Πέθανε η Ειρήνη Κονιτοπούλου– Λεγάκη, μία από τις σπουδαιότερες φωνές του νησιώτικου τραγουδιού

Πέθανε η Ειρήνη Κονιτοπούλου– Λεγάκη, μία από τις σπουδαιότερες φωνές του νησιώτικου τραγουδιού Facebook Twitter
0

Πέθανε σε ηλικία 91 ετών, μία από τις εμβληματικές φωνές του νησιώτικου τραγουδιού.

Η Ειρήνη Κονιτοπούλου – Λεγάκη, έφυγε τα ξημερώματα καθώς το τελευταίο διάστημα αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας.

Γεννήθηκε στην Κεραμωτή της Νάξου στις 15 Δεκεμβρίου 1931. Το 1951 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα ενώ έγινε ιδιαίτερα γνωστή από τη συνεργασία της Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ) με προϊστάμενο τον Σίμωνα Καρά.

Ήταν κόρη του μεγάλου βιολιστή Μιχάλη Κονιτόπουλου και της Μαρίας Φυρογένη. Από τα 11 παιδιά που έκαναν, επέζησαν τα πέντε. Η Ειρήνη, ο Γιώργος, ο Κώστας, και αργότερα η Αγγελική και ο Βαγγέλης, όπως αναφέρουν οι naxostimes. 

Το 1955 παντρεύτηκε τον Στέλιο Λεγάκη και απέκτησαν τέσσερα παιδιά. Μαζί με τον αδελφό της Γιώργο Κονιτόπουλο και με την κόρη της Ελένη Λεγάκη χάραξαν μια μεγάλη πορεία στο χώρο του παραδοσιακού τραγουδιού.

Από τη δεκαετία του '60 κυκλοφόρησε δεκάδες δίσκους 45 στροφών ενώ έδωσε και πολλές συναυλίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

Απόσπασμα από μια συνέντευξή της

Από το βιβλίο: Σταύρος Χ. Σπηλιάκος  «Παιχνίδια & Παιχνιδιατόροι (όργανα κι οργανοπαίχτες) του Χορού στη Νάξο, εκδ. Αντ. Αναγνώστου, Αθήνα 2003, σελ. 192-199

– Τραγούδαγες από μικρή;

Πολλές φορές όταν τραγούδαγα μικρή μόνη μου χόρευα και πολλές φορές μου ‘ρχότανε κλάμα σ’ ορισμένα τραγούδια, έτσι όπως τα λαϊκά, ού, ου… συγκινιόμουνα πάρα πολύ. Το τραγούδαγα μόνη μου και δεν μ’ ένοιαζε άμα μ’ ακούγανε. Δεν τραγούδαγα για να μ’ ακούσουνε. Τραγούδαγα γιατί το τράβαγ’ η ψυχή μου. Μου άρεσε αυτό το πράγμα τότε.

-Σ’ έπαιρνε κοντά στις δουλειές του;

Όταν ήμουνα μικρό και τύχαινε να τους έχουνε καλέσει, γιατί τότε θυμάμαι οι γάμοι γινόντουσαν μες στο σπίτι, και μ’ έπαιρνε. Ήτανε ο θείος μου ο Φλώριος, αδελφός του πατέρα μου, πού ‘παιζε σαντούρι, αδερφός του πατέρα μου, ο θείος μου ο Δημήτρης ο Φυρογένης στο λαούτο, αδερφός της μάνας μου κι ήτανε και κάποιος άλλος, Αυγουστής, ο μπάρμπας μου γιατί όλοι από την οικογένεια του μπαμπά μου όλοι ξέρανε να τραγουδήσουνε και να παίξουνε, να το πιάσουνε το όργανο και να το παίξουνε και χωρίς να ‘χουνε και μάθει ας πούμε. Και στο χορό ήτανε το κάτι άλλο η οικογένεια αυτή. Και τα παιδιά τους όλοι, όλοι. Και μ’ έπαιρνε μαζί. Ήμουνα πολύ γουστόζικο παιδί και τόσο μικρό και δεν εντρεπόμουνα κι όλα. Με κάνανε τέτοιο γούστο κι οι θείοι μου κι ο μπαμπάς μου και με βάνανε να χορέψω. Μ’ έπαιρνε πάντα μαζί του.

Όταν ήμασταν στην Αθήνα, πριν φύγουμε για τη Νάξο, θυμάμαι πράγματα από 4 χρονώ, ο πατέρας μου έπαιζε και πάντα είχε κάποιο μαθητή κάποιο παιδί από τη Νάξο και του μάθαινε βιολί και πάντα υπήρχε αυτό το πράμα μέσ’ το σπίτι. Ή άμα θέλανε να πάνε Κυριακή ή σε καλές μέρες, σε γιορτές στη δουλειά να παίξουνε ο θείος μου ο Φλιώριος  (αδερφός του πατέρα μου) με το σαντούρι, ο θείος μου ο Μήτσος με το λαούτο κι ένα παιδί που έπαιζε κλαρίνο, τον είχε βρει ο μπαμπάς μου σ’ ένα φυλάκιο του στρατού που ήτανε στη Νέα Κυψέλη παίζανε στη Λαμπρινή σ’ ένα μαγαζί τότε του Αρτέμη από την Κωμιακή. Τότε τα μαγαζιά ήτανε μικρά με βαρέλια μέσα. Τότε δεν υπήρχε το Σάββατο, ήτανε η Κυριακή. Τις Απόκριες κατεβαίνανε στου Ψυρή στο μαγαζί ενός Φιλωτίτη.

Εγώ δεν είχα τραγουδήσει σ’ αυτά τα μαγαζιά, ήμουνα πολύ μικρή, αλλά στο χορό με βάζανε όπου δουλεύανε σε κανα σπίτι, σε κανα γάμο, και με κοιτάζανε όλοι.

Την Πρωτομαγιά κάθε χρόνο στη Φιλαδέλφεια, γινότανε από τέρμα Πατησίων, όλο μέχρι τη Φιλαδέλφεια, που ήτανε χωράφια και στήνανε πάντα, κάθε χρόνο κάτι σαν τέντες κι έπαιζε ο μπαμπάς μου με τους δικούς του, με την κομπανία του κι εκεί λοιπόν με βάζανε και χόρευα. Μια φορά, αυτό δεν το ξεχνάω, που ο κόσμος είχενε σταματήσει να με βλέπει που ήμουνα τόσο μικρή και χόρευα τόσο καλά. Και θυμάμαι που με ‘χανε κεράσει εκείνα τα παστοκύδωνα, τα τρίγωνα. Τότε πρέπει να ήμουνα στα 5, 6 χρονώ.

Και μετά που μεγάλωσα, από 14 χρονών και μετά δεν ήθελε να πηγαίνω όταν ήτανε σε δουλειά. Δεν ξέρω πως την είχανε αυτή τη δουλειά τότες. Ήτανε άσκημο πράμα και δεν θέλανε τα παιδιά τους να ‘χουνε τέτοια επαφή με τα όργανα και το τραγούδι.

Τότες δεν υπήρχανε γυναίκες να τραγουδάνε ειδικά στο δικό μας το χωριό.

Στην Αθήνα ήτανε η Ρόζα και κανα δυο άλλες και θυμάμαι που τα συζητάγανε.

Μπορεί να ήμουνα μικρό, αλλά έπαιρνε τ’ αυτί μου και μ’ άρεσε να κάθομαι ν’ ακούω.

Επαγγελματικά δεν τραγούδησα καθόλου στο χωριό.

Όταν λοιπόν εγκαταστάθηκα στην Αθήνα το 1952 με ’53 μπήκα στο ραδιόφωνο και το 1955 παντρεύτηκα.

– Ενωρίτερα τι δουλειές έκανες;

δΕργαζόμουνα σ’ ένα γιατρό εδώ για να του προσέχω το παιδάκι του και να σηκώνω και το τηλέφωνο για τη δουλειά του.

Και στη θεία μου, την αδερφή της μητέρας μου, πού ‘χε κάνει δυο – τρία μωρά και ξεθάρρεψα κι ήρθα στην Αθήνα, σαν δικαιολογία δηλαδή γιατί ο πατέρας μου δεν ήθελε να φύγω απ’ το χωριό.

Το 1952 βρίσκομαι στην Αθήνα και ακούω στο ΕΙΡ την εκπομπή με τον θείο μου τον Φυρογένη.

Ξαφνικά έρχεται η θεία μου (η γυναίκα του), δεν ξέρω πως τα είχανε κανονίσει εγώ δεν ξέρω βέβαια, και λέει ότι ήρθανε και ζητήσανε κορίτσια για χορωδία για να κάνετε εκπομπές στο ραδιόφωνο κι έδωσε το όνομά σου ο θείος σου ο Μήτσος. Ο θείος μου με ήξερε από μικρό από πολύ μικρό και με κάνανε κέφι με παίρνανε μαζί και με κάνανε γούστο, γινότανε χαμός. Είχα θάρρος. Αυτό λέω, πού πήγε εκείνο το θάρρος που είχα μέχρι και πού πιασε η Κατοχή. Απ’ την Κατοχή κι εδώ πέσανε τα φτερά μου. Επληγωθήκαμε, σαν παιδιά, επληγωθήκαμε.

– Με το Σίμωνα τον Καρά έκανες μάθημα;

Δεν ήμουνα τακτική στου Καρά. Είχα πάει μερικές φορές όμως. Δεν ήμουνα όπως ήτανε άλλοι, όπως ήτανε η Δόμνα (Σαμίου), ο Βασίλης και η αδελφή του η Νόνη και άλλα πολλά παιδιά. Αυτοί ήτανε τακτικοί.

–  Στο Αρμενάκι πρόσθεσες εσύ δικά σου πράματα;

Εγώ οτιδήποτε τραγούδι είπα δεν το είπα ποτέ όπως μου το λέγανε. Ακόμα κι όταν ήμουνα παιδί που δεν σταμάταγα καθόλου, περπάταγα στο δρόμο ήμουνα στο σπίτι μου έκανα δουλειές, ήμουνα στο χτήμα, εγώ εκεί, δεν είχα άλλη σκέψη. Αυτό το πράμα μ’ ευχαριστούσε από μικρή. Τά ‘κουγα το λοιπόν όλα τα τραγούδια κι αυτά που φέρνανε σε δίσκους και τον πατέρα μου βέβαια κι έβαζα δικό μου πράμα μέσα, δεν το έλεγα όπως το άκουγα ή όπως μου το δείχνανε. Ερχότανε ο Νίκος (Σφυρόερας) κι έφερνε από κάθε νησί τραγούδια και τά ‘παιρνα και στην ουσία τα διόρθωνα όπως τά ‘νοιωθα εγώ. Κι ο Γιώργος όταν έγραφε κάποιο τραγούδι δικό του ποτέ δεν το είπα όπως εκείνη την ώρα μου το ‘λεγε. Εγώ το ‘παιρνα και τό ‘φτιαχνα το τραγούδι, δεν το χάλασα ποτέ. Όλα αυτά τα τραγούδια που ήτανε από άλλα νησιά, το «Θερμιώτικο», τον «Αρτεμώνα» το «Θέλω να γίνω Φθυσικιά», τους Μπάλλους, τον «Μπάλλο της Ρίτας» (Αμπατζή) («Δεν ημπορώ να κλαίω πια») κι άλλα τα είχαμε περάσει από την εκπομπή, αλλά τα ήξερα από μικρή που τά ‘παιζε ο μπαμπάς μου και οι άλλοι.

Πέθανε η Ειρήνη Κονιτοπούλου– Λεγάκη, μία από τις σπουδαιότερες φωνές του νησιώτικου τραγουδιού Facebook Twitter

Αυτή ήτανε η πρώτη δουλειά σου;

Ναι, που πήγα σε μαγαζί. Εκεί μαζευόντουσαν Ναξιώτες, Μυκονιάτες κι άλλοι. Μετά άρχισαν οι γιορτές, οι Απόκριες, χαμός είχε γίνει κει μέσα.

Η επόμενη δουλειά ήτανε «στο μαγαζί του Κοσμά», στη Ν. Φιλαδέλφεια. Σ’ αυτό δούλεψε το προηγούμενο σχήμα, εκτός του Κουκουλάρη, ενώ πρόσθεσαν τον αδελφό της τον Κώστα, τον θείο της τον λαουτιέρη Δ. Φυρογένη και τον κλαριντζή απ΄ τη Λαμία Στέφανο Στεφανή.

Η ανοικοδόμηση της Φιλαδέλφειας είναι γεγονός και ο ήχος ενοχλούσε τους περίοικους. Έτσι μετακομίζει το σχήμα, για ένα χρόνο μόνο, στο μαγαζί που βρίσκεται πάλι στη Ν. Φιλαδέλφεια, κάτω από τις κερκίδες του γηπέδου της Α.Ε.Κ. (μετέπειτα «Γλάρος»), ενώ προστίθεται κι ο Κωμιακίτης λαουτιέρης Βασίλης Χατζόπουλος. Εκεί δουλεύουν κάθε Σαββατοκύριακο.

Επόμενη δουλειά είναι στο μαγαζί του Γκάτση, το «Σιντριβάνι» (παλιά «Παναθήναια») στη γέφυρα στο τέρμα Αχαρνών για τρία χρόνια. Ο κόσμος πάρα πολύς και το πιοτό επίσης. Στο μαγαζί αυτό προστίθενται η αδελφή της η Αγγελική (1972), η κόρη της η Ελένη κι ο αδελφός της ο Βαγγέλης, που εν τω μεταξύ έχει έρθει απ’ το χωριό.

Πολλές ήταν οι περιπτώσεις που τραγούδησε σε γλέντια σε σπίτια και γάμους, ενώ τα καλοκαίρια που μεσολαβούσαν, πήγαιναν σε γλέντια που τους καλούσαν, γάμους κ.λπ., στην Εύβοια, μα κυρίως στην Πάρο.

Το 1975-76, όλοι μαζί πάλι, παίζουν και τραγουδάνε στο «Μουράγιο» στην Καφτατζόγλου στα Πατήσια και το 1979 πάνε στο επόμενο μαγαζί με το ίδιο όνομα, «Μουράγιο» σ’ ένα παλιό κινηματογράφο στο τέρμα Πατησίων.

Στη συνέχεια αποχωρεί απ’ το «Μουράγιο» και πηγαίνει μόνη της στο μαγαζί του ναξιώτη Ν. Κορρέ την «Άνεση», στη Γαλατσίου με βιολί τον ξάδελφό της τον Στάθη τον Κουκουλάρη. Εκεί τραγούδησε 3-4 χρόνια.

Για λίγο καιρό τραγουδάει μαζί με την κόρη της την Ελένη στον «Κάβο», ψηλά στην Γαλατσίου με βιολί τον ξάδελφό της Γιώργο Κονιτόπουλο (Θεουδάκι) και τα παιδιά του και ανίψια της Κώστα κι Αντώνη.

Τον Σεπτέμβρη του 1984 εγκαθίσταται στον ιδιόκτητο πλέον χώρο της το «Αρμενάκι» στην οδό Πειραιώς στο Ρουφ, όπου μαζί με την κόρη της την Ελένη τραγουδάνε μέχρι και πριν πέντε χρόνια που «έφυγε» ο άντρας της.

Πέθανε η Ειρήνη Κονιτοπούλου– Λεγάκη, μία από τις σπουδαιότερες φωνές του νησιώτικου τραγουδιού Facebook Twitter

– Πόσους δίσκους έχεις κάνει συνολικά;

Το 1961έκανα το πρώτο που ήτανε το «Αρμενάκι» και το «Αμοργιανό». Είχαμε πάει στου Βαγγέλη του Σούκα και κάναμε πρόβες κι ήταν κι εκείνος με το κλαρίνο. Δεν ήμασταν πια σε Εταιρεία.

________

Συνέντευξη στο σπίτι της (Ρέντη: ΤΕ 27/11/2002)

Ελλάδα
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Καλπάζουν» οι λοιμώξεις του αναπνευστικού - Πώς μπορούν να προστατευτούν οι ευπαθείς ομάδες

Ελλάδα / Λοιμώξεις του αναπνευστικού: Πώς μπορούν να προστατευτούν οι ευπαθείς ομάδες

«Στην Ελλάδα υπάρχει μια περίοδος η οποία ξεκινάει στις 15 Δεκεμβρίου και τελειώνει στις αρχές του Μαρτίου όπου φαίνεται ότι ενδημικά υπάρχει έξαρση των λοιμώξεων», τονίζει ο Στέλιος Λουκίδης, πρόεδρος της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας
LIFO NEWSROOM