Αμπελώνες, κελάρια, δάση και άγρια ζώα, λύκοι, σκυλιά και αρκούδες, μπαρ, ντίσκο και μπουζούκια, ταβέρνες και ρεστοράν, ομάδες Ανώνυμων Αλκοολικών, τιμητικές διακρίσεις, ατέλειωτα ταξίδια, σκληρές αποφάσεις, λάθη, εμπόδια, δυσκολίες, επιθέσεις αλλά και μια αντισυμβατική πολιτική διαδρομή με νίκες και ήττες είναι όλα όσα συμπυκνώνουν τη μυθιστορηματική ζωή του Γιάννη Μπουτάρη.
Στα χρόνια που ήταν δήμαρχος Θεσσαλονίκης κανείς δεν αμφιβάλλει ότι η πόλη άλλαξε σελίδα, άφησε πίσω της χρόνιες παθογένειες και φύσηξε φρέσκος αέρας. Πολλοί τον είχαν κατηγορήσει ως προδότη, ανιστόρητο, άθεο, ανθέλληνα, φιλότουρκο αλλά και αλκοολικό. Ωστόσο άλλοι θα σου πουν ότι η εξωστρέφεια που συναντούσες επί των ημερών του στη Θεσσαλονίκη αποτελούσε παρακαταθήκη της δική του θητείας και μόνο. Ήταν πάντα παρών και δεν σκεφτόταν ποτέ το πολιτικό κόστος είτε όταν μιλούσε για το Μακεδονικό είτε όταν πήγαινε στο gay pride είτε όταν θεμελιώνονταν το Εβραϊκό Μουσείο.
Κάποτε είχε δηλώσει ότι «η Θεσσαλονίκη ήταν βουτηγμένη στη μούχλα και στη μιζέρια για πολλά χρόνια». Όταν τον είχα ρωτήσει, πώς μια πόλη μετατρέπεται σε ένα ζωντανό κύτταρο της κοινωνίας, μου είχε απαντήσει: «Ποιο είναι το παρελθόν της Θεσσαλονίκης; Πέρα από τα αρχαιολογικά μνημεία, τον Μέγα Αλέξανδρο, τη Μακεδονία, την ελληνιστική, ρωμαϊκή και βυζαντινή περίοδο, ανασύραμε στην επιφάνεια το τρίπτυχο «Έλληνες - Τούρκοι - Εβραίοι». Αναδείξαμε την τουρκική παρουσία μέσω της Οικίας του Κεμάλ Ατατούρκ, ενώ γύρω απ' αυτό θα δείτε καταστήματα που έχουν τουρκικούς καταλόγους. Έρχονται πλούσιοι εξευρωπαϊσμένοι Τούρκοι που αφήνουν πολλά χρήματα στην πόλη. Επίσης, υπάρχουν πλέον δύο πτήσεις την ημέρα από την Turkish Airlines Κωνσταντινούπολη - Θεσσαλονίκη. Παράλληλα, προβάλαμε την εβραϊκή παρουσία, αυτό το ακανθώδες θέμα που κρυβόταν τόσα χρόνια κάτω από το χαλί της πόλης. Ας μην ξεχνάμε ότι η Θεσσαλονίκη έφερε την ονομασία «Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων» κι αυτό το ζήτημα ήταν ένας κρίκος σε μια μεγάλη αλυσίδα βίας. Οι Εβραίοι ήταν άνθρωποι που εγκαταστάθηκαν και πλούτισαν εδώ, και διέθεταν τις πιο ωραίες κατοικίες. Εμείς τι κάναμε; Συντελέσαμε στη δημιουργία ενός παρελθόντος, σκοτεινού και σιωπηλού. Έπρεπε εδώ και αρκετό καιρό η σιωπή να έχει μετατραπεί σε μια ισχυρή φωνή».
Τα συλλαλητήρια ποτέ δεν τον γοήτευαν και έβρισκε τελείως αποκρουστικά τα λάβαρα, τους έφιππους και τους μισαλλόδοξους αλλά και τις εμπρηστικές ομιλίες. Και έλεγε για τα συλλαλητήρια που γίνονταν με αφορμή το Μακεδονικό: «Διεκδικείς κοιτώντας το συμφέρον της χώρας και λες ότι κάπου ίσως χρειαστεί να υποχωρήσω ή κάπου αλλού να πάω πιο μπροστά. Η διεκδίκηση είναι απολύτως θέμα διαπραγμάτευσης. Πρέπει να μπεις στη θέση και της άλλης πλευράς. Ξέρεις τι μου είπε ο Ζάεφ όταν συναντηθήκαμε; Ότι αυτός έχει μεγαλύτερο πρόβλημα από εμάς, διότι εκείνοι μεγαλώσανε ως Μακεδόνες. Πώς θα πάει στη χώρα του, λοιπόν, να τους πει ότι ισχύει κάτι διαφορετικό; Και πώς θα μπορέσει να το επιτύχει αυτό; Αμοιβαίες υποχωρήσεις είναι η μόνη δυνατή λύση. Πρόκειται για ένα θέμα που βασίζεται μόνο στο θυμικό και των δύο λαών».
Όσες φορές τον είχα επισκεφθεί στον τρίτο όροφο του επιβλητικού κτιρίου επικρατούσε αναβρασμός. «Αν θέλεις να μάθεις αν υπάρχει ζωή μετά θάνατον, πέρνα μέσα» έγραφε η μικρή φωτογραφία που ήταν κολλημένη έξω από την πόρτα του δημάρχου. Και πάντοτε θα με υποδεχόταν φορώντας ένα πουκάμισο στο αγαπημένο του ροζ χρώμα, θαλασσί κάλτσες και τις χαρακτηριστικές του τιράντες. Μέσα στο γραφείο του τον περισσότερο χώρο καταλάμβαναν κάποια προσωπικά αντικείμενα, οικογενειακές φωτογραφίες, πίνακες ζωγραφικής, δώρα, βραβεύσεις, τιμητικές διακρίσεις, αγαλματάκια, σημαίες και, φυσικά, πολυάριθμοι φάκελοι που αφορούν ζητήματα της συμπρωτεύουσας.
Μετά την αποστρατεία του από τον δήμο Θεσσαλονίκης, ασχολήθηκε με όσα του είχαν λείψει. Όταν έκλεισε την πόρτα του δημαρχείου, αφήνοντας πίσω του δύο θητείες στην πόλη της Θεσσαλονίκης, βρέθηκε ξαφνικά αντιμέτωπος με ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Στην αρχή νόμιζε ότι είχε κατάθλιψη. «Δεν είναι εύκολο να έχεις άπειρο ελεύθερο χρόνο μετά από εννέα χρόνια. Αλλά το ξεπέρασα. Μπορώ να ασχολούμαι με όσα είχα στερηθεί, το να μπορώ να κάνω μια βόλτα στην παραλία της πόλης και να ατενίζω το ηλιοβασίλεμα. Να πηγαίνω στο χωριό μου, το Νυμφαίο, και να ησυχάζω», μου είχε αφηγηθεί.
Όλα αυτά μέχρι πέρυσι που για άλλη μια φορά ξάφνιασε πολλούς με την απόφασή του να θέσει υποψηφιότητα ως δημοτικός σύμβουλος με τον συνδυασμό του Σπύρου Πέγκα «Θεσσαλονίκη για όλους». Αντιλαμβανόταν ότι η Θεσσαλονίκη επέστρεφε στη συντήρηση και την εσωστρέφεια. «Μετά την ολοκλήρωση της δημαρχιακής θητείας μου στον δήμο Θεσσαλονίκης, δεν έπαψα ποτέ να ενδιαφέρομαι και να νοιάζομαι για όσα συμβαίνουν στην πόλη. Δυστυχώς, αυτά τα τέσσερα χρόνια η Θεσσαλονίκη πήγε πολλά βήματα πίσω», μου είχε πει από το κτήμα του στη Νάουσα.
«Οι ταμπέλες δεν με ενδιέφεραν ποτέ. Τις έχω συνηθίσει. Λέω πάντα αυτό που πιστεύω με πλήρη συνείδηση, όχι για να κάνω το χατίρι σε κάποιους», απαντούσε με ύφος ευδιάθετο και ήρεμο. Άλλωστε, ποτέ δεν γούσταρε το δήθεν και δεν άλλαξε σε καμία φάση της ζωής του την πεποίθησή του να εκφράζει την άποψή του, χωρίς να ενδιαφέρεται αν θα είναι αρεστή ή όχι. Προερχόμενος από μεγαλοαστική οικογένεια, μεγάλωσε σε επιχειρηματική ατμόσφαιρα. Το περιοδικό «ΤΙΜΕ» τού είχε αποδώσει τη διάκριση του «Ευρωπαίου Ήρωα», αλλά οι βραβεύσεις και οι αλλεπάλληλες επιτυχίες δεν στάθηκαν ικανές να τον αποτρέψουν να αγγίξει το μηδέν και να ακουμπήσει πολλές φορές τον πάτο του βαρελιού.
Όσες ώρες κουβεντιάζαμε κάπνιζε διαρκώς ‒ το τσιγάρο ήταν η μόνη κατάχρηση που επέτρεπε στον εαυτό του. Τα τελευταία χρόνια ασχολήθηκε ενδελεχώς με την πορεία του μουσείου ως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του ιδρύματος, έκανε συχνά παρεμβάσεις με την Κίνηση Πολιτών όσον αφορά το θέμα των αρχαιοτήτων του μετρό της Θεσσαλονίκης και σχεδίαζε την επέκταση του Αρκτούρου. Άλλωστε υπήρξε ο άνθρωπος που τον εμπνεύστηκε και τον δημιούργησε το 1992, όταν βρέθηκε μπροστά σε μία αρκούδα χορεύτρια μαζί με τον γιο του Μιχάλη. Το θλιβερό θέαμα που αντίκρυσε τον οδήγησε στην ίδρυση μίας οργάνωσης για την προστασία της άγριας ζωής και της βιοποικιλότητας. Επίσης, αδημονούσε να γίνει πράξη το όραμά του για την Κιβωτό του Ελληνικού Αμπελώνα σε μια έκταση περίπου 400 στρεμμάτων στο πρώην βασιλικό κτήμα Τατοΐου.
Πάντως, αλησμόνητη έχει μείνει η στιγμή που ως δήμαρχος Θεσσαλονίκης είχε μιλήσει για τον αντισημιτισμό και την ανάγκη η Θεσσαλονίκη να θυμηθεί την πολυεθνοτική ιστορική ταυτότητά της. «Ποιοι θρήνησαν το 1945 τους εξαφανισμένους γείτονές τους; Ποια μνημεία στήθηκαν; Ποιες τελετές έγιναν; Μόνη η κοινότητα, καθημαγμένη και ρακένδυτη, πάλευε να ανασυστήσει την ύπαρξή της και να θρηνήσει τους νεκρούς της. Η πόλη, η κοινωνία, η χώρα ολόκληρη, αδιαφόρησαν. Κρύφτηκαν πίσω από το δάχτυλό τους. Έκαναν πως δεν ήξεραν τι συνέβη, ποιος το έκανε, ποιος βοήθησε, ποιος προστάτεψε, όταν άλλοι, πολλοί, γκρέμιζαν, έκαιγαν, έκλεβαν, καταλάμβαναν τον χώρο και τα υπάρχοντα των πολλών απόντων και των λιγοστών παρόντων. Ο θρήνος άλλωστε ήταν ατομικός» είχε υποστηρίξει σε μια συγκλονιστική ομιλία του με αφορμή την Εθνική Ημέρα Μνήμης των Εβραίων Μαρτύρων και Ηρώων του Ολοκαυτώματος.
Ο Γιάννης Μπουτάρης διέθετε αναμφίβολα ένα επικοινωνιακό χάρισμα και από τις πρώτες κουβέντες που θα έκανες μαζί του αντιλαμβανόσουν ότι είχε την ικανότητα να σου μεταδίδει μια αίσθηση οικειότητας. Κι αυτό το πετύχαινε λέγοντας πάντα κάτι που θα σε έκανε να νιώσεις άνετα. Με τις χαρακτηριστικές του κάλτσες, το αγαπημένο του σκουλαρίκι και, φυσικά, το τατουάζ που ήταν αφιερωμένο στην προηγούμενη γυναίκα του, την οποία έχασε το 2007.
Ήταν μια πληθωρική προσωπικότητα που δεν δυσκολευόταν να δίνει συνεντεύξεις σε οίκους ανοχής, να κάνει μουσείο το σπίτι του Κεμάλ στη Θεσσαλονίκη, να επικρίνει τον Μίκη Θεοδωράκη για το συλλαλητήριο της Αθήνας, να υποστηρίζει ότι οι Μακεδόνες είναι βουλγαρικό φύλο ή να παραδέχεται δημόσια, απαντώντας σε ερώτηση για τη χρήση της κάνναβης, ότι έδινε στη γυναίκα του χασίς με ιατρική συμβουλή. Αντισυμβατικός, ανατρεπτικός, θαρραλέος, βωμολόχος κι ένας άνθρωπος που ποτέ δεν τον γοήτευσε ο ξύλινος πολιτικός λόγος. Επέλεγε συνειδητά να κινείται πάντα αντίθετα στο ρεύμα. Άνθρωποι που τον γνώρισαν καλά θα σου πουν πως το μεγάλο του προσόν ήταν ότι δεν συμπεριφερόταν ποτέ ως δήθεν.
«Ξέρεις, στην Ελλάδα αγαπάμε πολύ τους τίτλους και τις καρέκλες. Εμένα ποτέ δεν με ενδιέφεραν αυτά, είμαι χορτάτος», μου έλεγε στις πολυάριθμες συναντήσεις μας. Ο Γιάννης Μπουτάρης δεν έγινε γνωστός όταν εκλέχτηκε δήμαρχος. Κουβαλούσε ήδη μια μακρά προσωπική πορεία που περιλάμβανε εμπόδια, δυσκολίες, λάθη και σκληρές αποφάσεις. Ως σαββατογεννημένος δεν έπαψε ποτέ να θεωρεί τον εαυτό του πολύ τυχερό. Αντιπαθούσε τη μιζέρια, δεν χρησιμοποιούσε κομπιούτερ παρά μόνο το τεφτέρι του. Υπήρξαν στιγμές στη ζωή του που το πιοτό ήταν το καταφύγιο από τους φόβους του. Ήξερε πολύ καλά τι σημαίνει να πέφτεις, αλλά γνώριζε ακόμα καλύτερα τι σημαίνει να σηκώνεσαι και να επιστρέφεις δυνατός.
Ήταν η εξαίρεση στον άγραφο κανόνα της πολιτικής σκηνής. Και πορευόταν στη ζωή του έχοντας ως κύριο σύνθημα τη «γοητεία της τόλμης». Πριν από κάποια χρόνια, σε μια άλλη συναρπαστική αφήγηση, που επίσης είχε σχολιαστεί ποικιλοτρόπως, είχε μιλήσει για τον φόβο. «Ο φόβος είναι ένα απλό και βασικό συναίσθημα και, όπως όλα τα απλά πράγματα, είναι πάρα πολύ πολύπλοκο. Δύο κόρες έχει ο φόβος, την απραξία και τη δράση», σημείωνε.
Τη γυναίκα με την οποία παντρεύτηκε κι έκανε τρία παιδιά την ερωτεύτηκε στα 14. Κάποια χρόνια αργότερα, όταν η δουλειά τον είχε απορροφήσει, αποφάσισαν να χωρίσουν. Επέλεξαν διαφορετικούς δρόμους προκειμένου να μη χαλάσουν αυτό που είχαν, την αγάπη τους. Μετά τον χωρισμό ο Γιάννης Μπουτάρης είχε ήδη στραφεί στον αλκοολισμό. Όπως διηγούνταν ο ίδιος «γεννήθηκα μέσα στο αλκοόλ». Ήταν αυτό που τον έκανε να ξεχνά. Έπινε μπίρα για πρωινό. Διότι πάντοτε φοβόταν να αντιμετωπίσει το καινούργιο και να αλλάξει αυτό που είχε συνηθίσει. Κάποια στιγμή, όμως, αποφάσισε να συνθηκολογήσει με τους φόβους του κι έτσι συνάντησε την τόλμη. «Αν δεν είχε συμβεί αυτό, η μιζέρια θα ήταν για μένα μονόδρομος» έχει δηλώσει. Έτσι, γι' άλλη μια φορά κινήθηκε ανατρεπτικά και ζήτησε από τη σύζυγό του να ξανασμίξουν. Ήταν εκείνη που τον βοήθησε να ξεπεράσει το πρόβλημα του αλκοολισμού και από το 1991 να μην πιει ποτέ ξανά. Να ανήκει στο παρελθόν η φράση που συνήθιζε να λέει: «Ένας πεταμένος αλκοολικός ήμουν».
Το 2007 η γυναίκα του πεθαίνει από καρκίνο. Η μοναξιά τον επισκέπτεται και πάλι. Από το 2002 που είχε αρρωστήσει ζούσαν μαζί, έχοντας στο μυαλό τους την επικείμενη ημερομηνία λήξης. Έβγαιναν από τις χημειοθεραπείες και πήγαιναν στο ΙΚΕΑ για να ψωνίσουν. Όταν εκείνη «έφυγε» από τη ζωή του, ο φόβος της μοναξιάς ήταν κυρίαρχος. «Είναι τρομακτικό το συναίσθημα της επιστροφής στο σπίτι, όταν ανάβεις εσύ τα φώτα χωρίς να είναι ήδη αναμμένα», μου είχε πει σε μια ανεξίτηλη αφήγηση του.
Μέθυσε για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια μιας σχολικής εκδρομής στη Ρόδο, όταν πήγαινε ακόμη Γυμνάσιο. «Σ' εκείνο το ταξίδι ήπια κονιάκ με τους συμμαθητές μου. Παρεμπιπτόντως, δεν έχω μεθύσει ποτέ με κρασί. Αργότερα, όταν άρχισαν να εμφανίζονται τα μπαρ, σταδιακά έπινα περισσότερο και αργότερα οδηγήθηκα στη σκοτεινή φάση του αλκοολισμού», είχε αναφέρει και στο ερώτημα μου ως προς τι έμαθε από όλη αυτή την περιπέτεια, μου είχε απαντήσει: «Ανακάλυψα ξανά τον εαυτό μου». Δεν ξεχνούσε ποτέ την απογοήτευση στο βλέμμα των ανθρώπων που τον αγαπούσαν, πόσες φορές επικρατούσε σιωπή στο σπίτι και, φυσικά, την απέραντη θλίψη στα μάτια των παιδιών του. «Ήταν ο ορισμός της απόλυτης ντροπής. Έτσι, η μόνη ελπίδα για να ξεφύγω από το αλκοόλ ήταν να πάω σε μονάδα απεξάρτησης», θα μου έλεγε με δάκρυα στα μάτια.
Η μητέρα του ήθελε να γίνει καθηγητής πανεπιστημίου, ενώ ο πατέρας του επιθυμούσε να συνεχίσει την επιχείρηση. Στον τρύγο πήγαινε από μικρό παιδί. Η μυρωδιά του μούστου, του σταφυλιού και των βαρελιών εισχώρησε από πολύ νωρίς στον οργανισμό του. Δεν μπορούσε να αγνοήσει το γεγονός ότι κληρονόμησε τη σχέση του με το κρασί κι έτσι αποδέχτηκε ότι θα συνέχιζε με τη σειρά του την παράδοση που δημιούργησε ο παππούς του. Σπούδασε χημικός, αλλά προτίμησε να κάνει το χρέος του απέναντι στις προσδοκίες της οικογένειας του. «Εμένα με ενδιέφερε όχι μόνο να κάνω καλό κρασί αλλά να αναπτυχθεί και η οινική κουλτούρα. Η έννοια της ποιότητας, όταν ξεκίνησα, ήταν ανύπαρκτη. Τότε υπήρχαν ελάχιστοι αμπελοπαραγωγοί και η αμπελουργία είχε φθίνουσα πορεία. Τώρα, ευτυχώς, τα οινοποιεία έχουν γίνει σημαντικός τομέας του τουρισμού και έχει ξεκινήσει να υπάρχει ενδιαφέρον από τον καταναλωτή και αντίληψη από τους παραγωγούς», έλεγε.
Το μόνο που τον τρόμαζε; Δεν ήθελε με τίποτα στα τελευταία χρόνια να του συμβεί μια παρατεταμένη κατάσταση ακινησίας. «Στενοχωριέμαι στη σκέψη του να πάσχεις από άνοια και να σε φροντίζουν άλλοι. Δεν τον φοβάμαι τον θάνατο, γιατί είναι στοιχείο της ζωής», μου είχε πει σε μια από τις τελευταίες μας συνομιλίες.
Από κείνον κρατώ πάντα στο μυαλό μου εκείνο το βασικό σύνθημα της ζωής του που συμπυκνώνεται στη γοητεία της τόλμης και στην αντιμετώπιση του φόβου. Και όταν μιλούσαμε στο τηλέφωνο για διάφορα θέματα, στο τέλος δεν ξεχνούσε ποτέ να μου υπενθυμίζει: «Να θυμάσαι πάντα ότι η ζωή είναι ένα θείο δώρο, με όλα τα γέλια, τις λύπες, τους καβγάδες, τα γκομενιλίκια. Οτιδήποτε κι αν κάνεις σ' αυτό τον κόσμο, επίλεξε να το ευχαριστιέσαι. Και στη διάρκεια της ζωής σας, κοιτάξτε να περάσετε καλά».
Σε μια από τις συνεντεύξεις μας τον είχα ρωτήσει, τι είναι σημαντικό στη ζωή; Και με ένα πικρόγλυκο χαμόγελο μού είχε πει: «Η ευτυχία, η οποία δεν έχει καμία σχέση ούτε με τα χρήματα, ούτε με την ισχύ, ούτε με την εξουσία. Έχει να κάνει μόνο με την αυτογνωσία. Όταν καταφέρεις να γνωρίσεις τα όρια του εαυτού σου, έχεις πετύχει να είσαι ευτυχισμένος. Πάντοτε πίστευα ότι, όσα χρόνια ζήσουμε, πρέπει να τουλάχιστον να ευχαριστηθούμε».
Αναμφίβολα, ο Γιάννης Μπουτάρης ήταν ένας ωραίος άνθρωπος και θα μας λείψει πολύ.