«Αν ζεις σε συνθήκες βίαιες, ακατάλληλες ακόμα και για ζώα, επόμενο είναι κάποια στιγμή να γίνεις κι εσύ βίαιος απέναντι στους γύρω σου, ακόμα κι αν μοιράζεστε τον ίδιο πόνο», έγραφε σε ένα από τα «Γράμματα στον κόσμο από τη Μόρια» (Letters to the world from Moria) που προτού εκδοθούν σε βιβλίο τον Απρίλιο είχαν δημοσιευτεί σε μορφή ημερολογίου στο Ίντερνετ στην ιστοσελίδα του δικτύου Welcome to Europe που επιμελήθηκε και την έκδοση (lesvos.w2eu.net). Είναι από τις ελάχιστες λογοτεχνικές και ταυτόχρονα ρεπορταζιακές μαρτυρίες που έχουμε για ένα καμπ στην Ελλάδα «από τα μέσα», από τους ίδιους δηλαδή τους πρόσφυγες, ένα ντοκουμέντο που επικαιροποιήθηκε μετά την πυρκαγιά που κατέστρεψε πρόσφατα την «ντροπή της Ευρώπης».
Συγγραφέας αυτών των «Γραμμάτων» είναι η 16χρονη Παρβάνα Αμίρι, μια έφηβη που έναν μόλις χρόνο πριν ζούσε με τους γονείς και τα τέσσερα αδέρφια της στην πόλη Χεράτ του Αφγανιστάν. Αναγκάστηκαν να εκπατριστούν λόγω απειλών –στη χώρα της που τον τελευταίο μισό αιώνα ελάχιστες ειρηνικές περιόδους έχει γνωρίσει δρουν σήμερα δεκάδες ένοπλες ομάδες, με αρκετές περιοχές της να είναι σε κατάσταση ανομίας– και μέσω Ιράν και Τουρκίας έφθασαν ύστερα από πολλές περιπέτειες στη Λέσβο, με πρώτο τους «σπίτι» μια σκηνή στη Μόρια.
Συγκλονισμένη με τις συνθήκες που αντίκρισε στο καμπ και με ταλέντο στη γραφή –έγραφε ήδη από τα 13 της ποιήματα και παιδικά διηγήματα–, ξεκίνησε να καταγράφει τις εντυπώσεις της νύχτα, όταν όλοι ησύχαζαν υπό το φως ενός φακού, βασισμένη τόσο στις προσωπικές της εμπειρίες όσο και στις μαρτυρίες άλλων προσφύγων. Έγραφε για την αθλιότητα, την απελπισία και τη συγκαλυμμένη, πολλών λογιών βία που συνάντησε εκεί αλλά και για εκείνα τα παραδείγματα θέλησης, αγώνα και δίψας για ζωή που «ατσάλωσαν» και την ίδια: Κάτι φανερό στην αποφασιστικότητα, τις ώριμες κουβέντες και το σταθερό, ευθύ βλέμμα του πρόωρα ενηλικιωμένου κοριτσιού που έχω απέναντί μου στην οθόνη του υπολογιστή καθώς μιλάμε.
Οι πρόσφυγες δεν διαφέρουμε από τους άλλους ανθρώπους, ότι δεν εγκαταλείψαμε τα σπίτια και τις χώρες μας επειδή έτσι μας άρεσε αλλά από ανάγκη και ότι ήρθαμε στην Ευρώπη αναζητώντας εργασία και ασφάλεια, όχι φασαρίες - αρκετές αφήσαμε πίσω μας.
Η Παρβάνα και η οικογένειά της βρίσκονται σήμερα στο καμπ της Ριτσώνας περιμένοντας ακόμη να τους αποδοθεί άσυλο: «Δεν χαίρομαι βέβαια για τους ανθρώπους και τις οικογένειες που βρέθηκαν στον δρόμο και ενδεχομένως να κινδύνευσαν, μπορώ όμως να καταλάβω πολύ καλά τις αιτίες που οδήγησαν σε αυτή την πράξη» λέει για την πυρκαγιά της Μόριας.
Οι συνθήκες στη Ριτσώνα είναι σαφώς καλύτερες, λέει, όμως δεν παύει να είναι ένας ακόμα καταυλισμός ενώ η πανδημία και οι απανωτές καραντίνες κάνουν ακόμα πιο επισφαλή την καθημερινότητα προσφύγων και μεταναστών που συνωστίζονται σε τέτοιους χώρους. Η ίδια δραστηριοποιείται με το Refugees Youth Movement, μια ομάδα νέων προσφύγων από διαφορετικές χώρες και φυλές που επιδίδεται σε εκπαιδευτικές και πολιτιστικές δραστηριότητες αλλά και «ασκήσεις αυτογνωσίας»: «Μαθαίνουμε να αξιοποιούμε τις γνώσεις και τις ικανότητές μας, μαθαίνουμε επίσης να γινόμαστε σκεπτόμενοι και ενεργοί πολίτες εστιάζοντας θέματα δικαιωμάτων, ισότητας και διακρίσεων».
Υπερασπίζεται τους συμπατριώτες της πρόσφυγες που αντιμετωπίζονται συχνά σαν «παιδιά ενός κατώτερου θεού», λέει ότι οι πρόσφυγες γενικά είναι πλούτος και όχι απειλή για μία χώρα, ότι η συντριπτική τους πλειοψηφία «θέλει να κερδίζει τα δικά της χρήματα για να ζει με αξιοπρέπεια και όχι να εξαρτιέται από κοινωνικά επιδόματα και ελεημοσύνες», ότι «το ερώτημα δεν είναι αν θέλουμε να πάρουμε τις ευκαιρίες αλλά αν μας δίνονται πραγματικά»: «Πώς μπορεί κάποιος πρόσφυγας που ζει σε ένα απομονωμένο καμπ να αναμιχθεί με τον τοπικό πληθυσμό, να κοινωνικοποιηθεί, να μάθει τη γλώσσα, τον τρόπο σκέψης, τις συνήθειές του, να χτίσει γέφυρες συνεργασίας και αλληλοκατανόησης;», θα πει.
Η ίδια που μιλά ήδη πέντε γλώσσες (παστούν, ντάρι, αγγλικά, γερμανικά και τουρκικά, σύντομα ελπίζει και ελληνικά) θα ήθελε να σπουδάσει κοινωνικές επιστήμες, οικονομικά και φιλοσοφία, θα ήθελε λέει επίσης μεγαλώνοντας μέσα από αυτές τις γνώσεις να βοηθήσει όπως μπορεί στο προσφυγικό και γενικότερα στο χτίσιμο ενός καλύτερου κόσμου. Βρίσκει τον Καναδά ελκυστικό προορισμό αλλά ευχαρίστως θα έμενε και στην Ελλάδα, αν υπήρχαν οι δυνατότητες και οι προϋποθέσεις να πραγματοποιήσει τα όνειρά της. Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορείς παρά να της το ευχηθείς ολόψυχα.
— Πώς είναι η κατάσταση αυτή τη στιγμή στη δομή της Ριτσώνας;
Οι συνθήκες εδώ είναι σίγουρα πιο ανθρώπινες από τη Μόρια, τα πράγματα όμως έχουν δυσκολέψει σε όλους τους προσφυγικούς καταυλισμούς με την πανδημία. Από αρχές Αυγούστου ξαναμπήκαμε σε καραντίνα η οποία έχει παραταθεί μέχρι τέλος Σεπτεμβρίου με άγνωστο ορίζοντα. Οι δραστηριότητες και οι μετακινήσεις μας έχουν περιοριστεί πολύ. Προσπαθούμε να παραμένουμε ψύχραιμοι, δυνατοί και να παίρνουμε όλα τα αναγκαία μέτρα πρόληψης και προφύλαξης, όσο βέβαια είναι εφικτό αυτό μια και μέσα στο καμπ οι συνθήκες συνωστισμού είναι αναπόφευκτες. Ενημερωνόμαστε, προφυλαγόμαστε, καθαρίζουμε σχολαστικά αλλά αφενός είμαστε πολλοί σε περιορισμένο χώρο, πάνω από 3.000 άτομα, αφετέρου μέσα στα κοντέινερ ζουν μέχρι και δέκα άνθρωποι. Είναι πολύ δύσκολο να φοράνε διαρκώς μάσκα και να κρατούν αποστάσεις όταν βρίσκονται μέσα σε αυτά, εκτός που έχουμε ελλείψεις σε μάσκες και γάντια. Δεν μπορείς έπειτα να κρατάς τα παιδιά διαρκώς κλεισμένα.
Αναρωτιέμαι καμιά φορά τι νόημα έχουν οι οδηγίες που μας δίνουν σε αυτές τις συνθήκες. Επιπλέον, κάθε καινούργιο κρούσμα που ανιχνεύεται απειλεί να παρατείνει την καραντίνα επ' αόριστο με ό,τι σημαίνει αυτό, χωρίς ταυτόχρονα να εγγυάται κανείς για την προφύλαξή μας όσο παραμένουμε εγκλωβισμένοι. Και μπορεί τα δηλωμένα κρούσματα να είναι λίγα, ούτε πέντε άτομα κι αυτά ασυμπτωματικά, δεν ξέρουμε όμως με πόσους ήρθαν σε επαφή και αν υπάρχουν άλλα που δεν έχουν καταγραφεί. Όσοι από μας είναι απαραίτητο να επισκεφθούν γιατρό εκτός καμπ, υποβάλλονται πριν σε τεστ.
Δεδομένου ωστόσο ότι από όσο ξέρω στην Ελλάδα δεν έχουν γίνει πάρα πολλά διαγνωστικά τεστ, υπάρχει ο κίνδυνος να βγει κάποιος από τη δομή υγιής και να επιστρέψει φορέας – δεν είναι δηλαδή μόνο οι «απέξω» που φοβούνται εμάς μην τυχόν τους κολλήσουμε, συμβαίνει και το αντίστροφο. Η πανδημία σίγουρα είναι ένα πρόβλημα για όλο τον κόσμο, πλήττει όμως περισσότερο ευάλωτους και αποκλεισμένους πληθυσμούς όπως οι προσφυγικοί.
— Λίγα λόγια για το Youth Refugees Movement (YRM) με το οποίο δραστηριοποιείσαι;
Το YRM είναι μια ομάδα που φτιάξαμε στο καμπ της Ριτσώνας αγόρια και κορίτσια από διαφορετικές χώρες και φυλές με την υποστήριξη του οργανισμού Wave of Hope for the Future. Με τη βοήθεια των δασκάλων μας κάνουμε εκπαιδευτικές, πολιτιστικές και άλλες δραστηριότητες με άξονα το σχολείο του καταυλισμού –αποκλειστικά πλέον σε υπαίθριους χώρους λόγω συνθηκών–, ευελπιστούμε δε αυτή η προσπάθεια να προσελκύσει περισσότερους νέους και νέες τόσο από το δικό μας όσο κι από άλλους προσφυγικούς καταυλισμούς. Στόχος μας η ανάδειξη και η βελτίωση των δεξιοτήτων μας, η συνεργατικότητα, η ανάπτυξη της κοινωνικής και της περιβαλλοντικής μας συνείδησης.
Εστιάζουμε επίσης σε ζητήματα όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα, η ανισότητα, οι διακρίσεις και οι αιτίες τους, μαθαίνουμε να γινόμαστε σκεπτόμενοι και ενεργοί πολίτες. Το ιδανικό θα ήταν βέβαια να πήγαιναν όλα τα παιδιά των προσφυγικών καμπ σε κανονικό σχολείο, όμως η πανδημία αφενός, οι αντιδράσεις κάποιων τοπικών κοινοτήτων αφετέρου δυσκολεύουν την κατάσταση, εντείνοντας την άνιση πρόσβασή μας στην εκπαίδευση.
— Επιταχύνθηκε καθόλου η διαδικασία απόδοσης ασύλου με την πανδημία και η μεταφορά προσφύγων ώστε να περιοριστεί και ο συνωστισμός;
Όχι, απλώς μας δίνουν παράταση άδειας παραμονής για μια περίοδο από 3 μέχρι και 8 μήνες, στο τέλος της οποίας αν δεν έχει βγει απόφαση η παράταση ανανεώνεται αυτομάτως. Επιπλέον οι υπάλληλοι που τρέχουν τη διαδικασία και οι εθελοντές που βοηθούν εργάζονται πλέον με κυλιόμενο ωράριο και με λιγότερα άτομα για λόγους ασφαλείας κι αυτό δημιουργεί μεγαλύτερες καθυστερήσεις.
— Είχες μείνει τέσσερις μήνες στο καμπ της Μόριας, έγραψες μάλιστα τις εντυπώσεις σου από εκεί σε ένα βιβλίο που έκανε αίσθηση, το Letters to the world from Moria, που εκδόθηκε τον Απρίλιο στη Γερμανία, υπάρχει μάλιστα ενδιαφέρον για τη μετάφρασή του και σε άλλες γλώσσες.
Ακριβώς, τον άλλο μήνα μάλιστα προγραμματίζεται μια παρουσίαση του βιβλίου μου στην Ελβετία και είμαι καλεσμένη, δεν ξέρω όμως ακόμα αν θα μου επιτραπεί από τις αρχές αυτό το ταξίδι. Κοίταξε, για μένα, όπως και για πολύ κόσμο που πέρασε από το τη Μόρια, ήταν σαν να κάηκαν μαζί με το καμπ όλες οι κακές αναμνήσεις που είχαμε από εκεί – και ήταν πολλές. Η συγγραφή του βιβλίου αυτού με βοήθησε πολύ να μην απογοητευτώ, να μην πάθω κατάθλιψη.
Δεν χαίρομαι βέβαια για τους ανθρώπους και τις οικογένειες που βρέθηκαν στον δρόμο και ενδεχομένως να κινδύνευσαν από την πυρκαγιά, μπορώ όμως να καταλάβω πολύ καλά τις αιτίες που οδήγησαν σε αυτή την πράξη καθώς ο περισσότερος κόσμος εκεί την έβλεπε σαν μια μεγάλη φυλακή που με την πανδημία και τις απανωτές καραντίνες γινόταν ακόμα πιο ανυπόφορη. Σχεδίαζαν, επιπλέον, να χτίσουν μια νέα, πιο απροσπέλαστη περίφραξη, με αυστηρότερη φύλαξη κ.λπ., χρήματα δηλαδή που θα μπορούσαν να βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσης θα δίνονταν για να γίνει ακόμα πιο περίκλειστο. Αυτό που συνέβη μπορεί να μη βελτίωσε τη θέση των προσφύγων, η δημοσιότητα όμως που έλαβε ευαισθητοποίησε την κοινή γνώμη κι ανάγκασε τις κυβερνήσεις να ενδιαφερθούν για τους εγκλωβισμένους της Λέσβου και των άλλων νησιών.
— Η πιο δυσάρεστη ανάμνησή σου από εκεί;
Ήμουν στη Μόρια πέρσι τον Οκτώβριο όταν είχε ξεσπάσει πάλι πυρκαγιά, δύο για την ακρίβεια, η μία έξω και η άλλη μέσα στο καμπ όπου κάηκαν κάποιες σκηνές και κοντέινερ ενώ το γενικότερο κλίμα έντασης που είχε δημιουργηθεί εκείνη τη νύχτα μας είχε ανησυχήσει πολύ. Δεν ξέραμε αν ήταν καλύτερα να μείνουμε στις σκηνές μας ή να βγούμε στο δρόμο, εντέλει μείναμε στο ύπαιθρο μερικές μέρες ώσπου να ηρεμήσουν τα πράγματα.
Ένα άλλο πρόβλημα ήταν όταν έπρεπε οι γυναίκες να κυκλοφορήσουμε έξω το βράδυ, να πάμε τουαλέτα π.χ. καθώς είχαν σημειωθεί περιστατικά παρενοχλήσεων, επιθέσεων, ακόμα και βιασμών. Φοβόμασταν οπότε να πηγαίνουμε μόνες κι αν δεν είχαμε παρέα έπρεπε ή να κρατηθούμε ώσπου να ξημερώσει ή να ανακουφιστούμε εκεί που ήμασταν.
— Προέρχεσαι κιόλας από μια χώρα που πολλοί δεν θεωρούν ακριβώς εμπόλεμη. Αποτέλεσμα πολλοί Αφγανοί πρόσφυγες να δυσκολεύονται να αναγνωριστούν ως τέτοιοι, να γκετοποιούνται έτσι περισσότερο όσοι αποφεύγουν την απέλαση αλλά και να στοχοποιούνται συλλήβδην.
Ναι και αυτό είναι πολύ άδικο διότι στο Αφγανιστάν υπάρχει πόλεμος με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σχεδόν από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ειδικά στις πιο απομακρυσμένες επαρχίες αλλά και στις πόλεις με βομβιστικές επιθέσεις κ.λπ. Οι Σύριοι πρόσφυγες έχουν πίσω τους 8 χρόνια εμφυλίου, εμείς κοντεύουμε να χάσουμε το μέτρημα και μιλάω μόνο για τη δική μου γενιά.
Υπάρχει δυστυχώς αρκετή παραπληροφόρηση για μας τους Αφγανούς και το τι συμβαίνει στη χώρα μας γιατί η δική μας κατάσταση δεν προβάλλεται ανάλογα, ενοχλεί κιόλας καθώς υπενθυμίζει ένα πρόβλημα που η διεθνής κοινότητα προτιμά να σπρώχνει κάτω από το χαλί.
— Τι θα έλεγες στην ελληνική κυβέρνηση αλλά και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή αν σε προσκαλούσαν σε ακρόαση;
Ότι οι πρόσφυγες δεν διαφέρουμε από τους άλλους ανθρώπους, ότι δεν εγκαταλείψαμε τα σπίτια και τις χώρες μας επειδή έτσι μας άρεσε, αλλά από ανάγκη, και ότι ήρθαμε στην Ευρώπη αναζητώντας εργασία και ασφάλεια, όχι φασαρίες – αρκετές αφήσαμε πίσω μας. Ότι οι πρόσφυγες και οι μετανάστες είναι πλούτος για μια χώρα και συμβάλλουν στη δημογραφική και οικονομική της ανάπτυξη. Ότι η συντριπτική πλειοψηφία θέλει να κερδίζει τα δικά της χρήματα για να ζει με αξιοπρέπεια και όχι να εξαρτιέται από κοινωνικά επιδόματα και ελεημοσύνες, ότι αντίθετα χρειαζόμαστε στήριξη για την ένταξη, τη μόρφωση των παιδιών και την επαγγελματική αξιοποίηση των ικανοτήτων μας. Το ερώτημα δεν είναι αν θέλουμε να πάρουμε τις ευκαιρίες αλλά αν μας δίνονται πραγματικά.
— Έχει βέβαια αναπτυχθεί και μια ολόκληρη φιλολογία που λέει ότι δεν μπορείτε να γίνετε ισότιμα μέλη των ευρωπαϊκών κοινωνιών γιατί έχετε διαφορετική κουλτούρα, ότι δεν θέλετε ουσιαστικά να ενταχθείτε, ότι όπου πάτε δημιουργείτε «γκέτο» κ.λπ.
Μα, πώς μπορεί κάποιος πρόσφυγας που ζει σε ένα απομονωμένο καμπ να αναμιχθεί με τον τοπικό πληθυσμό, να κοινωνικοποιηθεί, να μάθει τη γλώσσα, τον τρόπο σκέψης, τις συνήθειές του, να χτίσει γέφυρες συνεργασίας και αλληλοκατανόησης; Ο παρατεταμένος στρατωνισμός και η απουσία προοπτικών είναι που δημιουργούν φαινόμενα γκετοποίησης και ιδρυματισμού. Πώς μπορούν, αντίστοιχα, οι ντόπιοι να αντιληφθούν ότι δεν είμαστε κάποια τρομερή απειλή αλλά κυνηγημένοι άνθρωποι που αναζητούν ένα καλύτερο μέλλον, όταν παραμένουμε «αόρατοι», περιχαρακωμένοι;
Δεν φταίνε βέβαια αυτοί, αν εξαιρέσουμε τους ακραίους, κι εγώ στη θέση τους το ίδιο επιφυλακτικά θα αντιμετώπιζα ξένους ανθρώπους που θα κατέφευγαν στον τόπο μου αν η επικοινωνία μεταξύ μας ήταν από ελάχιστη έως ανύπαρκτη, αν πολιτικοί και ΜΜΕ τους κακολογούσαν διαρκώς. Όταν όμως ο άγνωστος «άλλος» αποκτά πρόσωπο και διαπιστώνεις ότι αυτό μοιάζει τελικά πολύ με το δικό σου, πολλές παρεξηγήσεις λύνονται και πολλά στερεότυπα διαλύονται.
Τα προγράμματα στέγασης αναγνωρισμένων προσφύγων σε διαμερίσματα μέσα στις πόλεις είναι μια σαφώς καλύτερη επιλογή που όμως έχει όπως ακούω δυσκολέψει ενώ θα μπορούσε αντίθετα να επεκταθεί, επίσης δεν καλύπτουν πρόσφυγες που δεν έχουν καταφέρει ακόμα να αποκτήσουν αυτή την ιδιότητα κι ας έχουν χρόνια στην Ελλάδα. Στον Καναδά π.χ., μια χώρα που φτιάχτηκε ουσιαστικά από πρόσφυγες και μετανάστες δεν υπάρχει ούτε ένα προσφυγικό καμπ, ενθαρρύνεται αντίθετα μαζί με την απόδοση ίσων ευκαιριών η γειτνίαση και η αλληλεπίδραση των νεοφερμένων με τους γηγενείς, μια πολιτική με πολύ θετικά αποτελέσματα, όπως μαθαίνω.
— Τι θα ήθελες να κάνεις εσύ στη ζωή σου, Παρβάνα;
Είχαμε, ξέρεις, μια αρκετά καλή ζωή στη Χεράτ, την πόλη από όπου κατάγομαι –ο πατέρας μου ήταν επιχειρηματίας– και πριν αναγκαστούμε να εγκαταλείψουμε τη χώρα ύστερα από απειλές που δεχόταν φοιτούσα ήδη σε ιδιωτικό σχολείο κι ετοιμαζόμουν να δώσω εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο. Είναι ένα όνειρο που δεν εγκατέλειψα, αντίθετα θέλω πολύ να το πραγματοποιήσω.
Με έλκουν ιδιαίτερα οι πολιτικές επιστήμες, η οικονομία και η φιλοσοφία. Νομίζω ότι συνδυάζοντας αυτές τις γνώσεις κατανοείς πολύ καλύτερα τι συμβαίνει στον κόσμο και μπορείς έτσι να αγωνιστείς ώστε να βελτιώσεις τη ζωή τη δική σου και της κοινότητας όπου ζεις. Τώρα το πού θα μπορούσαν να γίνουν όλα αυτά... εκεί όπου θα έβρισκα τις καλύτερες ευκαιρίες, αν είχα την επιλογή! Ο Καναδάς π.χ. είναι ένας ενδιαφέρων προορισμός για τους λόγους που προανέφερα...
— Η Ελλάδα;
Ευχαρίστως θα ζούσα μόνιμα κι εδώ αν υπήρχαν οι προϋποθέσεις, μου αρέσει η χώρα, το κλίμα και οι άνθρωποί της. Θα ήθελα να μάθω καλά και τη γλώσσα, δεν είναι όμως εύκολο δίχως κοινωνικοποίηση και με μόλις 45΄μάθημα ελληνικών τη βδομάδα. Θα το ήθελα πολύ για τον επιπλέον λόγο ότι αν γνωρίζεις την κουλτούρα και μιλάς τη γλώσσα του τόπου όπου ζεις, μπορείς να πεις σε κάποιον ξενοφοβικό ή ρατσιστή «η κουλτούρα σου έγινε και κουλτούρα μου, η γλώσσα σου έγινε και γλώσσα μου, δεν θα με αποδεχτείς ούτε τώρα;».
— Τι σου λείπει περισσότερο από την πατρίδα σου;
Τα γνώριμα μέρη της παιδικής μου ηλικίας, η ανεμελιά που είχα, η άνεση να ζω και να κινούμαι σε ένα εντελώς οικείο περιβάλλον. Τα τοπία της, τα φιλικά και συγγενικά πρόσωπα που μείνανε πίσω, ο κήπος μας που ήταν ολάνθιστος κάθε άνοιξη και τα γλέντια που στήναμε εκεί.
σχόλια