Το 1966, η Sears and Roebuck, η πιο δημοφιλής αλυσίδα πολυκαταστημάτων της Αμερικής, προσέλαβε τον πλέον διάσημο Master of Menace (Δάσκαλο της Απειλής) , τον ηθοποιό Vincent Price, για να πουλάει έργα υψηλής τέχνης.
Ο Price, ο οποίος ήταν ιδιαίτερα γνωστός στο ευρύ κοινό της εποχής ως πρωταγωνιστής πολλών ταινιών τρόμου, τα περίφημα Β-movies, δεν ήταν μόνο ο σταρ προώθησης εκλεκτών έργων τέχνης της γνωστής αλυσίδας, αλλά και ο επιμελητής μιας συλλογής που συμπεριλάμβανε έργα μεγάλων δασκάλων όπως ο Rubens, διάσημων καλλιτεχνών όπως ο Picasso και ανερχόμενων Αμερικανών καλλιτεχνών όπως η Georgia O'Κeefe και άλλων λιγότερο γνωστών. Οι τιμές αυτών των έργων ξεκινούσαν από τα 10 δολάρια.
Η Sears, για όσους είναι πολύ νέοι για να το γνωρίζουν, ήταν για την Αμερική του 19ου και του 20ού αιώνα ότι είναι σήμερα η Amazon. Όταν η χώρα αποτελούνταν κυρίως από μικρές φάρμες, ο κατάλογος της εταιρείας ήταν η σανίδα σωτηρίας για τα καταναλωτικά αγαθά. Κατά τη διάρκεια της ακμής της, μπορούσε κανείς να αγοράσει σχεδόν τα πάντα από τη Sears. Από βάρκες και μοτοσικλέτες έως ακόμα και προκατασκευασμένα σπίτια. Η άφιξη του καταλόγου της Sears σε ένα σπίτι ήταν γεγονός, χάρη στην ποικιλία προϊόντων για όλη την οικογένεια, για κάθε δωμάτιο του σπιτιού, ακόμα και για κάθε ανάγκη του αγρού.
Όσο η ευμάρεια μεγάλωνε και τα γούστα των Αμερικανών διευρύνονταν, ανάλογα,συνέβαινε και με τις προσφορές του καταλόγου. Κάποια στιγμή, η ετήσια χριστουγεννιάτικη έκδοση είχε φτάσει να έχει 600 σελίδες και περιλάμβανε όλα όσα θα χρειαζόταν κανείς για τις γιορτές, συμπεριλαμβανομένων ακόμα και γαλοπούλες με γέμιση και σάλτσα βατόμουρου. Ως λογική συνέπεια στο ζενίθ της ευημερίας της μεσαίας τάξης, η Sears διέθετε μέχρι και έργα τέχνης στους πελάτες της. Εξάλλου, πουλούσε σχεδόν τα πάντα.
Για να καταλάβουμε γιατί η Sears επέλεξε έναν ηθοποιό που ήταν περισσότερο γνωστός ως ο «κακός» των φιλμ νουάρ και των ταινιών τρόμου (μαζί με τον Μπόρις Κάρλοφ ή τον Πίτερ Λόρε) ώστε να λανσάρει τη συλλογή έργων τέχνης της, έχει σημασία να μάθουμε ένα ή δύο πράγματα για την προσωπικότητα του Πράις εκτός οθόνης.
Ψηλός και όμορφος, με κομψούς τρόπους και αυθεντική βρετανική προφορά, προερχόταν από την αμερικανική αριστοκρατία. Ήταν μακρινός συγγενής του πρώτου Άγγλου αποίκου που γεννήθηκε στη νέα χώρα -του Πέρεγκριν Γουάιτ, γεννημένου στο Mayflower- και ο οικογενειακός πλούτος.
Σπούδασε Ιστορία τέχνης στο Γέιλ και στο Courtauld και είχε υπάρξει για αρκετά χρόνια ιδιοκτήτης γκαλερί στη Νέα Υόρκη. Θα μπορούσε λοιπόν να ακολουθήσει μια σημαντική καριέρα στην ακαδημαϊκή κοινότητα ή ως σύμβουλος τέχνης, αλλά όσο βρισκόταν στην Αγγλία τον τράβηξε το θέατρο, για το οποίο αποδείχτηκε ότι είχε φυσική κλίση βοηθούμενος και από το παρουσιαστικό του, ύψος, φυζίκ και τη χαρακτηριστική του φωνή.
Το 1936, ο Price επέστρεψε στη Νέα Υόρκη όπου υπέγραψε συμβόλαιο με την RKO Pictures του Orson Welles. Για τα επόμενα τριάντα χρόνια εργάστηκε στο ραδιόφωνο και στον κινηματογράφο, δημιουργώντας έναν αναγνωρίσιμο χαρακτήρα, το κομψό και ήπιο, αλλά και απειλητικό μέλος της αριστοκρατίας με μια δόση επιτηδευμένων υπονοούμενων με διπλή σημασία. Ο Price μάλιστα χρησιμοποίησε αυτή τη διφορούμενη παρουσία και σε μια εκπαιδευτική ταινία που γύρισε η Sears το 1962 για τους πωλητές έργων τέχνης της - στην αρχή του φιλμ κάνει ένα αστείο για το κρέμασμα πινάκων αντί για ανθρώπους, ωστόσο η ερμηνεία του γενικότερα ήταν σοφιστικέ και αβανταδόρικη.
Το σχέδιο της Sears ήταν φιλόδοξο. Σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, ο Price είχε λευκή επιταγή όσον αφορούσε τη «Συλλογή Τέχνης του Vincent Price», η οποία προοριζόταν να προσελκύσει τόσο εκατομμυριούχους όσο και απλούς εργάτες. Ως άριστος γνώστης και συλλέκτης, ο Price είχε ήδη επαφές στον κόσμο της τέχνης και αρχικά του δόθηκε το ελεύθερο να επιλέξει ο ίδιος τα έργα της συλλογής.
Η «Συλλογή Vincent Price» λανσαρίστηκε στο Ντένβερ στις 6 Οκτωβρίου 1962 με μεγάλη επιτυχία. Η συλλογή περιελάμβανε πίνακες, χαρακτικά και άλλα έργα από καλλιτέχνες όπως ο Ρέμπραντ, ο Σαγκάλ, ο Γουίστλερ και πολλών σύγχρονων καλλιτεχνών της εποχής. Ειδικά για τα εγκαίνια ο Price είχε παραγγείλει μια ακουαρέλα του Andrew Wyeth, ένα σχέδιο του Picasso και έναν πίνακα του Salvador Dali.
Σύμφωνα με την επίσημη σελίδα της Sears που είναι αφιερωμένη στη «Συλλογή Vincent Price», το πρόγραμμα διευρύνθηκε με εκθέσεις τέχνης σε δέκα επιπλέον καταστήματα Sears και αφού πωλήθηκαν τα πρώτα 1.500 κομμάτια, επεκτάθηκε σε ολόκληρη τη χώρα σε όλα τα πολυκαταστήματα Sears. Ωστόσο, τα περισσότερα από τα μικρότερα σημεία πώλησης δεν φιλοξένησαν τις συγκεκριμένες συλλογές έργων τέχνης και αντ' αυτού συμπεριλήφθηκαν σε μια περιοδεύουσα έκθεση που οργάνωσε η εταιρία με επιλεγμένα έργα από τη συλλογή. Πάντως για τις αγροτικές περιοχές η έκθεση της Συλλογής Vincent Price ήταν ό,τι πιο κοντινό σε ένα μουσείο τέχνης. Και όντως, η εκπαίδευση αποτέλεσε βασικό στοιχείο των πωλήσεων.
Στην προαναφερθείσα εκπαιδευτική ταινία ο Price εξηγούσε ποιος είναι ένας καλλιτέχνης και τι καταφέρνει ως εξής: «Τέχνη δεν κάνουν τίποτα παράξενοι τύποι με μακριά μαλλιά που ζουν σε σοφίτες και φορούν μπερέδες, την κάνουν εξαιρετικά πειθαρχημένοι άνθρωποι που προσπαθούν να σας επιτρέψουν -ως άνθρωποι σε ατάλαντους ανθρώπους, όπως εμένα- να δείτε μέσα από τα μάτια τους την οπτική ομορφιά αυτού του κόσμου».
Τα έργα της συλλογής κόστιζαν από 10 έως 3.000 δολάρια, με διαθέσιμο ένα πρόγραμμα δόσεων που επέτρεπε στους αγοραστές να πληρώνουν μόλις πέντε δολάρια το μήνα. Το έργο του Πικάσο με τίτλο «Fille avec un bateau» (Maya Picasso) καταγράφηκε στην τιμή των 800 δολαρίων συμπεριλαμβανομένης της κορνίζας με φύλλα χρυσού). Υπήρχαν εκτυπώσεις του Γκόγια για μόλις 35 δολάρια. Όπως όλα όσα πωλούσε η Sears, κάθε κομμάτι καλυπτόταν από εγγύηση, με ετικέτα και απόδειξη γνησιότητας.
Το πρόγραμμα Τέχνης των πολυκαταστημάτων λειτούργησε μέχρι το 1971 όταν η φήμη του αμαυρώθηκε από μια αποτυχημένη σειρά έργων τέχνης μαζικής παραγωγής που πωλούνταν μέσω του καταλόγου Sears. Η συλλογή Vincent Price μπορεί να ήταν η πραγματική, αλλά τόσο αυτή όσο και οι αναπαραγωγές έφεραν το όνομα της Sears, οπότε οι γκαλερί έκλεισαν. Μέχρι το τέλος της εννιάχρονης λειτουργίας της συλλογής, η Sears είχε πουλήσει περισσότερα από 50.000 αυθεντικά έργα τέχνης - εν μέρει χάρη στις γνώσεις και το γούστο του εκπληκτικού επιμελητή της.
Κάποιοι δημοσιογράφοι της εποχής κατηγόρησαν τον ηθοποιό ότι ανέλαβε τη δουλειά για το εύκολο κέρδος και οι επικριτές της «Συλλογής Vincent Price» κατηγόρησαν τον Sears για απάτη. Αυτό που του καταλόγισαν ήταν ότι προσφέροντας μια πληθώρα από χαρακτικά και μικρότερα έργα διάσημων καλλιτεχνών, ο λιανοπωλητής μπορούσε να πλασάρει στο ευρύ κοινό το έργο άγνωστων ζωγράφων και γλυπτών. Αλλά σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, οι προθέσεις του Price ήταν ειλικρινείς και εντέλει έβαλε αυθεντικά έργα τέχνης στα σπίτια της μεσαίας τάξης. Όπως και βοήθησε πολλούς εργαζόμενους καλλιτέχνες να πληρωθούν.
Σήμερα, σχεδόν οποιοσδήποτε στην Αμερική μπορεί να επισκεφθεί μια τοπική γκαλερί και να αγοράσει ένα πρωτότυπο έργο τέχνης στην τιμή ενός δείπνου πέντε αστέρων. Ή να περιηγηθεί σε οποιαδήποτε από τις εκατό ιστοσελίδες και να επιλέξει ανάμεσα σε χιλιάδες έργα καλλιτεχνών από όλο τον κόσμο σε τιμές σχεδόν μηδαμινές -με δωρεάν παράδοση. Αλλά το διαδίκτυο είναι γεμάτο απατεώνες και οι γκαλερί είναι ξένο έδαφος για τους περισσότερους ανθρώπους. Η Sears, από την άλλη, υπήρξε το διασημότερο μπραντ της Αμερικής- αν πουλούσε κάτι, μπορούσες να το εμπιστευτείς.
Φυσικά, το τέλος της συνεργασίας με τη Sears δεν ήταν το τέλος του πάθους του Price για την τέχνη ή της επιθυμίας του να μοιραστεί αυτό το πάθος με το κοινό. Δώρισε χιλιάδες κομμάτια από την προσωπική του συλλογή στο East Los Angeles College, μεταξύ των οποίων έργα ιμπρεσιονιστών ζωγράφων και έργα Αμερικανών ιθαγενών για τη δημιουργία της συλλογής του. Αυτή η συλλογή έχει αυξηθεί σε 9.000 κομμάτια και στεγάζεται στο Μουσείο Vincent Price στο campus της πανεπιστημιούπολης.
Ο Price ήταν πασίγνωστος μέχρι που πέθανε ως μια προσωπικότητα του κινηματογράφου και της τηλεόρασης και ίσως γι' αυτό η συνεργασία του με τον Sears να φαίνεται καταρχάς περίεργη. Σκεφτείτε όμως ότι ο στερεοτυπικός χαρακτήρας του -ο κακός αριστοκράτης , το καλομαθημένο τέρας (τον οποίο υποδύθηκε σε όλα τα είδη, από το Scooby Doo μέχρι τον Johnny Carson και σε περισσότερες από 200 ταινίες)- δεν ήταν μόνο μοχθηρός αλλά και πολυμαθής και μορφωμένος με έναν τρόπο προσιτό για όλους. Και για να είμαστε και απολύτως ειλικρινής, ο Vincent Price, στο ρόλο του συμβούλου τέχνης των πολυκαταστημάτων Sears υπήρξε απολύτως πειστικός.
ΠΗΓΗ: Observer.com