Στη λούμπεν Θεσσαλονίκη στα τέλη του 70: Στου «Πρόδρομου»

Στη λούμπεν Θεσσαλονίκη στα τέλη του 70: Στου «Πρόδρομου» Facebook Twitter
0

Είδα αυτήν την φωτογραφία, με τους κεφάτους φαντάρους που χορεύουν κάνοντας μαγκιές και θυμήθηκα το μαγαζί του Πρόδρομου που ήταν γιός της Στάσας. Η Στάσα, άλλος μύθος αυτή, είχε ένα ίδιο μαγαζί, διακόσια μέτρα πιό πέρα.

Ο Πρόδρομος λοιπόν ήταν ένας ψηλός νταρντάνος τριαντάρης, γομάρι που είχε μια παράγκα απέναντι από το στρατόπεδο του Παύλου Μελά στην οδό Λαγκαδά.

Σωστή επιλογή τόπου αφού οι περισσότεροι πελάτες ήταν φαντάροι σκαστοί.Το σκάγαν από το στρατόπεδο πηδώντας πάνω απ' τον τοίχο και τα σύρματα, συνεννοημένοι με τους σκοπούς.

Φορούσαν φόρμες, εκείνες τις κυπαρισί τις σκούρες με τις πολλές τις τσέπες. Μόνο τις Κυριακές που είχαν έξοδο έρχονταν με την καλές τους τις στολές, σαν κι αυτές που φοράν οι φαντάροι της φωτογραφίας...

Θυμάμαι έναν μάγκα που ενώ χόρευε, ξαφνικά σήκωσε με ένα πήδο τα πόδια ψηλά και με τα χέρια στο πάτωμα χόρευε ανάποδα. Δεν θα ξεχάσω αυτό το πρωτόγνωρο ζεϊμπέκικο.

Στο μαγαζί είχε και φαγητό, συνήθως κοτόπουλο με ρύζι, είχε και λίγους μεζέδες, τυρί και φρούτα που συνόδευαν τις μπύρες, τις ρετσίνες και τα ούζα. Ενα ψυγείο επαγγελματικό με βητρίνα διαιρούσε το χώρο. Στην κουζίνα η γυναίκα του Πρόδρομου και στη «σάλα» ο Πρόδρομος.

Λίγα τραπέζια -εφτά; οχτώ;-  όχι παραπάνω, ίσως και λιγότερα. Στο ένα καθόταν η Ζώγια, «πρόσωπο» του μαγαζιού. Ήταν ένας φαλακρός κύριος που ντύνονταν τα βράδυα, φορούσε περούκα και συνοδεύονταν πάντα από- δυο τρεις νεαρούς. Ζεσταινόταν ή έκανε ότι ζεσταίνεται, σήκωνε την φαρδιά φούστα και έκανε αέρα ανεβοκατεβάζοντας τις άκρες της, δείχνοντας ταυτόχρονα το βρακάκι της. Στην ημερήσια ζωή της είχε μαγαζί που πουλούσε πουλιά και κλουβιά στον Εύοσμο.

Μια μικρή και όμορφη, καινούργια στο κουρμπέτι, με φυσικό ξανθό μακρύ μαλλί, όρθια δίπλα στον ηλεκτρικό διακόπτη πατούσε το κουμπί για το φως και έτσι γίνονταν σαν φωτορυθμικό που ακολουθούσε το ρυθμό της μουσικής από το τζουκ μποξ.

Εκεί έριχναν νομίσματα οι μερακλήδες που ήθελαν να μερακλωθούν, να ακούσουν και να χορέψουν ακουγοντας Καζαντζίδη, Αγγελόπουλο και Καφάση. Συνήθως βέβαια αυτοί που χόρευαν ήταν οι φαντάροι.

Θυμάμαι έναν μάγκα που ενώ χόρευε, ξαφνικά σήκωσε με ένα πήδο τα πόδια ψηλά και με τα χέρια στο πάτωμα χόρευε ανάποδα. Δεν θα ξεχάσω αυτό το πρωτόγνωρο ζεϊμπέκικο. 

Υπήρχαν και κάνα δυο άλλες, άσχημα βαμένες και ντυμένες που κάθονταν με παρέες στα τραπέζια, και πάντα παράγγελναν «ένα βερμουτάκι». Όσα περισσότερα τόσο καλλύτερα για αυτές, αφού έτσι ζούσαν κάνοντας κονσομασιόν.

Υπήρχαν λίγα σεμνά αγγίγματα στα μπούτια και στα καινούργια βυζιά που φτιάχτηκαν με λάτσες (ενέσεις ορμονών). Σε λίγο θα κανόνιζαν για... μετά.

Οι πελάτες λαϊκόφατσες, εργάτες, λιμενεργάτες, χτίστες, φορτηγατζήδες, άνεργοι κωλομπαράδες. Γλέντι, πάθη, φωνές, ματιές κρυφές και διακριτικές συνεννοήσεις που άναβαν φωτιές και πάθη και μαλώματα. Τότε επενέβαινε ο Πρόδρομος και τα ξεκαθαρίσματα γίνονταν έξω με γροθιές και μερικές φορές και με μαχαίρια. Τα πάθη χοντρά και μπαλώματα λυσσαλέα.

Αυτή ήταν η ατμόσφαιρα σε αυτά τα μαγαζιά, που λίγοι της τέχνης την κατέγραψαν. Ο σκηνοθέτης ο Δαμιανός στην ταινία αριστούργημα του Ελληνικού σινεμά «Ευδοκία», ο Θωμάς Κοροβίνης στο «Κανάλ Νταμούρ» και ο Θόδωρος Γρηγοριάδης στο «Παρτάλι» έχουν καταγράψει εικόνες αυτής της εποχής, αυτών των μαγαζιών.

Μιλάμε για την λούμπεν Θεσσαλονίκη στα τέλη του '70...


Τρία  αποσπάσματα από το «Κανάλ Νταμούρ» του Θωμά Κοροβίνη 

 

Μια καυτή νύχτα του Ιουλίου του '90 γύριζα για ύπνο πιωμένος και βαρύς μετά από μια στυφή παραβαρδάρια τσάρκα. Κατά τις δύο μετά τα μεσάνυχτα περνούσα έξω από τα Λαδάδικα. Στην κατεβασιά της μεγάλης οδού Δωδεκανήσου, που η στροφή της κόβοντας πλάγια την Τσιμισκή βγάζει ντουγρού στο λιμάνι, είδα μαζεμένα μπουλούκια νεαρών. Αλλά και κάμποσες γυναίκες. Στην αρχή νόμισα κανένας καβγάς, κανένα πατιρντί, παλιότερα η περιοχή τα συνήθιζε κάτι τέτοια. Αλλά εδώ κάτι άλλο συνέβαινε. Ο τόπος ήταν πήχτρα στην κούρσα. Όλες μπάνικες από μερσεντές μέχρι τζάγκουαρ. Απ' άκρου σ' άκρον σ' όλο το μήκος των παρκαρισμένων αμαξιών ήταν στημένοι ξεδιαλεγμένοι τροχονόμοι αλλά και δυό-τρεις καθεαυτού μπάτσοι με ύφος. Άρχισα να καλοεξετάζω τους συγκεντρωμένους. Έβαλα τις φωνές.

 

«Παναγιά μου», είπα, «τί γυρεύετε εσείς εδώ;»

«Άνοιξε ένα μαγαζί σούπερ», μου λένε·

«Καλά εδώ μέσα στο μπουρδελομάνι;», ρωτάω.

«Το μέρος άλλαξε φίλε. Τώρα εδώ συχνάζουνε σικάτοι»."

 

..................................

 

"Εκείνη τη βραδιά, μπήκε με παρέα στον «Παράδεισο» της οδού Νίκου Καζαντζάκη.

 

Και για να μη γίνεται σύγχυση, να πούμε δυο κουβέντες και για τον άλλο «Παράδεισο» του Καζάκου. Είναι ένα ευρύχωρο υπόγειο σ’ ένα δρομάκι του Βαρδαρίου, την οδό Οδυσσέως. Ο «Παράδεισος» περιέθαλπε από νωρίς το απόγευμα τα ποικίλα ναυάγια της σαλονικιώτικης αμαρτίας και ψευτοπαρανομίας: τοξικομανείς, μπεκρήδες, κλεφτρόνια, καραντάνες μεγαλοαδερφές, ρεπατζούδες, απόμαχες πόρνες, ξεπεσμένους νταβατζήδες, ανάπηρες λαχειοπώλισσες, κουλουρτζήδες και σαλεπτσήδες της Εγνατίας, μικροπωλητές του Βαρδαρίου και άλλα ρετάλια της ζωής, που αναζητούσαν απεγνωσμένα κοινωνικό καταφύγιο σ’ αυτό το στέκι κι ερωτικό λημέρι στο τζάμπα ή με φτηνό νοίκι στη συντροφιά ο ένας τ’ αλλουνού. Το παρδαλό χαρμάνι των τριτοκλασάτων της περιβαρδάριας ζωής έστελνε εκεί με το σούρουπο τους γνησιότερους εκπροσώπους του. Μια ζωντανή πινακοθήκη της ανθρώπινης κουρελαρίας, πρόσωπα παιδεμένα, φάτσες οργωμένες απ’ την ηθική διαφθορά, την ψυχική δηλητηρίαση, τη φτώχεια, την κατάχρηση και την ταπείνωση. Στο μαγνητόφωνο βογκούσαν ασταμάτητα τα πιο βαριά κι ασήκωτα λαϊκά και μπορούσες ακόμη και στις εφτά το απόγευμα να δεις εκεί αποστρατευμένους μαγκίτες και σιτεμένες οροσπούδες να φτιάχνονται με μια μπύρα και να ρίχνουν ξηγημένες σόλο ζεϊμπεκιές ή καρσιλαμάδες στα μωσαϊκά. Ο «Παράδεισος» του Καζάκου, ο οποίος εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να είναι ένα ανοιχτό και ελεύθερο θέατρο με πάμφθηνο εισιτήριο και με τον ίδιο τυραννισμένο θίασο πάντα επί σκηνής, βρίσκεται εν λειτουργία εδώ και ένα τέταρτο του εικοστού αιώνος.

 

Ο άλλος «Παράδεισος» της οδού Καζαντζάκη, που λέγαμε, έκλεισε εδώ και καμιά δεκαριά χρόνια. Ήταν ένα λαϊκό κέντρο νυχτερινής αναψυχής, ερωτικής συνευρέσεως και συναισθηματικής ευδαιμονίας. Ένα ανώτερο φροντιστήριο λαϊκής ηθογραφίας και ένα ευεργετικό θεραπευτήριο για τους Βορειοελλαδίτες, τους λυσσασμένους από δαγκώματα ερωτικών δαιμονίων. Οι συναρπαστικοί χοροί του και τα γουστόζικα βίτσια του σφράγισαν μιαν εποχή. Στεγαζόταν σε μια τεράστια ισόγεια σάλα με πολλά τραπέζια στριμωγμένα μεταξύ τους, ώστε οι πελάτες να μπορούν να συναλλάσσονται και να σμίγουν με ευκολία. Στο βάθος είχε και ένα μακρόστενο μπαρ με ψηλά σκαμπό κι ένα μικρό πατάρι, που λειτουργούσε κάπως σαν ιδιαίτερο και σαν θεωρείο για τους πιο φιλήσυχους θαμώνες, που προτιμούσαν να παρακολουθούν τα τεκταινόμενα στην πίστα και στα τραπέζια χωρίς να δίνουν στόχο."

 

........................................

"Μα εγώ θα φτιάξω άλλα Λαδάδικα, θα ανοίξω ένα άλλο Κανάλ Ντ' Αμούρ, να φρεσκάρω τα αισθήματα μου, να ζωηρέψω τους πόθους μου, να κάνω φίλους σαν τα παλιά, να ξαναζεστάνω την αγάπη μου για τη Θεσσαλονίκη. Θα ανοίξω άλλο φλογισμένο και μπαρουτιασμένο Κανάλ Ντ' Αμούρ. Γιατί το Κανάλ Ντ' Αμούρ δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ο χώρος που φιλοξενούσε τις πυριτιδαποθήκες της οθωμανικής Θεσσαλονίκης, είναι ο ίδιος ο Μπαρούτ-χανές και μπαρούτ στα σκέλια μας."

Ελλάδα
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

«Ο άνθρωπος είναι ένα ολόκληρο σύμπαν»

Θέατρο / «Ο άνθρωπος είναι ένα ολόκληρο σύμπαν»

Ο Χρήστος Στέργιογλου ερμηνεύει το Παρτάλι του Θόδωρου Γρηγοριάδη, στο Φεστιβάλ Αθηνών. Το πρώτο ελληνικό gender μυθιστόρημα που περιγράφει τη ζωή ενός παρενδυτικού που ξεκινάει από την Κατοχή, διατρέχει όλο τον Εμφύλιο, ζει τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια στη Θεσσαλονίκη και τελικά φεύγει για την Αμερική, για να γίνει διάσημη drag queen. Η ιστορία μιας ολόκληρης εποχής μέσα από ένα ανθρώπινο «κουρέλι». Από τον Χρήστο Παρίδη.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΡΗΣΤΟ ΠΑΡΙΔΗ
*[Από Μέσα Ευδοκία] Απ΄τον Πάνο Μιχαήλ

Σαν Σήμερα / *[Από Μέσα Ευδοκία] Απ΄τον Πάνο Μιχαήλ

Κωστής Παπαγιώργης:Πάντα μέσα από ένα διάτρητο παρόν, ο θάνατος πλήττει το μέλλον, όχι το παρελθόν. Ο νεκρός έζησε, αλλά δεν μπορεί να ξαναζήσει, ούτε να αλλάξει κάτι από τα όσα ήδη έχουν παρέλθει. Η ορφάνια του βίου του είναι ότι, ενώ άλλοτε συμπορευόταν με τη ζωή, ακολουθούσε τις καμπές του χρόνου, είχε την ελευθερία να αναμορφώνει κατά βούληση το νόημα του παρελθόντος, τώρα -νικημένη σκιά καθώς είναι- μένει αμέτοχος. Σαν αδέσποτη μνήμη, η ζωή του παραδίδεται στους άλλους ενώ το μέλλον του ξεριζώνεται τελεσίδικα. Κάθε άνθρωπος χωρίς μέλλον, ήτοι κάθε νεκρός, αποκεφαλίζεται, καταντάει ιστορία στα χείλη των άλλων, αφορμή για ατελεύτητες δηλώσεις και παρεξηγήσεις. Υπάρχει ένας άταφος βιωμένος χρόνος που κληροδοτείται εξ ολοκλήρου ή εξ αδιαιρέτου στους επιζώντες. Το απισχνασμένο κορμί μπορεί να σφαλίστηκε στο μνήμα, αλλά τα πεπραγμένα του βιωμένου χρόνου δεν περιχωρούνται.
ΠΑΝΟΣ ΜΙΧΑΗΛ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Καλπάζουν» οι λοιμώξεις του αναπνευστικού - Πώς μπορούν να προστατευτούν οι ευπαθείς ομάδες

Ελλάδα / Λοιμώξεις του αναπνευστικού: Πώς μπορούν να προστατευτούν οι ευπαθείς ομάδες

«Στην Ελλάδα υπάρχει μια περίοδος η οποία ξεκινάει στις 15 Δεκεμβρίου και τελειώνει στις αρχές του Μαρτίου όπου φαίνεται ότι ενδημικά υπάρχει έξαρση των λοιμώξεων», τονίζει ο Στέλιος Λουκίδης, πρόεδρος της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας
LIFO NEWSROOM