Η μακρόστενη αίθουσα στο Εργαστήριο της Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας όπου βρίσκεται το Εγκληματολογικό Μουσείο είναι αρκετά φωτεινή και κρύα. Αργότερα μαθαίνουμε ότι δεν υπάρχει καλοριφέρ, επειδή η υψηλή θερμοκρασία δημιουργεί πρόβλημα στη συντήρηση των εκθεμάτων.
Τα αντικείμενα που μπορείς να δεις στο Μουσείο Εγκληματολογίας από κοντά δεν είναι τόσο αηδιαστικά και φρικτά όσο μας τα περιέγραφαν ή όσο φαίνονται στις φωτογραφίες. Θυμάμαι τα λόγια ενός συγγραφέα του φανταστικού: «Μπορείς να δεις το πιο απίστευτο πράγμα, αλλά θα αντιδράσεις όπως θα αντιδρούσες στο πιο καθημερινό πράγμα». Και αυτό ισχύει κατά τη διάρκεια της επίσκεψής μας εκεί.
Το Εγκληματολογικό Μουσείο ιδρύθηκε το 1932 από τον καθηγητή Ιατροδικαστικής Ιωάννη Γεωργιάδη και τα τελευταία 83 χρόνια χρησιμοποιείται για την εκπαίδευση φοιτητών της Ιατρικής και της Ιατροδικαστικής, αστυνομικών, εγκληματολόγων και κοινωνιολόγων. Την ημέρα που πήγαμε, το Εργαστήριο Τοξικολογίας είναι γεμάτο με νεαρούς γιατρούς που περιφέρονται στα εργαστήρια, έτοιμοι να κάνουν ανατομία ή νεκροψία σε πτώματα.
Η διευθύντρια του μουσείου και καθηγήτρια Τοξικολογίας κ. Μαρία Στεφανίδου-Λουτσίδου που μας υποδέχεται ρωτάει κάπως ανήσυχα έναν συνάδελφό της αν βρέθηκε κάποιο στοιχείο από την τοξικολογική εξέταση που έγινε για κάποιο έγκλημα στον Χολαργό. Καθώς πλησιάζουμε στην είσοδο του μουσείου, έχουμε μια ανησυχία για το αν θα αντέξουμε αυτά που πρόκειται να δούμε. Ήταν σαν να μπήκαμε σε μια μηχανή του χρόνου που σε μεταφέρει σε μια μακρινή εποχή, όταν υπήρχε ακόμη ληστοκρατία, μια εποχή που τη μάστιζαν οι πόλεμοι και η κοινωνία λειτουργούσε με άλλους κώδικες συμπεριφοράς.
Το παλιότερο έκθεμα που υπάρχει στο μουσείο είναι η γκιλοτίνα που χρονολογείται από το 1789. Είναι μία από αυτές που κατασκεύασε ο Ζοζέφ Ινιάς Γκιγιοτέν την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης.
«Είναι το πιο σημαντικό αντικείμενο στο μουσείο» μας λέει η κ. Λουτσίδου. «Είναι η μοναδική που υπάρχει στην Ελλάδα. Την έφερε το 1830 ο πατέρας του Όθωνα, ο Λουδοβίκος Α' ο Βαυαρός, για να εκτελεί τους ανθρώπους που ήταν αντίθετοι προς τον βασιλιά γιο του και για τους κατάδικους, αλλά την έφερε και για εκφοβισμό. Το 1834 νομοθετήθηκε ότι θα χρησιμοποιείται για τον αποκεφαλισμό των βαρυποινιτών. Χρησιμοποιήθηκε από το 1836 έως το 1913, οπότε απαγορεύτηκε πλέον η χρήση της. Ήταν περιφερόμενη η λαιμητόμος. Είχε εγκατασταθεί αρχικά στο Μπούρτζι, στο Ναύπλιο – μάλιστα ο Δήμος του Ναυπλίου τη διεκδικεί και θέλει να την πάρει πίσω, αλλά εμείς δεν τη δίνουμε, επειδή αποτελεί έκθεμα του μουσείου. Ανήκε στο Υπουργείο των Στρατιωτικών. Τη φορτώνανε στο πολεμικό πλοίο και την πήγαιναν εκεί που επρόκειτο να γίνουν εκτελέσεις. Έκαναν και μαζικές εκτελέσεις. Αποκεφάλιζαν 5-6 βαρυποινίτες μαζί. Την πήγαιναν με το κάρο στο Μεσολόγγι, στη Θήβα, ή με το πλοίο στα μέρη όπου υπήρχε θάλασσα».
Η γκιλοτίνα όμως δεν είναι το πιο ανατριχιαστικό έκθεμα του μουσείου. Το βλέμμα σου παγώνει όταν σε μια τζαμαρία βλέπεις ταριχευμένα κεφάλια που ανήκαν σε διάσημους λήσταρχους που αλώνιζαν την ελληνική επαρχία αρχές του 20ού αιώνα. Τα παρατηρείς με ανάμεικτα συναισθήματα. Η φρίκη δίνει τη σειρά της στην ντροπή, που μετατρέπεται σε θαυμασμό και περιέργεια. Καταφέρνω και μετράω δειλά δώδεκα κεφάλια. Η διάσημη κεφαλή του Γιαγκούλα είναι διατηρημένη σε άριστη κατάσταση. Τα γοητευτικά χαρακτηριστικά του τρομερού και νεαρού αυτού άντρα παραμένουν αναλλοίωτα και μοιάζει σαν να κοιμάται ήρεμος – ο Γιαγκούλας πέθανε μόλις 25 ετών, προλαβαίνοντας να σκοτώσει 54 άτομα. Σε άλλα κεφάλια φαίνεται ξεκάθαρα η αιτία του θανάτου τους – οι πληγές από τα όπλα. Είναι η μόνη στιγμή που η κ. Λουτσίδου δεν μας αφήνει να φωτογραφίσουμε. «Θα ήταν προσβολή στη μνήμη των νεκρών» μας εξηγεί.
Αναρωτιέμαι πώς τα κεφάλια έχουν καταφέρει να διατηρηθούν τόσο καλά και τόσα χρόνια. «Είχε γίνει πολύ καλή δουλειά από τον ιατροδικαστή Βασίλη Κωνσταντέλο. Τα κεφάλια ήταν από τότε που η ληστοκρατία στην Ελλάδα ήταν πολύ διαδεδομένη, τέλη 19ου αιώνα-αρχές 20ού. Μέχρι το 1920-1925 είχαμε πολλούς ληστές στην Ελλάδα. Ήταν επικηρυγμένοι όλοι. Τους σκότωνε η αστυνομία διά τουφεκισμού. Πολλά κρανία είναι παραμορφωμένα. Έκοβαν τα κεφάλια τους και τα έστελναν στο εργαστήριο της Ιατροδικαστικής για ταυτοποίηση, για να αποδείξουν ότι πράγματι τους σκότωσαν. Τα έβαζαν μέσα σε τενεκέδες με πετρέλαιο ή χοντρό αλάτι – έτσι λένε οι μαρτυρίες. Ο ιατροδικαστής Κωνσταντέλος τα έπαιρνε, τα καθάριζε, τα έβαζε μέσα σε φορμόλη, αφαιρούσε τον εγκέφαλο και τα γέμιζε με άχυρο. Έχει κάνει εξαιρετική δουλειά, γι' αυτό και έχουν διατηρηθεί 100 χρόνια μετά. Έχουμε κεφάλια ληστών, όπως ο Μπαμπάνης και ο Νταβέλης».
Υπάρχουν όμως και άλλα μουμιοποιημένα εκθέματα, όπως ένας τεράστιος σκελετός με το δέρμα ακόμη πάνω, που ανήκει σε ένα πτώμα που βρήκαν στη σπηλιά του Νταβέλη και έχει υποστεί ξηρή μουμιοποίηση. «Η φύση προκαλεί μουμιοποίηση, όταν οι συνθήκες αερισμού και θερμοκρασίας είναι οι κατάλληλες. Όταν αερίζεται καλά το πτώμα, δεν σαπίζει. Δεν επιτελείται σήψη αλλά μουμιοποίηση, δηλαδή μένουν μόνο τα οστά και το δέρμα. Υπάρχουν και αυτά που βρίσκονται μέσα σε υγρά παρασκευάσματα, όπως είναι τα νεογνά, τα βρέφη ή διάφορα ανθρώπινα μέλη, κεφάλια και κρανία που έχουν διατηρηθεί μέσα σε διάλυμα φορμόλης και παριστούν τον τρόπο θανάτου τους. Ορισμένα είναι από μωρά ανεγκέφαλα που γεννιούνται και πεθαίνουν. Ένα πόδι προέρχεται από τον βομβαρδισμό του Πειραιά από τους Άγγλους το 1943 –είναι καμένο–, άλλο ένα από καμένο από κεραυνό».
«Τα μαλλιά είναι δείγματα τριχωτού της κεφαλής για την προτυποποίηση των χρωματισμών. Πριν από 100 χρόνια έλεγαν ότι αναζητείται κάποιος κακοποιός με χρώμα μαλλιού π.χ. νούμερο 26, για να μπορεί η αστυνομία να γνωρίζει ακριβώς το χρώμα μαλλιών του καταζητούμενου. Τα είχαν φέρει από τη Γαλλία, επειδή ήταν γαλλοσπουδαγμένος ο καθηγητής Γεωργιάδης».
Στην απέναντι μεριά, μέσα σε κορνίζες υπάρχουν σφαίρες, που έχουν αφαιρεθεί από πτώματα.
«Είναι μια πολύ σημαντική καταγραφή θανάτων, που μπορεί να είναι δολοφονίες, αυτοκτονίες ή ατυχήματα που συνέβησαν από το 1928 μέχρι το 1939. Και ο καθηγητής Γεωργιάδης, μαζί με τον ιατροδικαστή Κωνσταντέλο, που ήταν ένας εμπνευσμένος ιατροδικαστής και αυτός, αφαιρούσε τις σφαίρες από το κάθε πτώμα κι έγραφε με ποιο περιστατικό σχετίζονταν. Πίσω από κάθε αντικείμενο βρίσκεται και ένα έγκλημα» μας υπενθυμίζει συχνά η διευθύντρια.
Δίπλα από τις σφαίρες υπάρχει ένα εκπληκτικό φωτογραφικό αρχείο από υποθέσεις που έχει επιμεληθεί το εργαστήριο. Τρομακτικές φωτογραφίες από το διάσημο έγκλημα του Χαροκόπου και το πτώμα του Αθανασόπουλου που το 1931 είχαν διαμελίσει και κάψει η γυναίκα του και η πεθερά του αντίστοιχα.
Άλλο ένα έγκλημα που ερεύνησαν ήταν η δολοφονία του βασιλιά Γεωργίου Α', το 1913, από τον βασιλοκτόνο Αλέξανδρο Σχινά. Στο εργαστήριο υπάρχει το αυτί και το χέρι του μέσα σε φορμόλη – τους είχε σταλεί για την ταυτοποίηση των δαχτυλικών αποτυπωμάτων. Όπως, επίσης, υλικό από τον Δράκο της Καλογρέζας που ήταν παιδόφιλος και βίαζε και σκότωνε μικρά παιδιά – είχε σκοτώσει επτά άτομα.
«Έχουμε περιστατικά από στραγγαλισμούς, βρεφοκτονίες. Έχουμε υλικό που έχει σχέση με την απάτη, επειδή και η απάτη είναι μια εγκληματική πράξη. Παλιά υπήρχε και η μαγγανεία. Άτομα με σκοπό την απόσπαση χρημάτων έκαναν τελετές μαύρης μαγείας και χρησιμοποιούσαν διάφορα ιερατικά σκεύη και άμφια για να ξεγελάσουν τα θύματά τους».
Μια άλλη ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι τα δέρματα με τα τατουάζ. «Είναι δέρματα από ανθρώπους που αφού πέθαιναν, αφαιρούσαν τα τατουάζ τους. Αυτό γινόταν μέχρι τη δεκαετία του 1950, μετά απαγορεύτηκε. Έβγαζαν το δέρμα στον αέρα και το στέγνωναν. Εκείνην την εποχή, όποιος είχε τατουάζ, ήταν φυλακισμένος, ναυτικός ή κακοποιός. Τότε ονομαζόταν δερματοστιξία και γινόταν με σινική μελάνη. Τώρα έχουν αλλάξει οι μπογιές που χρησιμοποιούνται. Είναι πιο αθώες».
Την παλιά εποχή, όταν δεν υπήρχε το DNA, το αυτί ήταν κάτι σαν το δακτυλικό αποτύπωμα. Το αυτί μοιάζει είτε με του πατέρα είτε με της μητέρας μας – για την ακρίβεια, είναι ίδιο.
Πολλά από τα όπλα που εκτίθενται στο μουσείο έχουν μεγάλη ιστορική αξία, π.χ. τα τουφέκια Μυλωνά. Ο Μυλωνάς ήταν ένας Υδραίος οπλουργός και στρατηγός του στρατού του βασιλιά Γεωργίου Α'. Είναι όλα χειροποίητα και χρησιμοποιήθηκαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Χρονολογούνται από το 1876. Έχουμε και ένα όπλο πολύ σπάνιο, του 1831, τοπομαχικό, γαλλικό, του Όθωνα. Είναι πολύ βαρύ τουφέκι. Θεωρείται το τουφέκι των επάλξεων, των φρουρίων, της άμυνας των κτιρίων, και είναι για μακρινούς στόχους. Το χρησιμοποιούσαν επάνω στα κάστρα. Έβλεπαν τους πειρατές να έρχονται από μακριά και πυροβολούσαν σε πολύ μεγάλη απόσταση».
Το Εγκληματολογικό Μουσείο σταμάτησε να έχει εισροή νέων πειστηρίων το 1950. Από το '50 και μετά άρχισε να τα συλλέγει η Εγκληματολογική Υπηρεσία.
Τελευταία αφήνουμε μια συλλογή από κέρινα ομοιώματα. Το παράδοξο και η ειρωνεία είναι πως αποτελεί ό,τι πιο φρικιαστικό βλέπουμε στο μουσείο. Όχι επειδή είναι κακοφτιαγμένα, αλλά επειδή αποδίδουν άριστα τις βλάβες που προκαλούνται από πυροβολισμούς, κάποιο κοφτερό όργανο, μαχαίρια ή διάφορα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα.
Είναι μια εξαιρετική αναπαράσταση, σύμφωνα με την καθηγήτρια Λουτσίδου. «Είναι παλιά, της δεκαετίας του 1920-1930. Όλα αυτά τα έκαναν ο ιατροδικαστής Κωνσταντέλος με τον Μητρόπουλο, έναν γλύπτη που δούλευε κερί. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν έγχρωμες φωτογραφίες κι αυτοί, με τα χρώματα που έδιναν στις κακώσεις, αναπαριστούσαν απόλυτα τις βλάβες. Έχουν άριστο εκπαιδευτικό χαρακτήρα για τους αστυνομικούς και τους ειδικευόμενους ιατροδικαστές και συνεπώς πολύ μεγάλη αξία».
Καθώς τελειώνει η περιήγησή μας, η κουβέντα με την κ. Στεφανίδου-Λουτσίδου αποκτάει πιο ανάλαφρο χαρακτήρα. Μας μιλάει για τη μεγάλη σημασία του αυτιού στην ταυτοποίηση στοιχείων και το πώς ο ιατροδικαστής Γεωργιάδης εισήγαγε τη μελέτη της ανθρωπομετρίας στην Ελληνική Αστυνομία.
«Την παλιά εποχή, όταν δεν υπήρχε το DNA, το αυτί ήταν κάτι σαν το δακτυλικό αποτύπωμα. Όταν μπέρδευαν τα μωρά στο μαιευτήριο –κάτι που ήταν πάρα πολύ συνηθισμένο τότε– και τα έδιναν σε λάθος μητέρες, για την ταυτοποίησή τους κοίταζαν τα εξωτερικά ανατομικά του γνωρίσματα και χαρακτηριστικά, και το αυτί. Το αυτί μοιάζει είτε με του πατέρα είτε με της μητέρας μας – για την ακρίβεια, είναι ίδιο. Τελευταία οι Ολλανδοί κάνουν έρευνες επειδή λένε ότι όλοι οι εγκληματίες, οι κλέφτες ή οι ληστές, όταν πρόκειται να διαπράξουν το έγκλημα, το πρώτο που κάνουν είναι να βάζουν το αυτί τους στην πόρτα για να ακούσουν αν είναι κανείς μέσα στο σπίτι. Αφήνουν, επομένως, στην πόρτα το αποτύπωμα του αυτιού τους. Δακτυλικά αποτυπώματα μπορεί να μην αφήσουν, επειδή φοράνε γάντια. Και η αστυνομία τώρα μπορεί να πάρει αυτό το αποτύπωμα και μέσω αυτού να βρει τον δράστη. Γι' αυτό, όταν βγάζει κάποιος ταυτότητα, το πρώτο που του λένε είναι ότι δεν πρέπει να φοράει σκουλαρίκια ή ότι τα μαλλιά πρέπει να είναι πίσω από τα αυτιά, επειδή θεωρούνται στοιχείο αναγνώρισης και ταυτοποίησης του ατόμου».
«Φροντίζουμε, όσο μπορούμε περισσότερο, μαζί με τους συνεργάτες μου, την επιτροπή του Εγκληματολογικού Μουσείου, που είναι ο κ. Σωτήρης Αθανασέλης, καθηγητής Τοξικολογίας, και ο Κωνσταντίνος Μωραîτης, επίκουρος καθηγητής Δικαστικής Ανθρωπολογίας, και με τη διευθύντριά μας στο εργαστήριο Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, την κ. Χαρά Σπηλιοπούλου, καθηγήτρια Ιατροδικαστικής».
Τη ρωτάω ποιο έγκλημα πιστεύει ότι είναι το χειρότερο που έχει διαπραχθεί ποτέ στην Ελλάδα. Διστάζει αρχικά να μας απαντήσει.
«Καταλληλότεροι είναι οι ιατροδικαστές να σας απαντήσουν και όχι εγώ, που είμαι τοξικολόγος. Υπάρχουν τόσα ειδεχθή εγκλήματα. Νομίζω πως ένα από αυτά είναι του Αθανασόπουλου. Τον σκότωσαν, τον τεμάχισαν, τον έκαψαν και τον πέταξαν στον Ιλισό».
Μια συνομιλία
Από πότε χρονολογείται η ιστορία του εγκλήματος στην Ελλάδα;
Το έγκλημα είναι αρχαίο, όπως ξέρουμε, και το πρώτο έγκλημα στο οποίο είχε γίνει μια ας πούμε ιατροδικαστική εξέταση ήταν η δολοφονία του Καίσαρα στη Ρώμη. Στο σώμα του είχαν βρει γύρω στις 30 μαχαιριές. Το έγκλημα είναι τόσο παλιό όσο και ο άνθρωπος, απλώς η διερεύνηση των αιτιών θανάτου είναι μεταγενέστερη, δηλαδή ο άνθρωπος άρχισε να διερευνά τις αιτίες θανάτου αργότερα.
Τι άτομα έρχονται κυρίως, εκτός από φοιτητές;
Περισσότερο περίεργοι, θα έλεγα. Το έγκλημα έχει ένα μυστήριο και πολύς κόσμος ενδιαφέρεται να έρθει στον μυστηριακό χώρο ενός εγκληματολογικού μουσείου. Ο χαρακτήρας του μουσείου μας, όμως, είναι καθαρά εκπαιδευτικός.
Έχει αντιδράσει κανείς με όσα βλέπει;
Μερικοί φοιτητές λιποθυμούν. Κυρίως αγόρια, που είναι πιο ευαίσθητα σε σχέση με τα κορίτσια. Και από τους φοιτητές που εκπαιδεύονται στο νεκροτομείο, κάνοντας άσκηση σε πτώματα, εκείνοι που λιποθυμούν κάθε φορά είναι τα αγόρια και όχι τα κορίτσια. Τα κορίτσια είναι πιο εξοικειωμέναμε το αίμα, και λόγω της εμμήνου ρήσης που έχουν κάθε μήνα. Τα αγόρια και μόνο που το μυρίζουν τις περισσότερες φορές λιποθυμούν.
Είναι αλλιώτικοι οι εγκέφαλοι των εγκληματιών;
Δεν μπορούμε να πούμε κάτι τέτοιο.
Είναι δύσκολη η συντήρηση των εκθεμάτων;
Είναι πολύ δύσκολη. Κάνουμε προσπάθειες. Συντηρήσαμε την προηγούμενη χρονιά όλα τα νωπά κατασκευάσματα. Αλλάξαμε τις γυάλες τους. Αλλάξαμε το συντηρητικό υλικό που αποτελείται από φαινόλη, οινόπνευμα και ίχνη φορμόλης. Οπωσδήποτε η συντήρησή τους είναι δύσκολη, χρειάζεται ειδικές γνώσεις και εξειδικευμένο κι εκπαιδευμένο προσωπικό που θα ασχοληθεί με τη συντήρηση όλων των εκθεμάτων. Ακόμη έχουμε δρόμο μπροστά μας.
Δεν φοβάστε μήπως βάλετε ιδέες στον κόσμο για φόνο;
Όχι. Εξάλλου, και οι φοιτητές και τα παιδιά έχουν δει στην τηλεόραση, στο σινεμά και στο Διαδίκτυο πολύ χειρότερα εγκλήματα, και αν είναι να πάρουν κάποια ιδέα, θα την πάρουν από εκεί και όχι από εμάς. Εδώ, τα περισσότερα από τα δικά μας όπλα είναι αδρανοποιημένα. Έχουν γόμωση και προέρχονται από το Πολεμικό Μουσείο. Ειδικοί οπλουργοί τα έχουν απενεργοποιήσει, επειδή θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν.
Καθώς φεύγουμε με τον Πάρι Ταβιτιάν δεν αισθανόμαστε σοκαρισμένοι, όπως θα περίμενε κανείς. Αργότερα, όταν συναντιόμαστε για ένα άλλο θέμα, συνειδητοποιούμε τι ακριβώς έχουμε δει, εκείνος από τις φωτογραφίες, εγώ γράφοντας αυτές τις γραμμές, και κάπως μας τρομάζει η ιδέα. Παρ' όλα αυτά, ήταν μια εκπληκτική εμπειρία.