Μέσα από το Παρτάλι (που σημαίνει «κουρέλι») περνάει όλη η πρώτη μεταπολιτευτική γενιά φοιτητών της Θεσσαλονίκης, μέρος της οποίας υπήρξατε κι εσείς...
Βεβαίως ανήκω κι εγώ. Όταν πρωτοδιάβασα το βιβλίο, αναγνώρισα πάρα πολλούς από εκείνη τη γενιά, με διαφορετικά ονόματα. Και θυμήθηκα ότι τότε για πρώτη φορά άρχισε ο κόσμος να μην να έχει ενοχές για τη σεξουαλική του συμπεριφορά.
Στο βιβλίο, μια παρέα καλλιτεχνίζουσα που βαριέται τις ατέλειωτες συζητήσεις των κομματικών παρατάξεων στο πανεπιστήμιο, οργανώνει τα πρώτα σεξουαλικά όργια και παράλληλα ανακαλύπτει τον Παζολίνι και τον Φασμπίντερ.
Αναφέρεται ο Φοιτητικός Όμιλος Θεάτρου και Κινηματογράφου, όπου είχα δουλέψει μαζί με τους φοιτητές στον Δράκο του Σβαρτς. Γινόντουσαν σπουδαία πράγματα τότε. Τελείωσα τη δραματική σχολή του ΚΘΒΕ την περίοδο που έληξε η δικτατορία και ήμουν ήδη ηθοποιός.
Δεν ήταν η ίδια εποχή που η Ρούλα Πατεράκη ίδρυσε την Επιθεώρηση Δραματικής Τέχνης κι έκανε τις πρωτοποριακές της παραστάσεις;
Ναι, γύρω στο 1977. Η Ρούλα Πατεράκη συμμετέχει κι αυτή κατά κάποιον τρόπο στην παράσταση, μαζί με μια άλλη φίλη, τη Μπέτυ Αρβανίτη, σ’ ένα βίντεο που ετοίμασε ο Χρήστος Δήμας και θα παίζεται στο φουαγιέ. Μιλάνε μαζί με άλλα πέντε άτομα -μεταξύ αυτών ένας πανεπιστημιακό και μια τραβεστί- για το Παρτάλι σαν να πρόκειται για υπαρκτό πρόσωπο.
Σε τι ακριβώς διαφέρει ο μονόλογος αυτός από το βιβλίο ;
Έχει φύγει η παρέα του βιβλίου, αλλά κρατήσαμε τα βασικά γεγονότα της ιστορίας που έζησε το παρτάλι. Στο βιβλίο υπάρχουν δύο παρτάλια, το φανταστικό και το αληθινό. Έπειτα από ένα κενό τριάντα χρόνων, κατά τα οποία έζησε στην Αμερική κι έγινε διάσημη drag queen, αφηγούμενη τη ζωή της σ’ ένα είδος drag show, γυρίζει στην Ελλάδα μετά τον θάνατο του συντρόφου του. Τώρα πια, ως ένας πολύ ωραίος story teller, αφηγείται τη ζωή του στους Έλληνες.
Πρέπει να πούμε ότι το παρτάλι δεν είναι τραβεστί, αλλά ένα παρενδυτικό αγόρι που η μάνα του τον έντυνε κορίτσι στον πόλεμο.
Από τότε που γεννήθηκε παντελόνια δεν φόρεσε στα πόδια του, κι αυτό ξεκίνησε από τη μάνα του, για να μην πάει φαντάρος και σκοτωθεί. Είχε ήδη χάσει τον άντρα της και τ’ αδέλφια της.
Κι έτσι γίνεται αγγελιαφόρος μεταξύ του χωριού και των ανταρτών στα βουνά. Κάπου εκεί αρχίζει και η ερωτική του ιστορία…
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής μετέφερε πληροφορίες στους αντάρτες για το τι έκαναν οι Βούλγαροι στο χωριό. Αναφέρει τρεις ερωτικές ιστορίες. Η πρώτη που είναι ο βιασμός του από τον Βούλγαρο διοικητή του χωριού, για τον οποίο ομολογεί ότι δεν ήταν ακριβώς βιασμός, αλλά το ήθελε και λιγάκι, μετά έρχεται ο έρωτας μ’ έναν αντάρτη που συνάντησε κι έπαιζε ακορντεόν, με τον οποίο ανταλλάσσει το πρώτο φιλί στο στόμα που ξύπνησε την καρδιά του ως κοριτσιού, και, τέλος, μιλάει για τον μεγάλο έρωτα που ήρθε από την Αμερική, τον Έρικ, που εγκαταστάθηκε στο ξενοδοχείο «Λιμάνι» στη Θεσσαλονίκη, όπου και συναντιούνταν, καθώς εκεί ζούσε κι εργαζόταν το παρτάλι.
Πάντως, δεν εκπορνεύεται ποτέ. Απλώς δεν μπορεί να βγάλει τα γυναικεία ρούχα από πάνω του.
Προσπάθησε να ντυθεί αγόρι όσο εργαζόταν σ’ ένα κατάστημα αντρικών ρούχων στην Καβάλα, αλλά δεν μπόρεσε να ξεφύγει. Λέει ότι στις Απόκριες υπέφερε γιατί δεν ήξερε τι να ντυθεί, και όταν ντυνόταν αγόρι τον καταλάβαιναν. Ο Αμερικανός είναι εκείνος που τον παροτρύνει να ντυθεί κανονικά γυναίκα και τον παίρνει μαζί του στην Αμερική, όπου αρχίζει εκεί η περιπέτεια του ως drag queen, για την οποία λέει ελάχιστα. Υπάρχει στην ιστορία του Παρταλιού η πολύ μεγάλη παραδοχή ότι καμιά φορά επιλέγουμε τη ζωή μας κι ότι δεν είναι τυχαίες οι επιλογές μας. Οι άνθρωποι συνηθίζουμε να ρίχνουμε τις ευθύνες στους άλλους για την κατάντια μας, ενώ εδώ υπάρχει μια άλλη ματιά, ενός ανθρώπου που ναι μεν του έτυχαν κάποια μοιραία γεγονότα στη ζωή του, αλλά με κάποιον τρόπο τα διάλεξε και τα’ αποφάσισε, ανάμεσα σε κάποια άλλα. Το καλό αποφάσισε καθώς προς τα εκεί πήγαινε το πράγμα, συμφιλιώθηκε μ’ αυτό, και συνέχισε να ζει και να είναι πολύ καλά με τον εαυτό του. Αυτό μου αρέσει στον συγκεκριμένο ήρωα, ότι δεν είναι μοιρολάτρης, αλλά ένας επιβιώσας, ένας survivor. Υπάρχει ένα είδος ελευθερίας στην ιστορία του, που όλοι οι άνθρωποι έχουμε ανάγκη.
Θα λέγατε ότι μέσα απ’ το «Παρτάλι» περνάει η ιστορία της νεότερης Ελλάδας;
Απόλυτα! Μέσα από την παρενδυσία και το Παρτάλι περνάει όλη η φτώχια της τότε Ελλάδας. Η ιστορία της Κατοχής, του Εμφυλίου και λίγο μετά.
Πού ταυτιστήκατε με την ιστορία του ήρωα; Ποια κοινά βιώματα αναγνωρίσατε;
Καταρχάς, το βίωμα του μικρού χωριού, όπου όλες οι πόρτες ήταν ανοιχτές. Σ’ ένα τέτοιο μεγάλωσα, στο Διδυμότειχο, όπου μας έντυναν όλα τα παιδάκια, αγόρια κορίτσια, με ποδίτσες στο σχολείο. Ξέρω τι θα πει φτώχια, τι θα πει να μοιράζεσαι το φαγητό. Επίσης, ξέρω τι είναι να είσαι δακτυλοδεικτούμενος, χωρίς να έχω υπάρξει ο ίδιος. Θυμάμαι ένα κορίτσι στο χωριό που είχε πάει μ’ έναν δόκιμο αξιωματικό και όλοι την αποκαλούσαν «πουτάνα». Αλλά και ο πατέρας μου, που είχε πάει στο βουνό αντάρτης, δακτυλοδεικτούμενος ήταν. Ήταν εξίσου κακό να είσαι κομμουνιστής.
Άλλη ταύτιση δεν είναι ότι και το παρτάλι είναι ένα είδος ηθοποιού;
Όπως το Παρτάλι πουλάει τη ζωή του, έτσι κι εγώ λίγο-πολύ τον εαυτό μου πουλάω πάνω στη σκηνή όταν παίζω, τα δικά μου βιώματα, στα οποία βασίζομαι για να υποδυθώ έναν ήρωα.
Και, βέβαια, κι εσείς περάσατε μια περίοδο της ζωής σας στη Νέα Υόρκη.
Όπου κατάλαβα τι σημαίνει επιβίωση, δουλεύοντας πάρα πολύ σκληρά. Εκεί κατάλαβα τη μικρότητα και το μεγαλείο του ανθρώπου. Πρόσθεσα μια φράση στο έργο, ότι «ο άνθρωπος είναι ένα ολόκληρο σύμπαν». Οι άνθρωποι είμαστε μέρος του σύμπαντος, άρα είμαστε στο κύτταρο ενός ανθρώπινου οργανισμού, το «τίποτα» επάνω στο κύτταρο, αλλά συγχρόνως είμαστε το σύμπαν. Αυτό κατάλαβα στη Νέα Υόρκη και είπα στον εαυτό μου «εν τέλει, είναι πολύ καλό να ζει κανείς»…
σχόλια