Είναι αξιοπερίεργο το πώς μια τόσο διάσημη, πληθωρική, αμφιλεγόμενη, κινηματογραφική και μυθική (παρά – ή εξαιτίας – τις τόσες αδυναμίες και τα τόσα «σακατιλίκια») φιγούρα όπως ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα, έχει μάλλον ατυχήσει ως ήρωας ντοκιμαντέρ, επιφανών μάλιστα δημιουργών. Η πρόσφατη ταινία του Ασίφ Καπάντια (ιδανικού διαχειριστή υπάρχοντος υλικού όπως είχε αποδείξει με την συγκλονιστική ταινία του για τον αείμνηστο Άιρτον Σένα), η οποία οδεύει υποτίθεται και για τα προσεχή Όσκαρ, είχε τίτλο "Diego Maradona", αλλά ελάχιστα έως καθόλου μας διαφώτισε για τις πολυσύνθετες πτυχές της προσωπικότητας και της ψυχοσύνθεσης του μεγαλύτερου ίσως (με την μπάλα «κάτω») ποδοσφαιριστή όλων των εποχών, και σίγουρα του πιο πολυσυζητημένου – για εξωγηπεδικούς κυρίως λόγους.
Επικεντρωμένη στα χρόνια που πέρασε ο Μαραντόνα στη Νάπολι, η ταινία του Καπάντια σπατάλησε το πλούσιο υλικό που διέθετε αλλά και το απείρως ενδιαφέρον πλαίσιο (δεκαετία του '80, Καμόρα, Ιταλικός Νότος, εισαγωγή του Ντιέγκο στον εθισμό του στην κόκα) και έμοιαζε να απευθύνεται αποκλειστικά σε Αμερικανούς ή τέλος πάντων σε «άμπαλο» κοινό που δεν είχε παρά μόνο μια αμυδρή, επιφανειακή και «γραφική» ιδέα για την τροχιά που έχει διαγράψει εντός και εκτός γηπέδων ο 59χρονος πρώην ποδοσφαιριστής και νυν προπονητής. 59 χρονών... Δεν έχει κλείσει ακόμα τα εξήντα και έχει κανείς την αίσθηση (ειδικά όσοι τον θυμόμαστε από πάντα σχεδόν) ότι έχει ζήσει δεκαπέντε ζωές, παρότι έχει φτάσει κάποιες φορές πολύ κοντά στο να εγκαταλείψει πρόωρα τα εγκόσμια.
Καμιά ταινία, είτε ντοκιμαντέρ είτε μυθοπλασία, δεν μπορεί να είναι πιο παράξενη, συναρπαστική αλλά και κωμικοτραγική (όταν δεν είναι απλά τραγική) από τη ζωή του Ντιέγκο.
Απείρως πιο ενδιαφέρουσα και πολύ πιο κοντά στην ανταριασμένη ψυχοσύνθεση του πρωταγωνιστή της ήταν εκείνο το εντελώς ιδιοσυγκρασιακό ντοκιμαντέρ που είχε γυρίσει ο Κουστουρίτσα προ δεκαετίας ("Maradona" ή πιο σωστά "Maradona by Kusturica", 2008) παρότι έμοιαζε κι αυτό να εγκαταλείπει την προσπάθεια να φτάσει στον «αληθινό» (ό,τι κι αν μπορεί να σημαίνει αυτό) Μαραντόνα, αναγνωρίζοντας ότι καμιά ταινία, είτε ντοκιμαντέρ είτε μυθοπλασία, δεν μπορεί να είναι πιο παράξενη, συναρπαστική αλλά και κωμικοτραγική (όταν δεν είναι απλά τραγική) από τη ζωή του Ντιέγκο.
Κι όμως, αυτή η μίνι σειρά επτά ημίωρων επεισοδίων παραγωγής Netflix σχεδόν το καταφέρνει και σίγουρα μας προσφέρει την πιο οικεία ματιά που θα μπορούσαμε να έχουμε στη σημερινή (περσινή έστω) κατάσταση του Ντιέγκο Μαραντόνα. Η σειρά (η ταινία τέλος πάντων, δομημένη σε επτά κεφάλαια) που σκηνοθέτησε ο Angus Macqueen, τον ακολουθεί στη μεξικανική εποποιία του την αγωνιστική περίοδο 2018/2019 ως προπονητή της ποδοσφαιρικής ομάδας των Dorados, με έδρα το Κουλιακάν της πολιτείας Σιναλόα.
Ναι λοιπόν, ο Ντιέγκο Μαραντόνα με τα διάφορα προβλήματα υγείας (που δεν κρύβει η σειρά, αντιθέτως), αφού έκλεψε τα φώτα της διασημότητας στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ρωσίας με τις εξαλλοσύνες στις κερκίδες, τα κωλοδάχτυλα και εν τέλει τη μεταφορά του στο πρώτο βοηθειών, αποφάσισε σα να είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο (μπορεί και να είναι τελικά) όχι μόνο να εργαστεί ως προπονητής σε ομάδα β' κατηγορίας στο Μεξικό αλλά η ομάδα αυτή να έχει έδρα την καρδιά του πιο τρομερού καρτέλ ναρκωτικών στην αμερικανική ήπειρο, στην πατρίδα του «Ελ Τσάπο». Ο Μαραντόνα με τον χρόνιο εθισμό του στην κοκαΐνη, στο οχυρό του καρτέλ της Σιναλόα. Έτσι και το πρότεινε αυτό κανείς ως ιδέα για σινεμά μυθοπλασίας, θα τον πέταγαν έξω οι παραγωγοί ως αμετάκλητα «καμένο» και φαντασιόπληκτο.
Προφανώς και δεν ήταν λίγοι αυτοί που έμειναν κάγκελο ή κάγχασαν σαρκαστικά με αυτή την είδηση – και όχι μόνο στα διεθνή μέσα, αλλά και μέσα στην πόλη του Κουλιακάν όπου ελάχιστοι πίστευαν τότε ότι ένας τέτοιος απόλυτος σούπερ σταρ και σόουμαν, κορυφαίος ποδοσφαιριστής αλλά επεισοδιακά αποτυχημένος προπονητής, με τόσα εμφανή ζητήματα υγείας και με τόσο ανεξέλεγκτο ταπεραμέντο, θα μπορούσε να αποσπάσει την ομάδα από την τελευταία θέση της βαθμολογίας που βρισκόταν πριν από τον ερχομό του κοντόχοντρου Μεσσία.
Κόλπο δημοσίων σχέσεων, είπαν κάποιοι, άλλη μια αρπαχτή (δεν έχει κάνει και λίγες εδώ που τα λέμε) του Ντιέγκο και της κουστωδίας του, άλλο ένα νταραβέρι που θα ωφελήσει τους παράγοντες και θα αφήσει τους οπαδούς μόνο με την παρηγοριά ότι κάποτε βρέθηκε στην ομάδα τους ένας Θεός της μπάλας. Ο πιο κοντινός διάσημος που είχε περάσει από την ομάδα (όπως μας υπενθυμίζει η σειρά) ήταν ο Πεπ Γκουαρντιόλα –εξαιρετικός ποδοσφαιριστής αλλά απείρως πιο επιφανής εδώ και χρόνια ως προπονητής– στα τελειώματα της καριέρας του ως παίκτης. Κάτι παίζεται στο Κουλιακάν (εκτός της ακραίας εγκληματικής δράσης), δεν μπορεί να ελκύει έτσι άσχετα τόσο γνωστές προσωπικότητες.
Ο πρόεδρος της ομάδας Αντόνιο Νούνιεζ πάντως (ένας από τους κεντρικούς χαρακτήρες της σειράς του Netflix) φαίνεται να ήξερε τι έκανε (οι σπόνσορες ξεπετάχτηκαν από παντού ξαφνικά) και σίγουρα φαίνεται να γνωρίζει ότι το πιο σημαντικό στην εποχή μας είναι το αφήγημα που πουλάς. Ο στόχος του πάντως, όπως τον περιγράφει ο ίδιος ήταν πάνω απ΄ όλα να «πατά κάποιος τη λέξη "Κουλιακάν" στο Google και να μη βγαίνουν πια φόνοι και βία και καρτέλ, αλλά η υπέρβαση της ομάδας του υπό τις οδηγίες του Ντιέγκο Μαραντόνα».
Και επειδή μιλάμε για τον Μαραντόνα, που μπορεί ανά πάσα στιγμή να τα κάνει όλα «πουτάνα» αλλά επίσης μπορεί να τα κάνει όλα να μοιάζουν με σινεμά ή με ποδοσφαιρικό κόμικ εν προκειμένω, ο πρόεδρος δικαιώνεται.
Περισσότερο όμως από την υπερβατική πορεία μιας ομάδας με πνευματικό ηγέτη και πατρική φιγούρα τον Μαραντόνα (άλλοτε λειτουργεί σαν πραγματικός προπονητής και άλλοτε σαν ολόγραμμα), η σειρά μας δείχνει –όσο γίνεται και όσο επιτρέπει ο ίδιος– μια γνήσια εκδοχή του Ντιέγκο λίγο πριν από τα 60 (ευάλωτου, ατίθασου, κλονισμένου, ταπεινόφρονος, αθεράπευτα κακομαθημένου αλλά και αθεράπευτα σεντιμεντάλ) μέσω μιας σειράς από ανεκτίμητες βινιέτες και ενός εξαιρετικού καστ αληθινών χαρακτήρων που πλαισιώνει τον κεντρικό ήρωα σε ένα ακόμα απίστευτο αλλά πραγματικό κεφάλαιο μιας εξωπραγματικής ζωής. «Ο Μαραντόνα στο Μεξικό», ναι, αλλά κυρίως ο Μαραντόνα στο ένδοξο comedown του.