Βλέποντας κανείς τις φωτογραφίες από τη συνάντηση του αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου με τον πρόεδρο των Σπαρτιατών Βασίλη Στίγκα, τα χαμόγελα και τη γλώσσα του σώματος εύκολα προκύπτει το συμπέρασμα της σύζευξης της Εκκλησίας με την ακροδεξιά, τουλάχιστον για το γάμο των ομόφυλων ζευγαριών.
Ο Βασίλης Στίγκας έχει υιοθετήσει ακραία ομοφοβική ρητορική, από το βήμα της Βουλής μάλιστα, βαυκαλιζόμενος για τον ανδρισμό του και επιτιθέμενος εναντίον εκείνων που θεωρεί ότι όχι μόνο δεν είναι φυσιολογικοί αλλά και αποτελούν ντροπή για το ανθρώπινο είδος...
«Για όνομα του Θεού, θα φτάσουμε να ντρεπόμαστε που είμαστε straight!» είπε πριν οκτώ ημέρες ο Βασίλης Στίγκας και μάλλον η φράση του αυτή ήταν το διαβατήριο για μια συνάντηση με τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος, λίγες ημέρες ημέρες πριν από την ανάγνωση του κειμένου της Ιεράς Συνόδου, που αναμένεται να διαβαστεί στους πιστούς που θα παραβρεθούν στους ναούς της χώρας την Κυριακή, σχετικά με το νομοσχέδιο για το γάμο και την τεκνοθεσία των ομόφυλων ζευγαριών. Η συνάντηση Ιερώνυμου-Στίγκα έγινε το μεσημέρι της Τετάρτης στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών.
Υπενθυμίζεται πως οι Σπαρτιάτες έχουν υιοθετήσει την πιο ακραία πεζοδρομιακή ρητορική στο νομοσχέδιο της κυβέρνησης για το γάμο και την τεκνοθεσία των ομόφυλων ζευγαριών. Η Εκκλησία από τη δική της μεριά απαντά ομόφωνα με «όχι» στο συγκεκριμένο νόμο φτάνοντας στο σημείο να αυτοχαρακτηρίζεται σαν «ένα πνευματικό νοσοκομείο που θεραπεύει τους ανθρώπους» και προφανώς θα πρέπει να προστρέξουν οι... αμαρτωλοί.
Γάμος ομόφυλων ζευγαριών: Αυτό είναι το κείμενο που θα διαβαστεί στις εκκλησίες
Στο κείμενο που θα διαβαστεί την Κυριακή 4 Φεβρουαρίου στους ναούς της χώρας, η Εκκλησία κάνει λόγο για «ανατροπή του χριστιανικού γάμου και του θεσμού της πατροπαράδοτης ελληνικής οικογένειας, αλλάζοντας το πρότυπό της», ενώ αναφέρει ότι «η ομοφυλοφιλία έχει καταδικαστεί από τη σύνολη εκκλησιαστική παράδοση, αρχής γενομένης από τον Απόστολο Παύλο και αντιμετωπίζεται με τη μετάνοια, η οποία είναι αλλαγή τρόπου ζωής».
Η Εκκλησία «δεν μπορεί να αποδεχθεί κάθε άλλη μορφή γάμου, πολλώ δε μάλλον τον λεγόμενο “ομοφυλοφιλικό γάμο”», αναφέρει το εν λόγω κείμενο. Υπενθυμίζεται ότι η Ιερά Σύνοδος έχει ταχθεί ομόφωνα ενάντια στο νομοσχέδιο που αφορά στον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών. Στο κείμενο σημειώνεται ότι η Πολιτεία έχει την αρμοδιότητα να ψηφίζει νόμος και πως η Εκκλησία «ούτε συμπολιτεύεται, ούτε αντιπολιτεύεται, αλλά πολιτεύεται κατά Θεόν και ποιμαίνει όλους. Γι’ αυτό και έχει ιδιαίτερο λόγο που πρέπει να γίνεται σεβαστός».
«Στο θέμα του λεγόμενου “πολιτικού γάμου των ομοφυλοφίλων”, η Ιερά Σύνοδος όχι μόνο δεν μπορεί να σιωπήσει, αλλά πρέπει να ομιλήσει», τονίζεται στο κείμενο και κάνει αναφορά στην πρόσφατη ομόφωνη απόφαση κατά του νομοσχεδίου. Αυτή η απόφαση στηρίζεται στο ότι «οι εμπνευστές του νομοσχεδίου και οι συνευδοκούντες σε αυτό προωθούν την κατάργηση της πατρότητας και της μητρότητας και τη μετατροπή τους σε ουδέτερη γονεϊκότητα, την εξαφάνιση των ρόλων των δύο φύλων μέσα στην οικογένεια και θέτουν πάνω από τα συμφέροντα των μελλοντικών παιδιών τις σεξουαλικές επιλογές των ομοφυλοφίλων ενηλίκων», αναφέρει το κείμενο, επαναλαμβάνοντας τη θέση που διατυπώθηκε στην ανακοίνωση της Ιεράς Συνόδου.
Για την τεκνοθεσία, επαναλαμβάνεται η άποψη ότι «καταδικάζει τα μελλοντικά παιδιά να μεγαλώνουν χωρίς πατέρα ή μητέρα σε ένα περιβάλλον σύγχυσης των γονεϊκών ρόλων» και συμπληρώνεται ότι μένει «ανοιχτό παράθυρο» για την παρένθετη κύηση, που «θα δώσει κίνητρα για την εκμετάλλευση ευάλωτων γυναικών και αλλοίωση του ιερού θεσμού της οικογένειας».
Μάλιστα, στο κείμενο σημειώνεται πως η Εκκλησία «αποδέχεται βέβαια» τα δικαιώματα των ανθρώπων τα οποία «κινούνται σε επιτρεπτά όρια», σε συνδυασμό με τις υποχρεώσεις τους, αλλά η «νομιμοποίηση του απολύτου “δικαιωματισμού”, που είναι θεοποίηση των δικαιωμάτων, προκαλεί την ίδια την κοινωνία».
Σε άλλο σημείο του κειμένου, η Εκκλησία προτρέπει την Πολιτεία να αντιμετωπίσει το δημογραφικό πρόβλημα «που εξελίσσεται σε βόμβα έτοιμη να εκραγεί» και είναι το «κατ’ εξοχήν εθνικό θέμα της εποχής μας», ενώ εκφράζει την άποψη ότι η επίλυση αυτού του ζητήματος «υπονομεύεται» από το προς ψήφιση νομοσχέδιο.