ΟΛΑ ΤΑ ΕΙΧΑΜΕ μέσα στο lockdown –που μοιάζει όλο και πιο πολύ με ατέρμονη διαδικασία παράτασης η οποία έχει φτάσει να διαρκεί περισσότερο από τον κανονικό αγώνα–, η αναπόληση των «ανέμελων» '90s μας έλειπε. Τα οποία, εκ των υστέρων, δεν ξέρω κατά πόσο δικαιώνουν τον κρίσιμο συνδετικό ρόλο τους ανάμεσα στην λήξη του «σύντομου», κατά Χομπσμπάουμ, 20ού αιώνα (που συνέβη πρόωρα, στα τέλη της δεκαετίας του '80, με την πτώση, σαν πύργος από τραπουλόχαρτα, του «υπαρκτού») και στην καλπάζουσα παγκοσμιοποίηση της νέας τεχνολογικής εποχής.
Πιο πολύ μου έρχεται στο μυαλό εκείνη η δεκαετία σαν μια απέραντη παιδική χαρά ενηλίκων ή σαν ένα πολυθεματικό πάρκο εκλεκτικού καταρχάς και ασύδοτου προς το τέλος της, καταναλωτισμού, στοιχείο που εξηγεί εν μέρει την δαιμονοποίησή της αργότερα: η κατάρα του «βρόμικου '89», η «επίπλαστη ευδαιμονία», η «κυριαρχία του lifestyle», το «πάρτι του χρηματιστηρίου» κ.λπ.
Ήταν τα '90s το τέλος του παλιού κόσμου, η αρχή του νέου ή μία από τις στάσεις που μοιάζει να κάνει κατά περιόδους η Ιστορία; Ό,τι κι αν ήταν, ήταν το παν για όσους είχαμε μόλις ενηλικιωθεί στην αυγή εκείνης της δεκαετίας, και είχαμε, ως εικοσάρηδες στην Αθήνα, την τύχη να βιώσουμε περισσότερες ελευθερίες και επιλογές από τις αντίστοιχες ηλιακά γενιές στα '70s (οι καημένοι οι νέοι τότε ούτε μια ξένη συναυλία δεν είχαν για να πάνε) και στα '80s, και μάλιστα χωρίς τη δαμόκλειο σπάθη της επισφάλειας που επικρέμεται πάνω από τα κεφάλια των νέων (και όλων μας) εδώ και μια δεκαετία.
Ως εκ τούτου, παρουσίαζε σίγουρα κάποιο ενδιαφέρον, ειδικά για όσους και όσες παρίσταντο στις νεανικές επάλξεις τα χρόνια εκείνα, το επεισόδιο της σειράς ντοκιμαντέρ Κλείνον Άστυ με τίτλο «Μουσικές φυλές των 90'ς» που έκανε πρεμιέρα το Σάββατο και υπάρχει διαθέσιμο στην πλατφόρμα Ertflix της κρατικής τηλεόρασης.
Θα μπορούσε να συζητηθούν κι άλλα σχετικά θέματα –όπως η επέλαση της «λαϊκοπόπ» διασκέδασης ή η εμφάνιση του «έντεχνου», φαινόμενα που εξαπλώθηκαν ραγδαία την ίδια εποχή– αλλά το επεισόδιο (διάρκειας πενήντα λεπτών περίπου) περιορίζεται στους τρόπους εισαγωγής και αφομοίωσης ξένων ιδιωμάτων και τάσεων.
Δεν πρόκειται για κάποια ενδελεχή μελέτη της νεανικής (υπο)κουλτούρας της εποχής, αλλά για μια γενικόλογη ψιλοκουβέντα (σαν μια συζήτηση που κάνεις με την παρέα σου όταν βρεθείτε σε νοσταλγικό τριπ) για στέκια, «φυλές», καταστάσεις, δόγματα και ψευδαισθήσεις εκείνης της περιόδου που είχε πάψει για πρώτη φορά να ισχύει το παραδοσιακό αξίωμα σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα ήταν πάντα μια δεκαετία πίσω από τις πολιτισμικές εξελίξεις της Δύσης.
Στην εκπομπή συμμετέχουν διάφοροι παράγοντες –κάποιοι εκ των οποίων συμπαθείς, γνωστοί και μη εξαιρετέοι– της νεανικής «εναλλακτικής» κουλτούρας στην Αθήνα των '90s, από ραδιοφωνικούς παραγωγούς, DJ's και promoters, μέχρι μέλη μουσικών σχημάτων και εμβληματικοί/ές bartenders στα ψαγμένα στέκια της εποχής.
Θα μπορούσαν να συμμετέχουν άλλοι τόσοι ή και πολύ περισσότεροι, καταθέτοντας τις μνήμες και τις απόψεις τους για τις μέρες, και κυρίως τις νύχτες, «κρασιού και ρόδων» εκείνης της δεκαετίας, και για όλα τα στοιχεία που έκαναν συναρπαστική την ζωή ενός εκλεκτού τμήματος της αθηναϊκής νεολαίας: την εξάπλωση του εναλλακτικού ροκ, την έκρηξη της ηλεκτρονικής μουσικής και της χορευτικής κουλτούρας, τα μαγαζιά, τα rave, τα πάρτι, τα drugs, τα φανζίν, το στυλ, την μόδα κλπ.
Θα μπορούσε να συζητηθούν κι άλλα σχετικά θέματα –όπως η επέλαση της «λαϊκοπόπ» διασκέδασης ή η εμφάνιση του «έντεχνου», φαινόμενα που εξαπλώθηκαν ραγδαία την ίδια εποχή– αλλά το επεισόδιο (διάρκειας πενήντα λεπτών περίπου) περιορίζεται στους τρόπους εισαγωγής και αφομοίωσης ξένων ιδιωμάτων και τάσεων.
Ομολογώ πάντως ότι από όλους τους συμμετέχοντες στο ντοκιμαντέρ, παρότι διαφωνώ οριζοντίως και καθέτως με την πλήρη απόρριψη εκ μέρους του της χορευτικής/ηλεκτρονικής μουσικής και κουλτούρας, πιο πολύ μου έμειναν κάποιες κοφτές αλλά γλαφυρές ατάκες του διευθυντή του αειθαλούς Metal Hammer, Κώστα Χρονόπουλου, ο οποίος εμφανίζεται στην αρχή του επεισοδίου να απορρίπτει κάθε νοσταλγική προδιάθεση για τα «ευδαιμονικά» '90s («μακελευόταν και τότε η υφήλιος με πολύ άσχημο τρόπο»), ενώ αργότερα, αναφερόμενος σε ανοίκειες προς τον ίδιον μουσικές τάσεις και καταστάσεις εκείνης της εποχής, κάνει λόγο για ιδιώματα και φυλές που «παρίσταναν τη νεκρή φύση».