Δεν περιμέναμε βεβαίως εμείς στην Ελλάδα το Netflix ή κάποια άλλη σύγχρονη τηλεοπτική πλατφόρμα να προβάλει ξανά –ως vintage δείγμα ανέμελης «ninetίλας»– τα «Φιλαράκια» για να ανανεώσουμε την μέχρι σκασμού οικειότητά μας με την πιο δημοφιλή πιθανόν «νεανική» σειρά των αιώνων.
Τόσα χρόνια μας στοιχειώνουν –ακόμα κι εμάς που τα πετύχαμε στην πρώτη προβολή τους και μάλιστα ως συνομήλικοι περίπου των κεντρικών χαρακτήρων– μέσω της αδιάκοπης λούπας (από το πρώτο ως το τελευταίο και πάλι από την αρχή) του καναλιού Star, που δέσποζε σαν ιερή τελετουργία στα νωχελικά απογεύματα του Σαββατοκύριακου.
Ούτε βέβαια είχαν εξαφανιστεί ποτέ από τις ψηφιακές λεωφόρους της σύγχρονης ποπ κουλτούρας από την εποχή που έληξε η δεκαετής βασιλεία τους το εμβληματικό (τοιουτοτρόπως) για μας 2004, έτος επίσης που αποτέλεσε την αφετηρία του Facebook. Έστω και υπό τη μορφή άπειρων memes και gifs που λειτουργούν σαν πασπαρτού, εξοπλισμένα από την οικεία στους πάντες προέλευσή τους να σχολιάσουν οποιαδήποτε ανάρτηση ασχέτως θέματος.
Σαφώς κάποιες συμπεριφορές και αντιδράσεις των πρωταγωνιστών μοιάζουν εντελώς παρωχημένες σήμερα, τότε όμως φαινόταν αρκούντως προοδευτική η σειρά και μάλιστα χωρίς το μικρόβιο του διδακτισμού που μαστίζει τόσες σύγχρονες.
Αντίθετα από σχεδόν οποιαδήποτε άλλη σειρά, φαίνεται εντελώς περιττό να κάνει κάποιος τον κόπο να παραθέσει για τους αδαείς μια γενικόλογη σύνοψη του πλαισίου στο οποίο διαδραματιζόταν η σειρά («είναι πέντε 20-κάτι φίλοι στο κάτω Μανχάταν, τρεις άντρες και τρεις γυναίκες, που στριμώχνονται διαρκώς ο ένας πάνω στον άλλον... μάλλον για παρτούζα πάει η δουλειά»), αφού είναι πασίγνωστη σε όλη την οικουμένη.
Δεν υπήρξε ούτε υπάρχει στιγμή από τότε που τέλειωσε η πρώτη διαδρομή της σειράς που να μην εμφανίζονται σε μια οθόνη κάπου στον πλανήτη τα «Φιλαράκια» είτε με τη δική τους φωνή είτε ντουμπλαρισμένα στην τοπική γλώσσα (τα γέλια – κονσέρβα είναι ίδια παντού).
Και τώρα η γενιά των αποκαλούμενων millennials, που έχει γαλουχηθεί με τη νέο-hipster αιδημοσύνη και τον ασυγκράτητο δικαιωματισμό, είδε λέει για πρώτη φορά τη σειρά στην πρόσφατη επίσημη επανεμφάνισή της και έφριξε με τα εξόφθαλμα (!) στοιχεία ομοφοβίας, σεξισμού και εχμ... «fat-shaming» που αντίκρισε.
Και επίσης, τι αναίσθητοι και εγωπαθείς και στερεοτυπικοί χαρακτήρες! Ο καταπιεστικός τρόμπας Ρος, ο άρρωστος «μουνάκιας»Τζόι με φανερά δείγματα νοητικής υστέρησης, ο κωμικοτραγικά ανασφαλής Τσάντλερ (στην πραγματικότητα ήταν κάτι σαν αυθεντικά τραγικός ήρωας, ειδικά όταν ο Μάθιου Πέρι ήταν στα πιο πρησμένα και στα πιο αλκοολικά του, μέχρι που τον ζευγαρώσανε εφάπαξ με τη Μόνικα), η Ρέιτσελ, το υλιστικό μπάζο, η εμμονική με την καθαριότητα Μόνικα, η μετα-χίπισαμουρλοκακομοίρα Φοίβη.
Υπερβολές, βρε κουτά, τα «Φιλαράκια» είναι οι «μπαμπάδες» σας, οι ρίζες του γενεαλογικού σας δέντρου, η απαρχή της πολιτικά ορθής ευαισθησίας. Φαντάσου να τους βάλουν να δουν και το «Παντρεμένοι με παιδιά», κόλπος θα τους έρθει. Τρόμος. Και άντε μετά να εξηγήσεις σ' αυτές τις ευαίσθητες και αορίστως πολιτικοποιημένες ψυχούλες ότι ο τρόπος που ξεφτίλιζε την αγία αμερικανική οικογένεια (ανέκαθεν ο πυλώνας των κωμικών σειρών) ήταν γενναία ριζοσπαστικός και υπονομευτικός της κυρίαρχης κουλτούρας.
Και τα «Φιλαράκια» όμως, παρά τους mainstream περιορισμούς τους (ακόμα πιο κραυγαλέοι σε σύγκριση με μια απείρως πιο σημαντική και επιδραστική σειρά όπως το «Seinfeld» με το οποίο συμβάδισαν και χρονικά, παρότι στη χώρα μας ήταν άγνωστη τότε εκείνη η ιδιοφυής σειρά που εκ των υστέρων προβλήθηκε στο Makedonia TV, μεγάλη η χάρη του), δεν ήταν καθόλου κακή σειρά.
Ίσα-ίσα όταν βρήκαν τους σωστούς ρυθμούς οι σεναριογράφοι και ένιωσαν την αυτοπεποίθηση και την ασφάλεια της ραγδαίας δημοτικότητας, τα αστεία έγιναν πιο τολμηρά –όσο γίνεται σε κανάλι δημόσιας εμβέλειας που όλες οι παραγωγές οφείλουν να είναι αυστηρά κατάλληλες– πιο προχωρημένα, πιο ξύπνια. Ας θυμηθούμε φερ' ειπείν την «τρίτη ρώγα» του Τσάντλερ ή τα ατονικά αυτοσχεδιαστικά τραγούδια της Φίμπι.
Σαφώς κάποιες συμπεριφορές και αντιδράσεις των πρωταγωνιστών μοιάζουν εντελώς παρωχημένες σήμερα, τότε όμως φαινόταν αρκούντως προοδευτική η σειρά και μάλιστα χωρίς το μικρόβιο του διδακτισμού που μαστίζει τόσες σύγχρονες.
Και τέλος πάντων παραμένει αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι κάτι τόσο μαζικό (πιο μαζικό πεθαίνεις) υπήρξε φιλικό ακόμα και στους «εναλλακτικούς» κύκλους. Ειλικρινά δεν θυμάμαι κανέναν, ακόμα και από τους πιο ζόρικα «αντισυστημικούς» grunge / νέο-πανκ συντρόφους του τότε, να αντιδρά μετά βδελυγμίας στη ροζέ επιφανειακότητα της σειράς. Αυτό το ξινό φρούτο του μουτζαχεντίν ριζοσπάστη προέκυψε εντελώς εκ των υστέρων.
Σαφώς υπήρχαν και τότε εύλογες και σοβαρές αντιρρήσεις ιδεολογικού τύπου με προεξάρχουσα βέβαια το γεγονός ότι οι κεντρικοί χαρακτήρες ήταν όλοι λευκοί (και στρέιτ). Εντάξει δεκτό, αλλά πάντως πιο ειλικρινές από τον υποχρεωτικό πολυφυλετισμό τύπου «United colors of Benetton» (ανοίκεια υποθέτω για τους millenials κι αυτή η αναφορά) που κατοχυρώθηκε αργότερα.
Επίσης, πώς δηλαδή τους έπαιρνε οικονομικά να μένουν στο ήδη τότε ραγδαίως «εξευγενισμένο» και αγρίως υπερτιμημένο Γκρίνουιτς Βίλατζ από τη στιγμή που συχνά ήταν ημιάνεργοι ή υποαπασχολούμενοι; Λες και η πρόθεση των δημιουργών ήταν να παρουσιάσουν ωμό ντοκου-ρεαλισμό...
Σερνόταν επίσης κάποτε μια ευφάνταστη και πολύ ενδιαφέρουσα «θεωρία συνομωσίας» σύμφωνα με την οποία όλη η σειρά είναι αποκύημα του πειραγμένου μυαλού της Φοίβης Μπουφέ που κάθεται σε μια γωνιά του «Central Perk», παρακολουθεί με φθόνο τους πέντε υπόλοιπους, χωρίς να τους γνωρίζει, και σκαρφίζεται για λογαριασμό τους φανταστικές καταστάσεις στις οποίες συμπρωταγωνιστεί και η ίδια.
Σύμφωνα με μια άλλη –πολύ πιο εύστοχη– θεωρία (γνωστή ως «θεωρία του Starbucks») η σειρά δεν ήταν παρά ένα μεγάλης κλίμακας όχημα προπαγάνδας των νεοπαγών τότε χιπστεροκαφέ για να αποσπάσουν τον κόσμο από τα μπαρ και να τον εγκλωβίσουν στο αντισηπτικά «cosy» και χαζοβιόλικο σύμπαν τους.
Προσωπικά, αυτό το κατανοώ απολύτως ως ένσταση, αντίθετα υποθέτω από τους πιτσιρικάδες που ξημεροβραδιάζονται στα αντίστοιχα καφέ και ξεστραβώνονται με ύφος περισπούδαστης αφοσίωσης στις οθόνες του λάπτοπ τους.