετουργίες και τις ζωές μας».
Η συνεργασία ήταν πάντα θεμελιώδης για την πρακτική του, καθώς υποστηρίζει με βεβαιότητα ότι «η πραγματικότητα είναι ότι τα καλά κτίρια προέρχονται από την καλή διαδικασία και η καλή διαδικασία σημαίνει ότι εμπλέκεσαι και συνεργάζεσαι με διαφορετικές δυνάμεις».
Καθώς η πρακτική του γινόταν όλο και πιο παραγωγική, το ίδιο συνέβαινε και με την υπεράσπισή του για την κοινωνική και περιβαλλοντική ευημερία, ενώ καυτηριάζει την εμπορευματοποίηση της αρχιτεκτονικής που εξυπηρετεί την παγκόσμια εξουσία και όχι την τοπική κοινωνία και την αλληλένδετη έλλειψη μονιμότητας που συμβάλλει στην κλιματική κρίση.
«Οι αρχιτέκτονες δεν μπορούν να λειτουργούν έξω από την κοινωνία. Χρειαζόμαστε την κοινωνία να έρθει μαζί μας. Και ναι, ίσως μπορούμε να προκαλέσουμε και να διαμαρτυρηθούμε και να βρούμε πρότυπα. Αλλά χρειαζόμαστε ένα πλαίσιο σχεδιασμού, χρειαζόμαστε φιλοδοξίες, χρειαζόμαστε προτεραιότητες. Ουσιαστικά, αυτό που πρέπει να ελπίζουμε τώρα είναι ότι η περιβαλλοντική κρίση μας κάνει να επανεξετάσουμε τις προτεραιότητες της κοινωνίας, ότι το κέρδος δεν είναι το μόνο πράγμα που πρέπει να αποτελεί κίνητρο για τις αποφάσεις μας» λέει.
Τα τελευταία χρόνια έχει αναπτύξει μια βαθιά συμπάθεια και αφοσίωση στην κοινότητα της Γαλικίας, μια από τις φτωχότερες περιοχές της Ισπανίας που παραδόξως ευημερεί με υψηλή ποιότητα ζωής. Ιδρύοντας το Fundación RIA το 2017, ο Τσίπερφιλντ χρηματοδοτεί την έρευνα, προωθεί ιδέες και ευθυγραμμίζει τη μελλοντική ανάπτυξη προωθώντας την προστασία με τοπικό προσανατολισμό στο φυσικό και δομημένο περιβάλλον που σχετίζεται με τις παγκόσμιες προκλήσεις κατά μήκος της ακτής της Ría de Arousa.