Λοιπόν, το τέχνασμα των δημιουργών του πονηρού Black Mirror (του Charlie Brooker τέλος πάντων που έχει χτυπήσει φλέβα με την «μετα-πραγματική», ρετροφουτουριστική, «δυστοπική» τηλεοπτική ανθολογία του) να αμολήσουν χριστουγεννιάτικα και σχεδόν στη ζούλα – διαρρέοντας ελάχιστα και δημιουργώντας τρελή ίντριγκα – επεισόδιο ακαθόριστης διάρκειας και «διαδραστικής» φύσης, πέτυχε απολύτως.
Το "Bandersnatch" (πρόκειται για αναφορά στο ομώνυμο πλάσμα από την «Αλίκη μέσα από τον καθρέφτη» του Λιούις Κάρολ – στα ελληνικά έχει αποδοθεί ως «Λυσσαρκούδα») έχει ήδη προκαλέσει καταιγισμό συζητήσεων, αναλύσεων, άρθρων, πραγματειών ακόμα, σε σχέση με αυτό που εκπροσωπεί κυρίως ως διαδραστική (μετα-) αφήγηση που κατευθύνεται μέσω επιλογών από τον θεατή, και σε δεύτερη / τρίτη μοίρα ως προϊόν επιτυχημένης ή όχι σύγχρονης μυθοπλασίας του φανταστικού.
Και είναι λογικό. Τα ζητήματα που προκαλεί ως «πατέντα» (όχι και τόσο πρωτότυπη, η ιδέα του «διάλεξε τη δική σου εκδοχή της περιπέτειας» υπάρχει προ πολλού) ή ως πρόταση που μένει να αποδειχθεί αν θα εξελιχθεί σε τάση, έχουν πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον από την ιστορία αυτή καθ' αυτή.
Το αρχικό – και ίσως και το τελικό – νόημα του "Bandersnatch" είναι και καλά ότι δεν το παρακολουθείς, αλλά το «εξερευνάς», το «παίζεις» (ή «τον παίζεις» – παρντόν για την έκφραση – μεταφορικώς, ακουμπώντας κάθε τόσο το pad).
Το "Bandersnatch" έχει ήδη προκαλέσει καταιγισμό συζητήσεων, αναλύσεων, άρθρων, πραγματειών ακόμα, σε σχέση με αυτό που εκπροσωπεί κυρίως ως διαδραστική (μετα-) αφήγηση που κατευθύνεται μέσω επιλογών από τον θεατή
Και τα διλήμματα για τα οποία καλείσαι να αποφασίσεις ξεκινούν με το καλημέρα. Ξεκινώντας, σε υποδέχεται η εικόνα μιας vintage οθόνης και μια επίσης vintage γυναικεία ρομποτική φωνή που σου εξηγεί τη διαδικασία: «Αυτό είναι ένα διαδραστικό φιλμ όπου οι επιλογές που θα κάνεις διαμορφώνουν την ιστορία. Κατά την διάρκεια της προβολής, θα σου παρουσιάζονται επιλογές στο κάτω μέρος της οθόνης. Για να επιλέξεις τη μία ή την άλλη κλίκαρε με το pad σου. Καταλαβαίνεις;»
Τότε ακριβώς εμφανίζεται η πρώτη επιλογή που είναι «Ναι» ή «Όχι» (αν είσαι σε χαβαλέ διάθεση και πατήσεις «Όχι», θα σε ξαναρωτήσει κι αν πάλι πατήσεις «όχι», θα ξεκινήσει έτσι κι αλλιώς). Θα ακολουθήσουν κι άλλες πιο σχετικές με το στόρι και αν κλικάρεις τη «λανθασμένη» που δεν προωθεί ικανοποιητικά την πλοκή, μετά από λίγο η πλατφόρμα θα σε γυρίσει πίσω.
Επίσης, παρότι έχεις την συνήθη επιλογή του Netflix να προχωρήσεις μπροστά ή πίσω 10 δευτερόλεπτα, το fast forward είναι απενεργοποιημένο και δεν δείχνει στην βάση της οθόνης πόσο διαρκεί η ταινία στην ταυτότητά της οποίας αναγράφεται διάρκεια μιάμισης ώρας, μπορεί όμως να πάει από 40 λεπτά περίπου μέχρι ώρες που μοιάζουν αιώνιος φαύλος κύκλος, ανάλογα με τις επιλογές σου και τα επίπεδα της πλοκής που διατίθεσαι να «εξερευνήσεις». Η φήμη που είχε κυκλοφορήσει ότι πρόκειται για πεντάωρη και πλέον ταινία, ισχύει μόνο θεωρητικά (αν δεις αρκετές φορές τα ίδια πράγματα): το πρωτότυπο υλικό είναι διάρκειας 150 λεπτών περίπου.
Ας ασχοληθούμε όμως επιτέλους και με την ιστορία που κινείται λίγο-πολύ σε προβλέψιμα Black Mirror πεδία. Βρισκόμαστε στην αγαπημένη δεκαετία της σειράς, τα '80s, και συγκεκριμένα στο 1984 όπως ούτε στιγμή δεν μπορείς να ξεχάσεις από τους προϊστορικούς υπολογιστές, τις ρετρό οθόνες και τις «κλασσικές» κονσόλες βιντεοπαιχνιδιών, και από την λιτανεία Thompson Twins, Kajagoogoo και Frankie Goes to Hollywood που δεσπόζει στο σάουντρακ (και επ' αυτού θα κληθείς να κάνεις επιλογές).
Κεντρικός χαρακτήρας είναι ο νεαρός προγραμματιστής Στέφαν που έχει χάσει τη μητέρα του, τρώγεται με τον πατέρα του, γενικά μοιάζει να έχει σοβαρά θεματάκια, και έργο ζωής του είναι η δημιουργία ενός «διαδραστικού» βιντεοπαιχνιδιού βασισμένου στο βιβλίο φαντασίας (που επίσης έχει πολλαπλές εκδοχές της πλοκής) με τίτλο "Bandersnatch" που έγραψε ένας «οραματιστής» συγγραφέας που σκότωσε τη γυναίκα του και κατόπιν τίναξε τα μυαλά του στον αέρα.
Σ' αυτό το πλαίσιο ξεκινά η παράξενη και παραισθητική διαδρομή του ήρωα με προορισμό την απόλυτη παραφροσύνη. Ή την απόλυτη αλήθεια. Κι εμείς παρακολουθούμε – επεμβαίνοντας κατά τόπους ως από μηχανής θεοί – μια προσομοίωση απεριόριστων επιλογών για την περιπέτεια κάποιου που χάνει σταδιακά τα λογικά του από μια προσομοίωση απεριόριστων επιλογών δικής του επινόησης, βασισμένης σε μια άλλη μυθοπλασία πολλαπλών επιλογών που δημιούργησε κάποιος που δεν επέστρεψε ποτέ από μια διαφορετική - και εφιαλτική - εκδοχή της πραγματικότητας.
Μήπως τελικά ζούμε όλοι σε μια προσομοίωση απεριορίστων δήθεν, αλλά ουσιαστικά περιορισμένων και προκαθορισμένων επιλογών; Αυτό είναι το ερώτημα που επιθυμεί με το ζόρι να θέσει αυτό το σπέσιαλ επεισόδιο του Black Mirror. Ερώτημα βέβαια που δεν φτάνουν όλοι οι μπάφοι του κόσμου για να το «διερευνήσεις» επαρκώς.
Μπορείς φυσικά να το δεις και να το ξαναδείς, εξερευνώντας διαφορετικές επιλογές που θα σε πάνε σε πιο ικανοποιητικούς (και πιο διεστραμμένους ενδεχομένως) προορισμούς.
Αυτό που δεν θα αλλάξει είναι ότι η βασική ιστορία – με όλες τις εκδοχές της – είναι μάλλον ισχνή και δεν αναπτύσσεται προς τα επίπεδα που φαντάζονται οι δημιουργοί της. Κι αυτό δεν ξεπερνιέται με το (όχι ρετροφουτουριστικό, αλλά ρετρό, και μπανάλ μάλλον εν τέλει) τέχνασμα της ενεργούς συμμετοχής του θεατή που ενδέχεται να χάσει τον μπούσουλα πριν χάσει εντελώς την υπομονή του.
Προσωπικά, ως σπέσιαλ χριστουγεννιάτικο επεισόδιο / φιλμ του Black Mirror, προτιμώ ασυζητητί το "White Christmas" του 2014, που θεωρώ και το καλύτερο της σειράς γενικά.
σχόλια