Τίποτα δεν έχει πιο βραχύβιο χαρακτήρα από το χιούμορ και τη σάτιρα, ειδικά όταν πρόκειται για εργαλεία κωμωδίας καταστάσεων που βασίζεται σε ήθη, τάσεις και αγκυλώσεις μιας συγκεκριμένης εποχής και μιας συγκεκριμένης κουλτούρας (μόνο η «σωματική» πλάκα με τις κυριολεκτικές κωλοτούμπες και τις θεαματικές πτώσεις παραμένει αθάνατη από την εποχή του βωβού μέχρι σήμερα).
Υπάρχουν όμως πάντα κάποιες περιπτώσεις δημοφιλών ή «εκλεκτικών», κλασικών ή καλτ, κωμικών σειρών που σώζουν ζωές όταν υπάρχει ανάγκη και επιβραβεύουν όσους έχουν εξοικειωθεί με το σύμπαν τους, ξανά και ξανά: με κάθε νέα επίσκεψη ακόμα και σε χιλιοειδωμένα επεισόδια, ανακαλύπτει κανείς καινούργια στοιχεία και κόλπα που συντηρούν ένα αφηγηματικό οικοδόμημα στο οποίο πολύ θα ήθελες να κατοικήσεις μαζί με τους αγαπημένους σου χαρακτήρες.
Βοηθάει και το συγκεκριμένο φορμάτ: ένα μισάωρο σκάρτο και μετά πάλι από την αρχή, όποτε θες να το ξαναπιάσεις. Ακόμα κι αν υπάρχει συνέχεια στη ροή μιας (υπο)πλοκής που απλώνεται σε μια διαδοχή επεισοδίων, στις καλύτερες κωμικές σειρές, μπορεί να συμβεί η Αποκάλυψη στο τέλος κάποιου επεισοδίου, αλλά στο επόμενο, όλα ξεκινάνε και πάλι σχεδόν από το μηδέν. Ούτε γάτα, ούτε ζημιά.
Βοηθάει και το συγκεκριμένο φορμάτ: ένα μισάωρο σκάρτο και μετά πάλι από την αρχή, όποτε θες να το ξαναπιάσεις. Ακόμα κι αν υπάρχει συνέχεια στη ροή μιας (υπο)πλοκής που απλώνεται σε μια διαδοχή επεισοδίων, στις καλύτερες κωμικές σειρές, μπορεί να συμβεί η Αποκάλυψη στο τέλος κάποιου επεισοδίου, αλλά στο επόμενο, όλα ξεκινάνε και πάλι σχεδόν από το μηδέν.
Ακόμα κι όταν πρόκειται για περιπτώσεις ιδιοφυούς αφηγηματικής λειτουργίας όπου τα αστεία και οι ατάκες πέφτουν σαν βροχή αλλά όχι ως αναλώσιμα πυροτεχνήματα, αλλά ως μοχλοί εξέλιξης της ιστορίας και αέναης διαμόρφωσης των χαρακτήρων. Όπως στην περίπτωση του Arrested Development.
Η σειρά ξεκίνησε το 2003 και από την αρχή έβγαζε μάτια η φρεσκάδα, ο πρωτοποριακός χειρισμός του μέσου τεχνικά και αφηγηματικά (από την χειροκίνητη κάμερα και τα στοιχεία ψευδο-ντοκιμαντέρ και ψευδο-ριάλιτι μέχρι τις αληθοφανείς πλην εντελώς fake σκηνές «προσεχώς» στο φινάλε κάθε επεισοδίου και την παρεμβατική φωνή του αφηγητή που ανήκε στον Ρον Χάουαρντ) αλλά κυρίως τα δαιμονιώδους έμπνευσης και ευρηματικότητας σενάρια και οι απολαυστικά ιδιοσυγκρασιακοί (αλλά ποτέ εξωπραγματικοί ακόμα και στα πιο σουρεάλ καπρίτσια τους) χαρακτήρες.
Βασικά, τα μέλη της οικογένειας Μπλουθ (αλλά όχι μόνο, η σειρά βρίθει πολύχρωμων και σπαρταριστών δεύτερων και «γκεστ» ρόλων): όλοι τους απολύτως κακομαθημένοι – μητέρα, πατέρας, δίδυμος αδελφός πατέρα, πρωτότοκος, κόρη, σώγαμπρος σύζυγος κόρης, μικρός γιος – και επίμονοι ναρκισσιστές ακόμα και κατά τον ραγδαίο ξεπεσμό των επιχειρήσεων της οικογενειακής δυναστείας, με μοναδική εξαίρεση τον μεσαίο γιο, Μάικλ που προσπαθεί μαζί με τον γιο του Τζορτζ Μάικλ (ναι), να κρατήσει τα προσχήματα, να σώσει την εταιρεία και να λειτουργήσει ως ηθική πυξίδα ανάμεσα σε εκκεντρικούς και πιθανόν αμετάκλητα διαβρωμένους κοινωνιοπαθείς που όμως είναι η οικογένεια του. Όχι ότι δεν έχει κι αυτός τα δικά του κουσούρια και σύνδρομα σωτήρα, αλλά τουλάχιστον προσπαθεί να αναμετρηθεί με τις πραγματικές συνθήκες που επικρατούν εκεί έξω.
Εννοείται ότι δεν μπορώ να το κρίνω αντικειμενικά μετά από τόσο καιρό, αλλά δεν μπορώ να φανταστώ πιο ιδανικό καστ, από τη στιγμή μάλιστα που όλοι σχεδόν οι πρωταγωνιστές έχουν αποδείξει κατά καιρούς την αξία τους σε μια ευρύτατη γκάμα ρόλων στη μικρή και τη μεγάλη οθόνη, και συνέχιζαν να την αποδεικνύουν στα επτά χρόνια που μεσολάβησαν μεταξύ του τρίτου (2006) και του τέταρτου κύκλου.
Οι τρεις πρώτοι κύκλοι υπήρξαν μνημειώδεις για όσους ενθουσιασμένους θεατές μπήκαν στο πνεύμα και στο πετσί της σειράς, μόνο που αυτοί δεν υπήρξαν αρκετοί για να αποσοβήσουν την πρόωρη ματαίωση της, και μόνο με το πέρασμα του χρόνου όταν είχε εξελιχθεί σε καλτ φαινόμενο με φανατικούς θαυμαστές που απαιτούσαν άμεση ανάσταση, ανέλαβε τα ηνία της παραγωγής το Netflix παρέχοντας το πράσινο φως για νέα επεισόδια στόχο την προσέλκυση νέων θεατών.
Μόνο που ο τέταρτος κύκλος ήταν ο πιο ιδιαίτερος και συγχρόνως ο πιο αφιλόξενος για περιστασιακούς θεατές. Σα να έχουν επηρεαστεί ξαφνικά οι δημιουργοί της σειράς από το «Ρασομόν», κάθε επεισόδιο διαδραματιζόταν στο ίδιο χρονικό πλαίσιο, από διαφορετική όμως οπτική γωνία κάθε φορά, ανάλογα με τον εκάστοτε πρωταγωνιστικό χαρακτήρα. Τα επεισόδια είχαν μεγαλύτερη διάρκεια (γύρω στα 35 λεπτά) και ήταν γεμάτα από εσωτερικά, αυτοαναφορικά αστεία και κομμάτια ενός παζλ που ξέφευγαν από τους μη εξοικειωμένους στον κόσμο των Μπλουθ και τον περίγυρό τους.
Από την άλλη, είναι δύσκολο να μη θαυμάσεις την τόλμη όλων των συντελεστών για τον τρόπο που επιχείρησαν να πειραματιστούν με μια επιτυχημένη στη λειτουργία της φόρμουλα, ενώ παραμένει εκπληκτικό το πώς «προέβλεψαν» την υπόθεση με την ανέγερση Τοίχους ανάμεσα σε ΗΠΑ και Μεξικό αλλά και την άνοδο της τραμπικής κουλτούρας γενικότερα καθώς και όλο το μπάχαλο με την χρήση προσωπικών δεδομένων από τα social media.
Καμιά φορά όμως οι πειραματισμοί δεν ευδοκιμούν απολύτως, κι έτσι, πέντε χρονιά μετά από εκείνον τον κύκλο, κατέφτασε πριν λίγο καιρό ο πέμπτος (ή μάλλον το πρώτο μισό του, τα υπόλοιπα οκτώ επεισόδια θα προβληθούν προς το τέλος της χρονιάς), ο οποίος αποτελεί καλοδεχούμενο μάλλον πισωγύρισμα στη δομή της ένδοξης πρώτης περιόδου.
Για όποιον δεν έχει παρακολουθήσει ποτέ, καλύτερα να ξεκινήσει από την αρχή, θα κάνει καλό στον εαυτό του και θα νοιώσει πώς είναι να γελάς κανονικά και ασυγκράτητα (με τις σοβαροφανείς «δραμωδίες» που έχουν κατακλύσει το είδος του 20λεπτου και κάτι «sitcom», έχουμε ξεχάσει πώς είναι η κωμωδία τύπου 30 Rock ή Office ή δεν ξέρω και γω τι να νοσταλγήσω πια). Για τους υπόλοιπους, οι δικοί μας άνθρωποι - ανέλπιστα αειθαλείς και ξεκαρδιστικά απαράδεκτοι - είναι και πάλι εδώ προσωρινά, ελπίζει κανείς όχι για τελευταία φορά.
σχόλια