Αναστάτωση έχει προκαλέσει στον δημόσιο διάλογο η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) να ακυρώσει την υπουργική απόφαση του 2022 με την οποία είχε καταργηθεί η αναφορά σε αποκλεισμό από την αιμοδοσία των ανδρών που είχαν σεξουαλικές επαφές με άλλους άνδρες τους τελευταίους 12 μήνες.
Η απόφαση του Δ΄ Τμήματος του ΣτΕ δεν επιβάλλει νέο ή γενικευμένο αποκλεισμό ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων, αλλά επαναφέρει προσωρινά το προηγούμενο πλαίσιο, σύμφωνα με το οποίο δεν μπορούσαν να δώσουν αίμα άτομα που είχαν «ομοφυλοφιλική σχέση από το 1977», όπως αναφερόταν χαρακτηριστικά στο έντυπο «Ιστορικό Αιμοδότη». Η διατύπωση αυτή ίσχυε για πάνω από 40 χρόνια και είχε χαρακτηριστεί αναχρονιστική και στιγματιστική. Αυτή τη στιγμή πάντως, το ερωτηματολόγιο αιμοδοσίας δεν έχει αλλάξει στα Γενικά Νοσοκομεία της χώρας. Παραμένει ίδιο με εκείνο του 2022.
Στην απόφασή του, το ΣτΕ σημειώνει ότι ο καθορισμός λόγων προσωρινού ή οριστικού αποκλεισμού από την αιμοδοσία πρέπει να βασίζεται σε επιστημονικά δεδομένα, κυρίως επιδημιολογικά, αλλά και σε τεχνολογικές δυνατότητες ελέγχου και επεξεργασίας του αίματος, καθώς και στον τρόπο οργάνωσης του συστήματος αιμοδοσίας της χώρας. Το ΣτΕ αναφέρεται απλώς σε γνωμοδότηση που πρέπει να ληφθεί υπόψη και όχι απαραίτητα να τηρηθεί.
Κατά το δικαστήριο, η κατάργηση όλων των περιορισμών, χωρίς να αξιοποιηθούν οι γνωμοδοτήσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής Αιμοδοσίας (που πρότεινε 12μηνο αποκλεισμό βάσει συμπεριφοράς) και της Επιτροπής της Εθνικής Στρατηγικής για ΛΟΑΤΚΙ+ Ισότητα (που πρότεινε τρίμηνο αποκλεισμό για άτομα με επαφή με ομάδες υψηλού κινδύνου), συνιστά παράλειψη αιτιολόγησης, καθιστώντας την απόφαση νομικά αβάσιμη.
Η απόφαση του ΣτΕ δεν οδηγεί αυτομάτως σε οριζόντιο αποκλεισμό των γκέι ανδρών από την αιμοδοσία, αλλά καθιστά αναγκαία την επανέκδοση απόφασης από το υπουργείο Υγείας, αυτή τη φορά στηριγμένης σε επιστημονικά δεδομένα. Μέχρι τότε, ωστόσο, ισχύει το προηγούμενο πλαίσιο.
Το Υπουργείο Υγείας οφείλει να προχωρήσει εκ νέου στην έκδοση της ίδιας ρύθμισης, αυτή τη φορά λαμβάνοντας τυπικά υπόψη τη γνωμοδότηση της αρμόδιας επιτροπής. Με επιστημονική τεκμηρίωση θα επαναφέρει το πλαίσιο σε πιο ισορροπημένη βάση, όπου η σεξουαλική επαφή — είτε μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου είτε διαφορετικού — θα αξιολογείται ισότιμα από τη Διοίκηση ως προς τον επιδημιολογικό της κίνδυνο.
Τον Ιανουάριο του 2022, ο τότε υπουργός Υγείας Θάνος Πλεύρης υπέγραψε απόφαση με την οποία αφαιρούνταν οι συγκεκριμένοι περιορισμοί από το ιστορικό του αιμοδότη, στο πλαίσιο των αλλαγών που προωθούνταν μέσω της Εθνικής Στρατηγικής για την Ισότητα των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων. Η απόφαση φέρεται να βασίστηκε σε σύγχρονες κατευθύνσεις διεθνών οργανισμών και εμπειριών άλλων χωρών, όπως η Γαλλία και οι ΗΠΑ, που προκρίνουν εξατομικευμένα κριτήρια αξιολόγησης και όχι αποκλεισμούς βάσει ταυτότητας.
Ωστόσο, έξι σωματεία πασχόντων από μεσογειακή αναιμία και πολυμεταγγιζόμενων ασθενών προσέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ζητώντας την ακύρωση της απόφασης με το επιχείρημα ότι δεν ελήφθησαν υπόψη οι εισηγήσεις των επιστημονικών επιτροπών και δεν τεκμηριώθηκε επαρκώς η ασφάλεια του αίματος.
Σύγχρονες ιατρικές προσεγγίσεις ζητούν τη μετάβαση σε ένα μοντέλο εξατομικευμένης αξιολόγησης του αιμοδότη βάσει συγκεκριμένων παραγόντων κινδύνου – ανεξαρτήτως φύλου ή σεξουαλικού προσανατολισμού. Πρόκειται για την πρακτική που έχει ήδη υιοθετηθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Γαλλία, τη Βρετανία και τον Καναδά, όπου η εστίαση μεταφέρεται από τη σεξουαλική ταυτότητα στη συχνότητα, το είδος και την ασφάλεια των ερωτικών επαφών.
Σε κάθε περίπτωση, το θέμα της αιμοδοσίας παραμένει ευαίσθητο και κρίσιμο, καθώς ισορροπεί μεταξύ της διασφάλισης της δημόσιας υγείας και της διαφύλαξης της ισότητας και της μη διάκρισης. Η υπόθεση αναδεικνύει το διαρκές ζητούμενο: πώς η δημόσια υγεία και η ασφάλεια του αίματος μπορούν να συνυπάρχουν με τον σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα, χωρίς διακρίσεις ή στιγματισμό.