Για τη νέα καταστροφική κακοκαιρία Elias που έπληξε μεταξύ άλλων, τη Θεσσαλία μίλησε πρόεδρος του ΟΑΣΠ και καθηγητής Γεωλογίας του πανεπιστημίου Αθηνών, Ευθύμιος Λέκκας.
Ο καθηγητής Ευθύμιος Λέκκας τόνισε μεταξύ άλλων πως για να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος νέων πλημμυρών χρειάζεται ένα διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών.
«Για να αντιμετωπίσει κανένας τις πλημμύρες και ειδικότερα τα φυσικά φαινόμενα πρέπει να έχει έναν ορίζοντα της τάξεως των πέντε τουλάχιστον ετών για να μπορεί να πει ότι κάτι έχουμε κάνει και μειώνουμε τον κίνδυνο των καταστροφών» επισήμανε ο καθηγητής.
Ως προς τη σημαντική επιβάρυνση που δέχθηκαν οι πλημμυρισμένες περιοχές κατά τη δεύτερη κακοκαιρία που πλήττει τη Θεσσαλία σε διάστημα μερικών ημερών, ο κ. Λέκκας δήλωσε πως «δεν έχουν αρθεί τα αίτια των πλημμυρών στην ευρύτερη περιοχή και όταν έχουμε κάποια ισχυρή βροχόπτωση, πάντα αυτό θα συμβαίνει».
«Άλλωστε δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι αυτό το χρονικό διάστημα, δηλαδή μεταξύ της πρώτης πλημμύρας και της δεύτερης πλημμύρας», σημείωσε.
Ωστόσο, ο κ. Λέκκας τόνισε μιλώντας στο ραδιόφωνο της ΕΡΤ ότι «μπορούμε να μειώσουμε σταδιακά τον κίνδυνο» αλλά η απομείωση αυτή του κινδύνου «δεν θα οφείλεται σε τεχνικά έργα, σε παρεμβάσεις, διαδικασίες που πρέπει να κάνουμε, αλλά θα οφείλεται στη μείωση της έκθεσής μας. Δηλαδή, όσο λιγότερο εκτιθέμεθα σε ένα φυσικό φαινόμενο, τόσο μικρότερες απώλειες. Αυτό μπορούμε να το πετύχουμε και μέσω της ενημέρωσης της εκπαίδευσης και της ευαισθητοποίησης».
Αναφερόμενος στις υποδομές των πληγέντων περιοχών, ο καθηγητής ανέφερε ότι αυτές θα συνεχίσουν να εκτίθενται, γιατί χρειάζονται τεχνικά έργα, παρεμβάσεις και διαδικασίες οι οποίες απαιτούν πολύ χρόνο για να γίνουν.
«Έχει φτάσει στο 100% ο κορεσμός του εδάφους, οπότε οι δυνατότητες για να πάρει νερό δεν επαρκούν, δηλαδή να κατεισδύσει το νερό. (…) Στον Θεσσαλικό κάμπο, η επιφάνεια του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα ήταν στα μείον 200-250 και τώρα είναι στην επιφάνεια. Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι δεν μπορεί να απορροφήσει άλλο νερό. Και δεν είναι μόνο ότι δεν μπορεί να απορροφήσει άλλο νερό. Είναι ότι το έδαφος που είναι κορεσμένο συμπεριφέρεται πολύ αρνητικά, δηλαδή μπορεί όπως λέμε, να ρευστοποιηθεί, δηλαδή να αποκτήσει τις ιδιότητες ενός βαρέος υγρού, το οποίο είναι λάσπη και νερό και το οποίο βεβαίως μπορεί να πλημμυρίσει, να καλύψει τα πάντα», είπε χαρακτηριστικά και πρόσθεσε:
«Άρα δεν είναι εύκολο να καλλιεργηθεί ένα τέτοιο έδαφος σε μεγάλη έκταση, γιατί όταν έχουμε μία λάσπη της τάξεως των πέντε δέκα εκατοστών, αυτό μπορεί να είναι και ευεργετικό ως ένα βαθμό. Αλλά όταν έχουμε λάσπη και από άργιλο της τάξεως του ενός μέτρου σε μία μεγάλη έκταση, μπορεί να είναι εξαιρετικά αρνητικό για την καλλιέργειά μας».
Ο κ. Λέκκας αναφέρθηκε και στη στατική επάρκεια των κτιρίων τονίζοντας ότι αυτά που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν είναι τα προβλήματα από τη διάβρωση, από την υποσκαφή των θεμελιώσεων και από τις κατολισθήσεις.
«Προς αυτή την κατεύθυνση έχω κάνει και μία πρόταση προς το αρμόδιο συντονιστικό όργανο να δούμε ποια κτήρια είναι αυτά που εν πάση περιπτώσει δεν υπάρχει περίπτωση να επισκευαστούν, να κατεδαφιστούν αν δεν έχουν κατεδαφιστεί από τις δύο κακοκαιρίες. Στη συνέχεια έχουμε μια ενδιάμεση κατηγορία κτιρίων που είναι με τοιχοποιία χωρίς οπλισμένο σκυρόδεμα, αυτά είναι το μεγάλο πρόβλημα γιατί μπορούν και να κατεδαφιστούν, αλλά μπορούν και να επισκευαστούν», είπε και πρόσθεσε σε άλλο σημείο:
«Έχουμε προτείνει την εκτέλεση ενός εφαρμοσμένου ερευνητικού προγράμματος που καταρχάς θα καταγράψει όλα αυτά τα προβλήματα στα χωριά. Δεύτερον, θα ταξινομήσει ανά κατηγορίες ανάλογα με τον κίνδυνο, αν είναι πλημμύρα, κατολίσθηση, υποσκαφή. Τρίτον, θα δει σε κάθε μία οικιστική μονάδα τι υπάρχει από άποψη συνθηκών γεωδυναμικών συνθηκών, γεωλογικών, υδρολογικών συνθηκών και στη συνέχεια θα δει αν μπορεί να μετατεθεί το χωριό ή η γειτονιά στο χωριό, σε ένα παρακείμενο χώρο ή όχι».