Ο Simon Riedler και η Μαντλέν Ανηψητάκη (duo Collectif MASI) είναι εικαστικοί καλλιτέχνες. Ο Σιμόν είναι Γάλλος και η Μαντλέν έχει καταγωγή από την Κρήτη. Το σπίτι τους στον Λυκαβηττό είναι ένα πολύχρωμο καλλιτεχνικό σύμπαν και δεν έχω δει ποτέ ξανά κάτι που να του μοιάζει. Είναι ένα σπίτι με έντονα χρώματα που θυμίζει το Κέντρο Georges Pompidou στο Παρίσι, γεμάτο καλλιτεχνική δημιουργία, ξέχειλο από φαντασία και ελευθερία έκφρασης.
Η Μαντλέν, o Σιμόν και οι δυο κόρες τους μοιάζουν σαν να έχουν πέσει στη μαρμίτα με το ζεν. Μιλούν αργά και ήρεμα, είναι νέοι, όμορφοι και ταλαντούχοι. Από κάπου φυσάει ένα αεράκι ελευθερίας και ενώ είσαι μέσα στο διαμέρισμα δεν έχεις την αίσθηση του κλειστού χώρου. Τους το λέω και χαμογελούν σεμνά. Ο Σιμό κρατάει στα χέρια του τη δίχρονη κόρη τους, το πιο καλόβολο παιδάκι που γνώρισα ποτέ. Δεν κλαίει, δεν γκρινιάζει, δεν διαμαρτύρεται. Όλα εδώ έχουν έναν γαλήνιο ρυθμό.
Τους ρωτάω πού βρήκαν αυτό το ψηλοτάβανο, υπέροχο σπίτι, που έχει και αυλή και βρίσκεται στην καρδιά του κέντρου. «Ψάχναμε να αγοράσουμε ένα σπίτι στην Αθήνα», μου λένε, «και στο τέλος όλη αυτή η αναζήτηση έμοιαζε με κοινωνική έρευνα». Μέχρι να το ανακαλύψουν, είχαν δει πενήντα έξι σπίτια. Μέσα απ’ αυτήν τη διαδικασία γνώρισαν και τις γειτονιές της Αθήνας, μου λένε. Όταν μπήκαν στο πεντηκοστό έβδομο, είπαν «αυτό είναι και τέλος».
Στο σπίτι κυριαρχεί ένα πανύψηλο γλυπτό. Μαθαίνω ότι το λένε Μπαμ. Επειδή φεύγουν συχνά για art residency, ήθελαν τα παιδιά να βρίσκουν κάτι όταν επιστρέφουν, να υπάρχει ένα σημείο αναφοράς. Έφτιαξαν, λοιπόν, αυτό το τοτέμ μαζί με τη μεγάλη τους κόρη.
«Ήταν βέβαια πολύ διαφορετικό από ό,τι είναι τώρα, αλλά και όχι», λέει η Μαντλέν, που έχει σπουδάσει Αρχιτεκτονική. «Κρατήσαμε τον χαρακτήρα του, δεν σκεφτήκαμε στιγμή να το αλλάξουμε. Σπάσαμε μόνο έναν τοίχο», μου λέει, σαν να το πονά το σπίτι και να μην ήθελε να διαταράξει την παλιά του δομή. Όλα τα πατώματα, μαθαίνω, ήταν καλυμμένα με ένα κακόγουστο πλακάκι, κάτι που το συνήθιζαν σε άλλες δεκαετίες. Όταν το αφαίρεσαν, βρήκαν από κάτω αυτό το υπέροχο μωσαϊκό. «Αφήσαμε το σπίτι να ανασάνει όπως ήταν παλιά. Να βρει την ιστορία του».

Εντυπωσιακή και κυρίαρχη μέσα στο σπίτι, η παλιά καμινάδα θέρμανσης ήταν κρυμμένη μέσα στον τοίχο. «Είδαμε ότι υπήρχε μια ηλεκτρική σόμπα και αρχίσαμε να σκεφτόμαστε ότι κάτι ιδιαίτερο θα είναι μέσα. Σκάβαμε σιγά σιγά, σαν να πρόκειται για ανασκαφή, και έτσι την ανακαλύψαμε. Δεν λειτουργεί πια, αλλά τη συντηρήσαμε και την αφήσαμε, έτσι, ως μέρος της ιστορίας του σπιτιού». Το σπίτι είναι, μου λένε, του 1938.
Τα πλακάκια στην κουζίνα τους είναι και αυτά βαλμένα με τρόπο ποιητικό. Μαθαίνω ότι είναι second hand. «Τα είχαμε δει στον Ψαραδέλλη που πουλάει παλιά πλακάκια. Μας άρεσαν όλα και δυσκολευόμασταν να διαλέξουμε, έτσι σκεφτήκαμε να βάλουμε πολλά και διαφορετικά μαζί. Είναι σαν να έχουμε πολλά σπίτια μέσα στο ίδιο σπίτι. Υπήρχε μια τρύπα από τον τοίχο που σπάσαμε και έτσι σκεφτήκαμε να δημιουργήσουμε ένα μωσαϊκό από σπασμένα πλακάκια», λένε και μου δείχνουν τα πλακάκια στο πάτωμα. Εντυπωσιάζομαι με τη φαντασία τους και που το παρουσιάζουν σαν κάτι πολύ απλό, ενώ είναι άκρως καλλιτεχνικό το αποτέλεσμα.
«Ξέρατε απ’ την αρχή πώς το θέλατε το σπίτι;», ρωτάω εντυπωσιασμένη. «Όχι ακριβώς», λέει η Μαντλέν. «Το αντιμετωπίσαμε σαν γλυπτό. Το κάναμε σιγά-σιγά. Ένας αρχιτέκτονας θα έδινε το τελικό σχέδιο απ’ την αρχή. Πηγαίναμε ψηλαφιστά και με σεβασμό». «Ταμπέλες πεταμένες, λαμπόγυαλα, οτιδήποτε μπορεί να είναι υλικό έμπνευσης. Αρκεί να το πας διερευνητικά, να είσαι ανοιχτός», λέει ο Σιμόν.

Τους ρωτάω γιατί επέλεξαν την περιοχή της Νεάπολης. Έψαχναν να βρουν κάτι στο κέντρο. Ο Λυκαβηττός ήταν και η περιοχή που γνωρίστηκαν, γιατί έμενε εδώ η θεία της Μαντλέν. Ο Σιμόν ερχόταν από το Παρίσι τα καλοκαίρια στην Ελλάδα. Τους ρωτάω αν πιστεύουν στον παράγοντα τύχη. Πιστεύουν και οι δυο ότι κάτι υπάρχει, κάτι σαν χορογραφία της ζωής που την ακολουθούμε, όμως χρειάζεται κάτι να κάνεις κι εσύ, έστω ένα πρώτο βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση.
«Πώς και αφήσατε το Παρίσι και καταλήξατε στην Αθήνα; Πώς γίνεται μια τόσο άσχημη πόλη όπως η Αθήνα να κερδίζει το Παρίσι;», ρωτάω αυθόρμητα. Για δυο χρόνια γύριζαν τη Λατινική Αμερική για ένα art project. Mετά τη Λατινική Αμερική, το Παρίσι τούς φαινόταν πολύ γκρίζο και οι ρυθμοί εξαντλητικοί. «Ήμασταν ανάμεσα στο να ζήσουμε στο Βαλπαραΐσο στη Χιλή ή στην Αθήνα». Τους ρωτάω αν συνέδεε κάτι τα δυο μέρη. «Ναι, η θάλασσα και κάτι στην ατμόσφαιρα», λέει ο Σιμόν, «κάτι παιχνιδιάρικο και παρεΐστικο». Διαφωνούν ότι η Αθήνα είναι άσχημη. «Τίποτα δεν μπορεί να είναι άσχημο με τέτοιο ουρανό, ήλιο και φως», μου λέει ο Σιμόν. Πάντως, πηγαινοέρχονται στο Παρίσι, αφού έχουν και εκεί δουλειές.
Χαζεύω τα έπιπλά τους. Τα περισσότερα, μαθαίνω, τα βρήκαν στα σκουπίδια και τα άλλαξαν με τον δικό τους, ιδιαίτερο τρόπο. Ένα εντυπωσιακό σεντόνι που βρήκαν στην Πλατεία Βικτωρίας και το ζωγράφισε ο Σιμόν έγινε μια πολύ ιδιαίτερη κουρτίνα που νομίζεις ότι είναι διά χειρός Πικάσο. Το σπίτι είναι γεμάτο από αυτές τις πολύ πρωτότυπες και εντελώς ξεχωριστές δημιουργίες. Τους ρωτάω αν θα κάνουν κάποια έκθεση με όλα αυτά τα ιδιαίτερα αντικείμενα. Κουνούν καταφατικά το κεφάλι. «Μας έχουν συνδέσει καλλιτεχνικά με τον δημόσιο χώρο», λέει η Μαντλέν. «Δεν ξέρουν ότι δημιουργούμε και όλα αυτά. Ναι, ήρθε η στιγμή και γι’ αυτό το βήμα».


Αναρωτιέμαι πώς ένας κοινωνιολόγος και μια αρχιτέκτονας έκαναν τόσο μεγάλη στροφή στα εικαστικά. Η Μαντλέν θυμάται τον εαυτό της πάντα να φτιάχνει πράγματα με τα χέρια, ενώ ο Σιμόν μάζευε οτιδήποτε «άχρηστο» και το έφερνε στα μέτρα του. Πάντρεψαν τελικά μαζί με τις ζωές τους και αυτές τις κλίσεις τους.
Η Μαντλέν για τη διπλωματική της άρχισε ένα project με ένα σχοινί που το περνούσε από σπίτι σε σπίτι, από μπαλκόνι σε μπαλκόνι. Αυτό το σχοινί περνούσε από τους κοινόχρηστους χώρους και κατέληξε σαν ένα τοπικό πρότζεκτ. «Σκεφτήκαμε να δημιουργήσουμε ένα δίκτυο που μπορούσε να ξεκινήσει τη διάδραση και την αλληλεπίδραση μόνο με σχοινί».
Γιατί σχοινί; «Γιατί είναι κάτι απλό, περνάει εύκολα από χέρι σε χέρι. Έτσι δημιουργήσαμε αυτό το δίκτυο σχοινιών σε εννέα γειτονιές της Λατινικής Αμερικής και πάνω σε αυτό οι κάτοικοι προσέθεταν ό,τι ήθελαν. Στην αρχή έβαζαν πολιτικά μηνύματα, μηνύματα αγάπης, άλλος χόρευε. Δημιουργούσαν παλίμψηστα τέχνης. Έτσι έγινε το κοινωνικό μας πείραμα. Τελικά μάς κέρδισε ο δημόσιος χώρος. Μας αρέσει η συμμετοχή. Τοποθετούσαμε μπομπίνες από σχοινί και ξεκίναγαν οι κάτοικοι να το ξετυλίγουν».

Μου δείχνουν κάποια τέτοια έργα και είναι όλα εμπνευσμένα. Έχουν πάντα πίσω τους ένα ταξίδι, μια ιστορία. Μου λένε ότι το σπίτι τους λειτουργεί και σαν ατελιέ. Πολύ συχνά στη δημιουργία εμπλέκονται και οι κόρες τους. Στο σπίτι κυριαρχεί ένα πανύψηλο γλυπτό. Τους ρωτάω γι’ αυτό. Μαθαίνω ότι το λένε «Μπαμ». Επειδή φεύγουν συχνά για art residency, ήθελαν τα παιδιά να βρίσκουν κάτι όταν επιστρέφουν, να υπάρχει ένα σημείο αναφοράς. Έφτιαξαν, λοιπόν, αυτό το τοτέμ μαζί με τη μεγάλη τους κόρη. Έτσι, το σπίτι τους πλέον είναι το σπίτι του Μπαμ!
Όταν μου δείχνουν το παιδικό δωμάτιο, τους ζητάω να με υιοθετήσουν τώρα αμέσως και γελάνε. Έχουν βάλει σχοινιά και έχουν φτιάξει ένα δωμάτιο στο οποίο κάθε παιδί θα ονειρευόταν να ζει. Το παιδί μέσα μου νιώθει ευτυχία. «Πώς και δεν σας έχουν ζητήσει να κάνετε interior;», τους ρωτάω. «Μας έχουν ζητήσει να φτιάξουμε ένα όμοιο παιδικό δωμάτιο», λέει ο Σιμόν. Η Μαντλέν δείχνει πιο διστακτική. «Για να μπορέσω να λειτουργήσω, θέλω απόλυτη ελευθερία», μου λέει. «Αν κάποιος δώσει απόλυτη ψήφο εμπιστοσύνης και ελευθερίας, τότε ναι, γιατί όχι;».
Και το δικό τους υπνοδωμάτιο είναι ένα δωμάτιο μαγικού ρεαλισμού. «Μη μου πείτε ότι και αυτό το κεφαλάρι είναι από τα σκουπίδια;» Κοιτάζονται συνωμοτικά. Τότε ο Σιμόν ανοίγει την ντουλάπα. Μέσα έχουν φτιάξει μια μικρή κατακίτρινη τουαλέτα. Βγάζω ένα επιφώνημα έκπληξης. «Μα, μέσα στην ντουλάπα τουαλέτα; Πώς το σκεφτήκατε;». Μου λένε ότι υπήρχε αυτό το WC, αλλά έγινε μια μικρή προσαρμογή.


Η μπαλκονόπορτα του υπνοδωματίου βγάζει σε έναν ντελικάτο και φροντισμένο κήπο, κάτι σαν paradiso perduto. «Άξιζε που είδατε πενήντα έξι σπίτια, αφού βρήκατε αυτό», τους λέω εντυπωσιασμένη. Πραγματικά δεν θέλω να φύγω από το σπίτι τους. Την έχω τραβήξει τη συνέντευξη περισσότερο από ό,τι συνηθίζω, γιατί το μάτι μου δεν χορταίνει όλες αυτές τις λεπτομέρειες. «Αρμένικη βίζιτα σας έκανα», λέω. «Δεν πειράζει», λέει η Μαντλέν, «είμαι μισή Αρμένισσα και ξέρω από τέτοιες βίζιτες».
Θαυμάζω τη συλλογή από παλιές καμινάδες του Παρισιού που έβρισκε ο Σιμόν σε σκουπίδια και στέγες, αλλά και τα παλιά λαμπόγυαλα που τα έχουν έξυπνα διακοσμήσει, και τις φανταστικές κούκλες που φτιάχνει από το 2009 η Μαντλέν. Είναι φτιαγμένες με μεράκι, με απίστευτη μικροδουλειά και λεπτομέρειες, τριακόσιες στο σύνολο. Η Μαντλέν δίνει στις κούκλες αρμενικά ονόματα από τη γιαγιά της. Τις πουλούσε παλαιότερα, τώρα όμως θέλει να τις εκθέσει. Κάθε κούκλα έχει και μια ιστορία. «Όχι κάτι ιδιαίτερο», λέει η Μαντλέν, «τρεις αράδες ιστορία».
Φεύγω από το σπίτι τους με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά. Όσο υπάρχουν ωραίοι άνθρωποι και ωραία σπίτια, η ελπίδα είναι εδώ, χειροπιαστή. Τη γεύτηκα σήμερα.