Πάνω από δέκα χρόνια έχουν περάσει από τότε που έληξε – πολύ πρόωρα δυστυχώς – μετά από τρεις συγκλονιστικούς κύκλους, η τηλεοπτική σειρά «Deadwood», με φόντο την ομώνυμη μικρή πόλη στην πύλη προς την αμερικανική Δύση κατά τα τέλη του προπερασμένου αιώνα. Από τότε, δεν υπήρξε κάποια άλλη φιλόδοξη τηλεοπτική παραγωγή που να χρησιμοποιεί με υπερβατικές μεθόδους την τυπολογία και τη θεματική του γουέστερν με εξαιρέσεις κάποιες ειδικές, «υβριδικές» περιπτώσεις όπως το «Westworld», που τεχνικά (και ουσιαστικά) ανήκει στο είδος της επιστημονικής φαντασίας.
Μέχρι την προηγούμενη εβδομάδα, όταν το Netflix αμόλησε το σύνολο (επτά) των επεισοδίων του «Godless», μιας σειράς που αποτελεί μάννα εξ ουρανού σε όσους αγάπησαν τη μυθολογία του κλασικού γουέστερν με τις πανοραμικές λήψεις, το ιλιγγιώδες βάθος ορίζοντα και τις σπουδές χαρακτήρα αντρών και γυναικών σε άγρια μέρη εκτός Θεού και νόμων.
Το «Godless» είναι γουέστερν και μάλιστα καθαρόαιμο. Με τις μονομαχίες, τα άλογα, τους Ινδιάνους αυτόχθονες με το αιώνιο ανεξάρτητο πνεύμα, τα σαλούν που γίνονται λαμπόγυαλο, τους καλούς και τους κακούς, και τα απέραντα τοπία.
Ας μην αποθαρρυνθούν πάντως όσοι και όσες έχουν αντισταθεί στη μυθολογία και στην τυπολογία του είδους: το «Godless» είναι μια εξαιρετική (και εξαιρετικά γυρισμένη) σειρά με χαρακτήρες που υπερβαίνουν τη στερεοτυπική λιτανεία ηρώων και διαβόλων του Γουέστ, προσδίδοντας διαχρονικό βάρος στην αφήγηση που έστησε ο δημιουργός της Σκοτ Φρανκ με την αρωγή του Στίβεν Σόντεμπεργκ, ο οποίος μοιάζει να βρίσκεται πανταχού παρών στο σύγχρονο τηλεοπτικό τοπίο.
Δεν θα μπορούσε βεβαίως να αγγίξει το σαιξπηρικό μεγαλείο του «Deadwood», αποτελεί όμως μια διαφορετικού τύπου προσέγγιση στο πλούσιο αφηγηματικά πεδίο της αφιλόξενης μεθορίου όπου νόμος είναι το δίκιο του πιστολιού, της καραμπίνας και της λεπίδας. Για να ξεφύγει μάλιστα από την ασφυκτικά ανδροκρατούμενη πινακοθήκη του είδους, ο Φρανκ είχε την ιδέα να στήσει την πλοκή σε μια «πόλη γυναικών» στη μέση του πουθενά - δηλαδή στο Νέο Μέξικο γύρω στα 1880.
Η μικρή κοινότητα των ανθρακωρύχων και των οικογενειών τους που ζουν στο La Belle μεταμορφώνεται δραματικά όταν μια έκρηξη στα έγκατα του ορυχείου ξεκληρίζει ολόκληρο σχεδόν τον αντρικό πληθυσμό της πόλης αφήνοντας τις γυναίκες να διαχειριστούν την τραγωδία και να πάρουν τις ζωές τους και τη λειτουργία της κοινότητας στα χέρια τους, καθώς απειλούνται από συμμορίες αδίστακτων τυχοδιωκτών αλλά και από τα αρπακτικά χέρια μιας μεγάλης εταιρείας εκμετάλλευσης ορυκτού πλούτου που τις υπόσχεται χρήματα και άντρες για την προστασία τους.
Παράλληλα, στις παρυφές της πόλης, είναι εγκατεστημένη μια μικρή παροικία από «Buffalo Soldiers», όπως αποκαλούνταν οι μαύροι πρώην σκλάβοι που είχαν χρησιμοποιηθεί στους πολέμους εναντίον των Ινδιάνων αλλά και στον αμερικανικό εμφύλιο.
Στα επτά (70λεπτα και βάλε) επεισόδια του «Godless» ξετυλίγεται μια αφήγηση που αντλεί έμπνευση από σύγχρονα ζητήματα φυλής και φύλου (και σεξουαλικής ταυτότητας) τοποθετώντας τα σε ένα πιο «αρχέγονο» και οριακό πλαίσιο, ενώ παράλληλα αποτίει φόρο τιμής στις παραδοσιακές, συντηρητικές αξίες του γουέστερν: τιμή, ηρωισμός, ψυχικό σθένος.
Δεν πρόκειται για «αποδόμηση» ή «επανεξέταση» του είδους. Το «Godless» είναι γουέστερν και μάλιστα καθαρόαιμο. Με τις μονομαχίες, τα άλογα, τους Ινδιάνους αυτόχθονες με το αιώνιο ανεξάρτητο πνεύμα, τα σαλούν που γίνονται λαμπόγυαλο, τους καλούς και τους κακούς, και τα απέραντα τοπία (φαράγγια, κοιλάδες, ουρανοί) που είναι γυρισμένα σε αναλογία εικόνας 2:39 για να χορταίνει το μάτι ορίζοντα.
Το καστ συγκεντρώνει μερικούς από τους πιο άξιους καρετερίστες της πρόσφατης τηλεοπτικής και κινηματογραφικής παραγωγής, την παράσταση όμως κλέβει άνετα ο Τζεφ Ντάνιελς στο ρόλο ενός μνημειώδους και πολυσύνθετου «κακού», του Φρανκ Γκρίφιν, ο οποίος σκιάζει τα πάντα στο πέρασμά του, στάζοντας μανιακή απειλή και βιβλική ετυμηγορία: «Ο ίδιος Θεός που δημιούργησε εσένα και μένα, δημιούργησε επίσης και τον κροταλία. Δεν είναι εντελώς παράλογο αυτό;»
σχόλια