Ένα μουσείο λιτό, όμορφο, εναρμονισμένο με το υπάρχον ιστορικό κτίριο, σχεδιασμένο για τους πολίτες της Αθήνας, φιλόξενο προς τους επισκέπτες του κόσμου, σύγχρονο, ανοιχτό, συμπεριληπτικό και βιώσιμο σηματοδοτεί την αναγέννηση ενός ιστορικού τοπόσημου της Αθήνας, δημιουργώντας ένα νέο υπόβαθρο για το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, που στεγάζει μια από τις σημαντικότερες συλλογές προϊστορικής και αρχαίας ελληνικής τέχνης παγκοσμίως.
Στην αίθουσα του Βωμού του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, παρουσία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, ο Βρετανός αρχιτέκτονας Ντέιβιντ Τσίπερφιλντ, με έδρα το Βερολίνο και περισσότερα από εκατό βραβεία αρχιτεκτονικής και design στο ενεργητικό του, συμπεριλαμβανομένου του RIBA Stirling Prize και του βραβείου Mies van der Rohe, παρουσίασε τα σχέδια του μουσείου και τόνισε αρκετές φορές τη σημασία της αρμονικής σύνδεσής του με το υπάρχον κτίριο και της διαμόρφωσης του τοπίου σε ένα τέτοιο έργο, που φιλοδοξεί να αναμορφώσει όχι μόνο τον ίδιο τον χώρο, αλλά και την περιοχή και την ίδια την πόλη που το φιλοξενεί, με σεβασμό στο περιβάλλον και λαμβάνοντας υπόψιν τη βιωσιμότητα και την αειφορία ενός τέτοιου εγχειρήματος.
«Επιδίωξή μας ήταν να ενισχύσουμε το υφιστάμενο κτίριο, να αναδείξουμε τις υφιστάμενες συλλογές, επίσης έτσι μας δόθηκε η ευκαιρία να δούμε με άλλο μάτι, να σκεφτούμε εκ νέου πώς ακριβώς οι επιμελητές θα παρουσιάσουν με ανανεωμένο τρόπο τις συλλογές και τα εκθέματα».
«Είχαμε ένα διττό στόχο, από τη μία η πρόταση αφορούσε το αίτημα των μουσείων για περισσότερο χώρο προκειμένου να δείξουν τα εκθέματά τους, θέλοντας να αποσυμφορήσουν τους υφιστάμενους χώρους τους. Στο Αρχαιολογικό Μουσείο υπάρχει μια εξαιρετική συλλογή που δεν την βλέπουμε ολόκληρη. Στόχος ήταν να γίνει η συλλογή πιο προσιτή στο κοινό» είπε ο κ. Τσίπερφιλντ.
«Το δεύτερο αίτημα του διαγωνισμού ήταν η δημιουργία μιας πιο ισχυρής σχέσης του μουσείου με την πόλη. Το υφιστάμενο κτίριο είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα αρχιτεκτονικής του 19ου αιώνα, έχουμε ένα είδος ναού, αλλά έχουμε και κάποιες αδυναμίες, οπότε το δεύτερο σκέλος ήταν πιο έντονο και απαιτητικό. Επιδίωξή μας ήταν να ενισχύσουμε το υφιστάμενο κτίριο, να αναδείξουμε τις υφιστάμενες συλλογές, επίσης έτσι μας δόθηκε η ευκαιρία να δούμε με άλλο μάτι, να σκεφτούμε εκ νέου πώς ακριβώς οι επιμελητές θα παρουσιάσουν με ανανεωμένο τρόπο τις συλλογές και τα εκθέματα».
Το μουσείο επικοινωνεί με τον αστικό ιστό και είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη ρυμοτομία της περιοχής. Η επέκταση στο επίπεδο του δρόμου και η πυκνή φύτευση στο πάρκο βρίσκονται σε διάλογο με το παλιό κτίριο.
Το πάρκο θα είναι προσβάσιμο από τρεις εισόδους ως χώρος κοινωνικής συνάντησης για τους κατοίκους αλλά και για όσους έχουν επισκεφθεί το μουσείο. Στοιχεία παράδοσης του τοπίου είναι τα μονοπάτια και οι κήποι, ενώ η κεντρική αυλή του νέου κτιρίου θα είναι η ραχοκοκαλιά του πρότζεκτ, που δημιουργεί την έννοια της πομπής, από την είσοδο, διατρέχοντας έναν άξονα που οδηγεί στο υπάρχον κτίριο.
Η είσοδος στο μουσείο γίνεται από την Πατησίων, στο επίπεδο του δρόμου. Είναι είσοδος διαφανής, που κάνει τον χώρο υποδοχής ορατό σε κάθε περαστικό. Στα αριστερά του υπάρχει το καφέ-εστιατόριο με δυνατότητα επέκτασης στο πάρκο και στα δεξιά της εισόδου η μεγάλη σκάλα που βλέπει το υπάρχον κτίριο.
Στα δεξιά του κλιμακοστασίου θα γίνει το πωλητήριο, σημείο όλο και πιο σημαντικό για τα σύγχρονα μουσεία, το οποίο θα λειτουργεί και ανεξάρτητα από το μουσείο και θα συνδέεται οπτικά στο επίπεδο του δρόμου με το Ακροπόλ.
Οι αίθουσες προς τη μεριά του Πολυτεχνείου προορίζονται για περιοδικές εκθέσεις που είναι σημαντικές τόσο για την επισκεψιμότητα του μουσείου όσο και για τη σύνδεση και επίσκεψη των κατοίκων στο μουσείο ξανά και ξανά.
Από το κεντρικό φουαγέ δίνεται η δυνατότητα της οπτικής συνέχειας του χώρου προς την αυλή και τη σκάλα που θα οδηγεί στο παλιό κτίριο, έχοντας προσπεράσει την περιοχή των βοηθητικών χώρων (στην υποδοχή) που είναι απαραίτητοι για ένα σύγχρονο μουσείο.
Το καινούργιο κτίριο οργανώνεται σαν ένα τοπίο από δωμάτια με διαγώνιες φυγές και γύρω από μια υποβαθμισμένη αυλή από το επίπεδο του πάρκου και ισόγεια από το επίπεδο του δρόμου σε βάθος 40 εκατοστών. Δίπλα στο γραμμικό φουαγέ θα υπάρχει αμφιθέατρο και εκθεσιακοί χώροι που οργανώνονται γύρω από το υποβαθμισμένο αίθριο, φωτίζονται από το αίθριο και οπές στην οροφή, ενώ θα υπάρχει και ένα δεύτερο υπόγειο επίπεδο που δημιουργεί νέους εκθεσιακούς χώρους. Η αίσθηση που δημιουργείται είναι αυτή ενός ενοποιημένου κτιρίου μιας ενιαίας σύνθεσης, με το ένα κτίριο να οδηγεί ομαλά προς το άλλο.
Η οροφή του πρώτου επιπέδου θα είναι η βάση ενός μεγάλου μέρους του κήπου. Οι τοίχοι είναι φτιαγμένοι με την αίσθηση του πηλού, του συμπιεσμένου χώματος, και το πορώδες υλικό της κατασκευής θα επιτρέπει και τη φύτευση μεγάλων δέντρων, λειτουργώντας ως μεταφορά της εικόνας και της έννοιας του τόπου από τον οποίο προέρχονται τα ευρήματα που εκτίθενται, επιδιώκοντας τη σύνδεση του επισκέπτη με έναν τόπο ανασκαφής.
Ανθρωποκεντρικό και ανοιχτό στην κοινωνία, «γήινο», πράσινο, σύγχρονο και με σεβασμό στην ιστορία, το Αρχαιολογικό Μουσείο που θα ολοκληρωθεί περίπου σε μια πενταετία αναμορφώνει ένα μουσείο-κόσμημα και το φέρνει στον αιώνα μας με σεβασμό και αρμονική προσέγγιση.
«Η πρόταση εμπνεύστηκε από την ουσία του αρχικού σχεδιασμού του Lange –μια ρομαντική ιδέα, επηρεασμένη από τον φιλελληνισμό της εποχής, για ένα αστικό τοπίο με εκτενείς ανοικτούς χώρους μέσα στον πυκνό αστικό ιστό– και χρησιμοποίησε το εμβληματικό κτίριο ως αφετηρία για τον σχεδιασμό, πλαισιώνοντάς το με έναν ρομαντικών αναφορών κήπο. Η βάση του υφιστάμενου κτιρίου επεκτείνεται μέχρι τον δρόμο, δημιουργώντας ένα νέο υπόβαθρο για το ιστορικό τοπόσημο, και προσθέτει δύο επίπεδα υπόσκαφων εκθεσιακών χώρων. Με μία κίνηση δημιουργούνται πρόσθετος χώρος 20.000 τ.μ. και ένα πάρκο με πλούσια βλάστηση στην οροφή τους, προσβάσιμο σε όλους.
Σεβόμενη την ιστορική αξία του κτιρίου, η νέα επέκταση δεν φιλοδοξεί να ανταγωνιστεί την υφιστάμενη αρχιτεκτονική, αλλά να δημιουργήσει ένα αρμονικό σύνολο χώρων που θα ισορροπεί μεταξύ του παλιού και του νέου», αναφέρει στην περιγραφή το γραφείο Τσίπερφιλντ.
Μετά από διεθνή διαγωνισμό, η Διεθνής Επιτροπή Αξιολόγησης επέλεξε ομόφωνα το σχέδιο του David Chipperfield Architects Berlin για την επέκταση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου στην Αθήνα από μια λίστα με δέκα σημαντικά διεθνή αρχιτεκτονικά γραφεία: David Chipperfield Architects και Γραφείο Μελετών Αλέξανδρου Ν. Τομπάζη, SANAA (Kazuyo Sejima + Ryue Nishizawa) και Buerger Katsota, Herzog and de Meuron και ΑΕΤΕΡ, Diller Scofidio + Renfro και VAP Architects και Neiheiser Argyros, Adjaye Associates και Kizi Studio, OMA και Σακελλαρίδου/Παπανικολάου, Atelier Jean Nouvel και George Batzios, Kengo Kuma and Associates και K-studio, Thomas Phifer και Tsolakis Architects και Καλλιόπη Κοντόζογλου, RCR Arquitectes και Παρμενίδης- Longuepee- Μάρη.
Τα δέκα γραφεία που πήραν μέρος πληρούσαν εννέα κριτήρια, με τα δυο σημαντικά να είναι η βράβευσή τους με ένα διεθνές βραβείο Πρίτσκερ ή Μις βαν ντερ Ρόε και ο σχεδιασμός ενός μουσείου που να έχει αποσπάσει διεθνές βραβείο. Ως υποσημείωση να αναφέρουμε ότι δεν υπάρχουν ελληνικά γραφεία που να πληρούν αυτούς τους δυο όρους.
Η πρόταση του Ντέιβιντ Τσίπερφιλντ, η οποία αναπτύχθηκε σε συνεργασία με το γραφείο Τομπάζη στην Αθήνα, αναφέρει ότι «με την αναβάθμιση και επέκτασή του το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο θα εκσυγχρονιστεί ώστε να γίνει ένας χώρος ανοικτός που θα ανταποκρίνεται σε σύγχρονα πρότυπα ποιότητας και βιωσιμότητας. Η αναγέννηση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, που αποτελεί έναν ισχυρό δεσμό μεταξύ των σύγχρονων Ελλήνων και της πολιτιστικής τους κληρονομιάς, συμβολίζει επίσης την ενδυνάμωση της ελληνικής πολιτιστικής προσφοράς προς τους διεθνείς επισκέπτες μετά από μια χρονιά που σημείωσε ρεκόρ αφίξεων ξένων τουριστών στη χώρα».
Η πρόταση που επιλέχθηκε συγκεντρώνει, όπως αναφέρει το ΥΠΠΟ, «τα στοιχεία της ευρηματικής σχέσης μεταξύ του παλαιού και του νέου κτιρίου, της ποιότητας της χωρικής εμπειρίας, της ευαισθησίας προς τις προγραμματικές και μουσειολογικές-μουσειογραφικές προκλήσεις, της πολεοδομικής ένταξης στον ιστό της πόλης και της πρωτοπόρας επίλυσης θεμάτων βιωσιμότητας και περιβαλλοντικού σχεδιασμού».
Οι χώροι εκθέσεων διπλασιάζονται από τα σημερινά 16.500 τ.μ., ενώ ο κήπος που θα δημιουργηθεί θα είναι 13.000 τ.μ. Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο σήμερα καταλαμβάνει μεικτό χώρο 24.500 τ.μ.
Θα επανεξεταστούν και θα μελετηθούν όλη η μουσειακή λειτουργία, τα εκθέματα, τα εργαστήρια συντήρησης και οι αποθήκες, στις οποίες σήμερα υπάρχουν 125.000 αρχαιότητες. Με τις νέες μελέτες κάποια από αυτά τα μέρη θα είναι ορατά στο κοινό, όπως οι αποθήκες που θα μπορούσαν να είναι επισκέψιμες, αναδεικνύοντας το κοινωνικό πρόσωπο του μουσείου.
Το κόστος του έργου έχει εκτιμηθεί σε 300.000.000 ευρώ.
Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο είναι το μεγαλύτερο μουσείο της Ελλάδας και ένα από τα σημαντικότερα του κόσμου. Με αρχικό προορισμό να δεχθεί το σύνολο των ευρημάτων από ανασκαφές του 19ου αιώνα, κυρίως από την Αττική, αλλά και από άλλες περιοχές της χώρας, σταδιακά πήρε τη μορφή ενός κεντρικού Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και εμπλουτίστηκε με ευρήματα από όλα τα σημεία του ελληνικού κόσμου. Οι πλούσιες συλλογές του σήμερα απαριθμούν περισσότερα από 11.000 εκθέματα και προσφέρουν στον επισκέπτη ένα πανόραμα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού από τις αρχές της προϊστορίας έως την ύστερη αρχαιότητα.
Το μουσείο στεγάζεται στο επιβλητικό νεοκλασικό κτίριο που οικοδομήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα σε σχέδια του L. Lange και τελικά διαμορφώθηκε από τον Ernst Ziller. Οι εκθεσιακοί χώροι του, δεκάδες αίθουσες σε κάθε όροφο, καλύπτουν έκταση 8.000 τ.μ. και στεγάζουν τις πέντε μεγάλες μόνιμες συλλογές: τη Συλλογή Προϊστορικών Αρχαιοτήτων, τη Συλλογή Έργων Γλυπτικής, τη Συλλογή Αγγείων και Μικροτεχνίας, τη Συλλογή Έργων Μεταλλοτεχνίας, τη Συλλογή Αιγυπτιακών και Ανατολικών Αρχαιοτήτων.
Διαθέτει σύγχρονα εργαστήρια συντήρησης μεταλλικών αντικειμένων, κεραμικής, λίθου, εργαστήρια εκμαγείων, οργανικών υλών, φωτογραφικό εργαστήριο και χημικό εργαστήριο και λειτουργεί ως κέντρο έρευνας για επιστήμονες από όλο τον κόσμο, ενώ συμμετέχει στην εκπόνηση ειδικών εκπαιδευτικών και άλλων προγραμμάτων.