Μια από τις πιο ιστορικές εφημερίδες σε παγκόσμιο επίπεδο, οι New York Times, φαίνεται πως ξεκινά τη συζήτηση για τη δημοσιογραφία της νέας εποχής.
Μία εσωτερική έρευνα στους New York Times διεξάγεται αυτή την περίοδο, προκειμένου να αποκαλύψει το αν και πώς έχουν διαρρεύσει πληροφορίες της εφημερίδας σε ανταγωνιστές της, αναφορικά με τον πόλεμο στη Γάζα.
Με το θέμα ασχολείται με εκτενές άρθρο η Wall Street Journal, που επισημαίνει πως τις τελευταίες εβδομάδες, η Charlotte Behrendt, κορυφαία συντάκτρια των Times, υπεύθυνη για τη διερεύνηση ζητημάτων στο χώρο εργασίας στο newsroom των New York Times, έχει καλέσει σχεδόν 20 υπαλλήλους σε προσωπικές συνεντεύξεις, προκειμένου να διευκρινίσει εάν το προσωπικό της εφημερίδας διέρρευσε εμπιστευτικές πληροφορίες για την κάλυψη του πολέμου στη Γάζα σε άλλο μέσο ενημέρωσης.
Πρόκειται για την πιο πρόσφατη εσωτερική κρίση στους New York Times, μια εφημερίδα με δέκα εκατομμύρια συνδρομητές, καθώς η διοίκηση μέχρι πρόσφατα βρισκόταν σε διαμάχη με «φατρίες», όπως τις ονομάζει η Wall Street Journal, της δημοσιογραφικής αίθουσας σχετικά με την κάλυψη ευαίσθητων θεμάτων όπως η κοινότητα των τρανς και η κοινωνική δικαιοσύνη στις ΗΠΑ. Ο πόλεμος στη Γάζα ήταν ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο σημείο, ειδικά αναφορικά με ένα άρθρο της εφημερίδας το οποίο αποκάλυψε ότι η Χαμάς χρησιμοποίησε ως όπλο τη σεξουαλική βία στις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου στο Ισραήλ. Μερικοί υπάλληλοι των New York Times αμφισβήτησαν το ρεπορτάζ πίσω από το άρθρο αυτό και ισχυρίστηκαν ότι τα δεινά των κατοίκων της Γάζας δεν τραβούν την ίδια προσοχή. Οι επικεφαλής των Times δήλωσαν πάντως ότι επιμένουν στο ρεπορτάζ.
Η εσωτερική έρευνα στην εφημερίδα είχε σκοπό να ανακαλύψει ποιος διέρρευσε πληροφορίες σχετικά με ένα προγραμματισμένο επεισόδιο podcast σχετικά με το άρθρο αυτό. Αλλά η επιμονή εκ μέρους της Διοίκησης, ο τρόπος με τον οποίο διεξάγεται η έρευνα και το εύρος της, υποδηλώνουν ότι η ηγεσία των Times, μετά από χρόνια διαμάχης με το εργατικό δυναμικό της για διάφορα θέματα σχετικά με τη δημοσιογραφική δεοντολογία και ακεραιότητα, στέλνει ένα μήνυμα: Αρκετά.
Είναι χαρακτηριστική η θέση που δηλώνει ο Τζο Καν, executive editor των New York Times: «Η ιδέα ότι κάποιος ασχολείται τόσο πολύ με το θέμα, βρίσκει κάτι που θεωρεί ότι μπορεί να είναι ενδιαφέρον ή επιζήμιο για τη συγκεκριμένη ιστορία, και στη συνέχεια το δίνει σε ανθρώπους έξω, φαίνεται σε εμένα και τους συναδέλφους μου σαν μια κατάρρευση της εμπιστοσύνης και της συνεργασίας που είναι απαραίτητες στη διαδικασία σύνταξης ενός Μέσου», δήλωσε και συμπλήρωσε: «Δεν το έχω ξαναδεί αυτό».
Οι Times αποτελούν ένα εκ των κορυφαίων Μέσων Ενημέρωσης στον κόσμο, καθώς οι περισσότεροι από 10 εκατομμύρια συνδρομητές τους πληρώνουν μεταξύ άλλων και για εφαρμογές μαγειρικής και παιχνιδιών. Όμως, ενώ η επιχείρηση ανθίζει, η κουλτούρα των New York Times βρίσκεται υπό πίεση.
Όπως σημειώνει η Wall Street Journal στο αφιέρωμά της, πρόκειται για ένα ζήτημα που απασχολεί τον επιχειρηματικό κόσμο ευρέως: «Από πολλές απόψεις, είναι μια ιστορία γνωστή σε μεγάλες και μικρές εταιρείες σε όλη την Αμερική, καθώς τα αφεντικά αγωνίζονται να ενσωματώσουν μια νέα γενιά εργαζομένων με διαφορετικές προσδοκίες για το πώς θα συνδυάζονται οι δουλειές και η προσωπική τους ζωή – και των οποίων οι κοινωνικές αξίες που βρίσκονται υπό εξέλιξη, μπορούν να σπείρουν διχόνοια στον εργασιακό χώρο».
Ειδικά για τους Times, όμως, τα θέματα αυτά έχουν εξαιρετική σπουδαιότητα, καθώς η εφημερίδα υπερηφανεύεται πως καθιερώνει πρότυπα στην αμερικανική δημοσιογραφία. Οι επικεφαλής του newsroom των New York Times, που ανησυχούν ότι ορισμένοι δημοσιογράφοι της εφημερίδας διακυβεύουν την ουδετερότητά της και εφαρμόζουν «τεστ ιδεολογικής καθαρότητας» ως προς το πώς καλύπτονται τα θέματα, επιδιώκουν να χαράξουν μια γραμμή. Ο Καν σημείωσε ότι ο οργανισμός έχει προσλάβει πολλούς εργαζομένους με γνώσεις ψηφιακής τεχνολογίας, οι οποίοι ειδικεύονται σε τομείς όπως η ανάλυση δεδομένων, ο σχεδιασμός και η μηχανική προϊόντων, αλλά δεν έχουν εκπαιδευτεί στην ανεξάρτητη δημοσιογραφία. Ο ίδιος επισημαίνει ένα ακόμα ζήτημα:
«Οι νέοι που προέρχονται από το εκπαιδευτικό σύστημα είναι λιγότερο συνηθισμένοι σε αυτού του είδους την ανοιχτή συζήτηση, αυτού του είδους την έντονη ανταλλαγή απόψεων για θέματα, τα οποία τους ενδιαφέρουν πολύ» είπε ο ίδιος, προσθέτοντας ότι «Το βάρος βαρύνει τους Times να ενσταλάξουν αξίες όπως η ανεξαρτησία στους υπαλλήλους τους».
Ο Καν είπε ακόμα ότι η ανταλλαγή απόψεων και η διαφωνία μέσα στην αίθουσας σύνταξης είναι υγιές φαινόμενο και επιβάλλεται οι δημοσιογράφοι να αμφισβητούν ο ένας τα επιχειρήματα του άλλου και να συζητούν εάν η κάλυψη ενός θέματος είναι δίκαιη, ολοκληρωμένη και εμπεριστατωμένη. Ωστόσο, επισήμανε πως η διαφορά με το συγκεκριμένο άρθρο για τη Χαμάς και τη σεξουαλική βία, που γράφτηκε στα τέλη Δεκεμβρίου από τον βετεράνο ανταποκριτή Τζέφρι Γκέτλεμαν και δύο free lancers δημοσιογράφους, είναι πως η διαφωνία μέρους του newsroom ξεπέρασε τα όρια όταν κοινοποιήθηκε εμπιστευτικό προϊόν των Times έξω από την αίθουσα σύνταξης. Η αναφορά έχει να κάνει με άρθρο του μη κερδοσκοπικού ειδησεογραφικού οργανισμού Intercept, το οποίο ανέφερε ότι το επεισόδιο του podcast των New York Times «μπήκε στο ράφι» χωρίς να προβληθεί. Στο άρθρο αποκαλύπτονταν και λεπτομέρειες από τις εσωτερικές συζητήσεις στην εφημερίδα.
Ορισμένα στελέχη των Times είπαν ότι η έρευνα ήταν δικαιολογημένη. Ωστόσο, άλλοι είπαν ότι η Διοίκηση το «τραβάει» πολύ μακριά. Σύμφωνα με πληροφορίες, ένας από τους δικηγόρους που έχουν αναλάβει την έρευνα, ζήτησε τα ονόματα όσων συμμετείχαν σε συζητήσεις αμφισβήτησης του επίμαχου άρθρου, όπως δήλωσαν πρόσωπα που γνωρίζουν τις συνεντεύξεις. Τουλάχιστον μία «συνέντευξη» από αυτές στο πλαίσιο της έρευνας, διήρκεσε περισσότερο από μία ώρα.
Ένας εργαζόμενος των New York Times παραπονέθηκε για το επίμαχο άρθρο για τη Χαμάς με επιστολή προς το τμήμα Standards, ένα επίσημο κανάλι για την έκφραση εσωτερικών ανησυχιών σχετικά με τη δημοσιογραφία των Times. Ο συγκεκριμένος δικηγόρος, ο οποίος είχε λάβει την επιστολή από άλλη πηγή, κάλεσε αργότερα τον συγγραφέα της για ανάκριση. Στη συνέντευξη μάλιστα, τον ρώτησε αν κάποιος άλλος τον βοήθησε να γράψει την επιστολή, αλλά και για την επικοινωνία με εργαζόμενο στο podcast που δεν προβλήθηκε.
Η Stacy Cowley, μια ρεπόρτερ και στέλεχος του συνδικάτου των New York Times που συμμετείχε σε συνεντεύξεις ως εκπρόσωπος των εργαζομένων, είπε: «Αντί να τους παίρνει στα σοβαρά, η εταιρεία στρέφεται και εκφοβίζει αυτή την ομάδα εργαζομένων, επιβάλλοντας εμμέσως όρους σιωπής». Το συνδικάτο έχει καταθέσει επίσημα παράπονο σχετικά με το ότι η εταιρεία στόχευε μια ομάδα στελεχών αραβικής και μεσανατολικής καταγωγής. Οι επικεφαλής των Times δήλωσαν πως οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί είναι ψευδείς.
Η κάλυψη του πολέμου Ισραήλ-Χαμάς στη Γάζα έχει προκαλέσει εντάσεις στους Times, με ορισμένους δημοσιογράφους να λένε ότι το έργο της εφημερίδας «γέρνει» υπέρ του Ισραήλ και άλλους να διαφωνούν κατηγορηματικά με αυτόν τον ισχυρισμό, σύμφωνα με πηγές που γνωρίζουν την κατάσταση. Η ένταση οδήγησε και σε κατηγορίες για μεροληψία και αθέμιτες πρακτικές μεταξύ των ρεπόρτερ και των συντακτών, αναγκάζοντας τη Διοίκηση να «κάνει τον διαιτητή» επανειλημμένως.
«Ακριβώς όπως και μεταξύ των αναγνωστών μας μας αυτή τη στιγμή, υπάρχουν πραγματικά πολύ δυνατά πάθη για αυτό το θέμα και όχι τόσο μεγάλη προθυμία να εξερευνήσουμε πραγματικά την οπτική των ανθρώπων που βρίσκονται στην άλλη πλευρά του χάσματος» σχολίασε ο Καν, προσθέτοντας ότι είναι πολύ δύσκολο, οι δημοσιογράφοι «να βάζουν τη δέσμευσή τους στην αδέσμευτη δημοσιογραφία πάνω από τις δικές τους, προσωπικές απόψεις».
Το περασμένο φθινόπωρο, στελέχη των Times που κάλυπταν τον πόλεμο είχαν μια έντονη διαμάχη σε μια ομαδική συνομιλία στο WhatsApp σχετικά με τη δημοσίευση για το νοσοκομείο Αλ-Σίφα στη Γάζα, το οποίο το Ισραήλ ισχυρίστηκε ότι ήταν κέντρο διοίκησης και ελέγχου της Χαμάς. Καθώς το Ισραήλ εισέβαλε στο νοσοκομείο, οι γιατροί εκεί αμφισβήτησαν τους ισχυρισμούς του Τελ Αβίβ ότι συντόνιζε την εκκένωση πρόωρων μωρών. Όταν ένας δημοσιογράφος των Times στη συνομιλία ρώτησε αν οι πληροφορίες που προέρχονται από τους γιατρούς θα μπορούσαν να θεωρούνται αξιόπιστες, ένας άλλος απάντησε: «Ταυτίζετε κάθε γιατρό στο Αλ-Σίφα με τη Χαμάς;».
Ο πρώτος δημοσιογράφος χαρακτήρισε την απάντηση «παλιό κόλπο» που είχε σκοπό να αποδώσει σε έναν σκεπτικιστή «κάποια απόχρωση ρατσισμού ή σοβινισμού» για να «τον βάλει σε θέση άμυνας». Ο γνωστός συντάκτης Philip Pan παρενέβη αργότερα, λέγοντας ότι η συνομιλία στο WhatsApp -στη χειρότερη περίπτωση ένα «τεταμένο φόρουμ όπου οι ερωτήσεις και τα σχόλια μπορεί να φαίνονται πολύ κατηγορηματικά»- θα έπρεπε να είναι για την ανταλλαγή πληροφοριών, όχι για τη φιλοξενία απόψεων. «Πρέπει να κάνουμε καλύτερη δουλειά, επικοινωνώντας μεταξύ μας καθώς μεταφέρουμε ειδήσεις, έτσι οι συζητήσεις μας είναι πιο παραγωγικές και οι διαφωνίες μας θα αποσπούν λιγότερο την προσοχή μας», έγραψε στη συνομιλία.
Ορισμένοι βετεράνοι των Times είπαν ότι η κριτική για το έργο της εφημερίδας -από εξωτερικές πηγές ή συναδέλφους- μπορεί να είναι υγιής. «Θα πρέπει να είμαστε ανοιχτοί στην κριτική, να σκεφτόμαστε τι σημαίνει η κάλυψή μας, χωρίς να επιτρέψουμε να διακυβευτεί η ανεξαρτησία μας», δήλωσε ο Peter Baker, επικεφαλής ανταποκριτής του Λευκού Οίκου στους Times, σε πρόσφατη συνέντευξή του. «Η εύρεση αυτού του ‘μεσαίου χώρου’ είναι μια τεράστια πρόκληση, ιδιαίτερα σε αυτήν την εποχή της πόλωσης και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και του πολύ δυνατού λόγου».
Οι Times δεν είναι ο μόνος ειδησεογραφικός οργανισμός όπου οι εργαζόμενοι εκφράζουν πιο έντονα τα παράπονά τους σχετικά με την κάλυψη και τις πρακτικές που ακολουθούνται στον χώρο εργασίας. Η κάλυψη του πολέμου στη Λωρίδα της Γάζας έχει επίσης τροφοδοτήσει εντάσεις στη Wall Street Journal – αναφέρει η ίδια η εφημερίδα στο άρθρο για τους New York Times - με ορισμένους δημοσιογράφους σε να διαμαρτύρονται ότι η κάλυψη είναι μεροληπτική και είτε ευνοεί το Ισραήλ είτε τους Παλαιστίνιους.
Παρά την αναταραχή αυτή αναφορικά με την κουλτούρα του οργανισμού, όμως, η επιχείρηση των Times συνεχίζει να μεγαλώνει. Η εταιρεία ενέγραψε 300.000 συνδρομητές το τελευταίο τρίμηνο. Εν τούτοις, οι συζητήσεις συνεχίζουν να τονίζουν πως η εμπιστοσύνη των αναγνωστών κινδυνεύει. Μερικοί δημοσιογράφοι, συμπεριλαμβανομένων εργαζόμενων των Times, επικρίνουν τις δημοσιογραφικές αξίες όπως η αμεροληψία, ενώ ασπάζονται «ένα διαφορετικό μοντέλο δημοσιογραφίας, που καθοδηγείται από την προσωπική οπτική και εμψυχώνεται από προσωπική πεποίθηση».
Ο εκδότης των Times, ο 43χρονος A.G. Sulzberger, λέει ωστόσο ότι η εμπιστοσύνη των αναγνωστών διακυβεύεται. Ορισμένοι δημοσιογράφοι, μεταξύ άλλων και στους Times, επικρίνουν δημοσιογραφικές παραδόσεις όπως η αμεροληψία, ενώ υιοθετούν «ένα διαφορετικό μοντέλο δημοσιογραφίας, ένα μοντέλο που καθοδηγείται από την προσωπική προοπτική και εμψυχώνεται από προσωπικές πεποιθήσεις», έγραψε ο Sulzberger σε ένα δοκίμιο 12.000 λέξεων πέρυσι στο Columbia Journalism Review.
Ο Sulzberger έδωσε το πράσινο φως για μια «ομάδα εμπιστοσύνης», μια ομάδα που επικεντρώνεται στις προσπάθειες για τη βελτίωση της εμπιστοσύνης των αναγνωστών στα ρεπορτάζ των NYT. Η ομάδα βρίσκεται πίσω από νέα χαρακτηριστικά του μέσου που, μεταξύ άλλων, εξηγούν γιατί οι Times χρησιμοποιούν ανώνυμες πηγές και βίντεο με δημοσιογράφους που συζητούν για τη δουλειά τους.
Παρά τις κινήσεις αυτές, η NewsGuard, ένας οργανισμός που αξιολογεί την αξιοπιστία των ειδησεογραφικών ιστότοπων, μείωσε τον Φεβρουάριο τη βαθμολογία των Times από το μέγιστο 100 σε 87,5 - λέγοντας ότι δεν έχει αρκετά σαφή διαχωρισμό μεταξύ ειδήσεων και γνώμης.
Παρά τις κινήσεις αυτές, η NewsGuard -ένας οργανισμός που αξιολογεί την αξιοπιστία των ειδησεογραφικών ιστότοπων- μείωσε τον Φεβρουάριο τη βαθμολογία των Times από το μέγιστο 100 σε 87,5 - λέγοντας ότι δεν έχει αρκετά σαφή διαχωρισμό μεταξύ ειδήσεων και γνώμης. «Τα πρότυπα και οι διαδικασίες μας είναι από τα πιο ισχυρά και αυστηρά από οποιονδήποτε ειδησεογραφικό οργανισμό στη χώρα. Τίποτα δεν έχει αλλάξει στον τρόπο με τον οποίο χαρακτηρίζουμε την ειδησεογραφική μας κάλυψη και την κάλυψη της γνώμης», δήλωσε εκπρόσωπος των ΝΥΤ.
«Σπόρος» ακτιβισμού μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ
Η σημερινή δυναμική στους Times χρονολογείται από το 2020, όταν ένας «σπόρος» ακτιβισμού των εργαζομένων ρίζωσε μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ. Τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς, το προσωπικό αντέδρασε οργανωμένα για τη δημοσίευση ενός άρθρου του Ρεπουμπλικανού γερουσιαστή Τομ Κότον με τίτλο «Send In The Troops», το οποίο πρότεινε ο αμερικανικός στρατός να καταστείλει τις διαμαρτυρίες. Ορισμένοι υπάλληλοι είπαν ότι αυτό τους έκανε να αισθάνονται ανασφαλείς.
Μέσα σε λίγες ημέρες οι Times διαχώρισαν τη θέση τους με τον επικεφαλής των κυρίων άρθρων Τζέιμς Μπένετ. Σε μια πρόσφατη περιγραφή των γεγονότων αυτών στο Economist, ο Μπένετ είπε ότι ο Sulzberger υποστήριξε την απόφαση να το δημοσιεύσει και δήλωσε ότι αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Ο Sulzberger δήλωσε ότι αμφισβητεί το αφήγημα του Μπένετ.
Η εταιρεία δήλωσε ότι διενήργησε επανεξέταση μετά τη δημοσίευση του άρθρου και διαπίστωσε ότι «το ίδιο το άρθρο και η σειρά των αποφάσεων που οδήγησαν στη δημοσίευσή του δεν άντεξαν τον έλεγχο», σύμφωνα με εκπρόσωπο των Times.
Ενθαρρυμένοι από την εξέλιξη της υπόθεσης Μπένετ, οι εργαζόμενοι ύψωσαν τη φωνή τους ξανά σε πολλές περιπτώσεις, πιέζοντας να απομακρύνουν συναδέλφους που θεωρούσαν ότι είχαν εμπλακεί σε δημοσιογραφικό ή εργασιακό παράπτωμα.
Το 2019, ο Donald G. McNeil Jr., ένας σταρ ρεπόρτερ επιστημών και υγείας, διερευνήθηκε εσωτερικά λόγω ισχυρισμών ότι είχε χρησιμοποιήσει ρατσιστικές εκφράσεις κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στο Περού για μαθητές γυμνασίου που χρηματοδοτούσαν οι NYT. Δύο χρόνια αργότερα, ανακαλώντας τα γεγονότα σε μια ανάρτηση στο Medium, ο McNeil δήλωσε ότι επανέλαβε τη λέξη «νέγρος» ενώ μιλούσε σε έναν μαθητή για τη χρήση του χαρακτηρισμού από έναν συμμαθητή του.
Ο τότε εκδότης Ντιν Μπάκετ, είπε στο προσωπικό των Times ότι ενώ ο McNeil «επέδειξε εξαιρετικά κακή κρίση» του δόθηκε μια δεύτερη ευκαιρία επειδή «δεν μου φάνηκε ότι οι προθέσεις του ήταν κακόβουλες ή απόρροια μίσους». Μετά από διαμαρτυρία 150 υπαλλήλων, οι δρόμοι των Times και του McNeil χωρίστηκαν οριστικά. «Ο Ντόναλντ δέχθηκε επίπληξη το 2019 και η ενδεχόμενη αποχώρησή του αφορούσε περισσότερα από ένα θέματα», διευκρίνισε εκπρόσωπος των Times.
Οι εργαζόμενοι έκαναν αισθητή τη φωνή τους στους Times. Ταυτόχρονα, ορισμένοι συντάκτες και δημοσιογράφοι ανησυχούσαν όλο και περισσότερο ότι ορισμένοι άφηναν τις προσωπικές τους απόψεις να τους υπαγορεύουν ποιες ιστορίες θα συνέχιζαν ή δεν θα συνέχιζαν.
Ένας τρόπος για να αντιμετωπιστεί αυτή η τάση ήταν η δημιουργία ενός νέου τομέα για τον δημοσιογράφο Μίκαελ Πάουελ, ο οποίος θα κάλυπτε θέματα σχετικά με την ελευθερία του λόγου και της έκφρασης. Ο Πάουελ δημιούργησε τη θεματική σε συντονισμό με την τότε αναπληρώτρια διευθύντρια σύνταξης Κάρολιν Ράιαν, η οποία είχε αναλάβει να διασφαλίσει την ανεξαρτησία στην αίθουσα σύνταξης.
Ένα πράγμα που παρατήρησε ο Πάουελ, όπως είπε, ήταν ότι παραμελούνταν η κάλυψη που αμφισβητούσε τις δημοφιλείς πολιτικές και πολιτιστικές πεποιθήσεις. «Είχαμε και οι δύο την αίσθηση ότι έπρεπε να γράψουμε με πολύ πιο συστηματικό τρόπο γι' αυτά τα θέματα που αφορούν την ταυτότητα, το φύλο, τον λόγο» δήλωσε ο Πάουελ για τις πρώτες συζητήσεις του με τη Ράιαν. «Το γεγονός ότι είχα τόσο πρόσφορο έδαφος, δεν ήταν καλό σημάδι» πρόσθεσε.
Ο Καν λέει ότι δεν εναπόκειται σε έναν μόνο δημοσιογράφο να κάνει αυτού του είδους τη δουλειά. «Είναι μια δέσμευση που έχει νόημα μόνο όταν υφίσταται σε κάθε έκφανση της αίθουσας σύνταξης», σημείωσε. Ο Πάουελ έφυγε πέρυσι για να ενταχθεί στο Atlantic, και οι Times διόρισαν πρόσφατα τον Τζέρεμι Πίτερς, ο οποίος κάλυπτε την πολιτική των μέσων ενημέρωσης.
Οι ανησυχίες της Διοίκησης σχετικά με την ανεξαρτησία εντάθηκαν τον Φεβρουάριο του 2023, όταν ορισμένοι συνεργάτες και το προσωπικό των ΝΥΤ υπέγραψαν μια ανοιχτή επιστολή προς τον συντάκτη δημοσιογραφικών προτύπων των Times, στην οποία εξέθεσαν τα παράπονά τους σχετικά με την κάλυψη των θεμάτων σχετικά με την ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα.
Η επιστολή, που υπογράφηκε από περισσότερους από 1.000 συνεργάτες των New York Times, συμπεριλαμβανομένου ενός μικρού αριθμού εργαζομένων πλήρους απασχόλησης, επέκρινε τον χαρακτηρισμό των τρανς ατόμων στο άρθρο «Η μάχη για τη θεραπεία φύλου» και τη διαμόρφωση του άρθρου «Όταν οι μαθητές αλλάζουν ταυτότητα φύλου και οι γονείς δεν το γνωρίζουν». Την ίδια ημέρα, η Glaad, μια μη κερδοσκοπική οργάνωση υπεράσπισης των ΛΟΑΤΚΙ+, έστειλε παρόμοια επιστολή διαμαρτυρίας.
Ο Καν, ο οποίος διαδέχθηκε τον Μπάκετ στη θέση του γενικού διευθυντή τον Ιούνιο του 2022, και η αρθρογράφος γνώμης Kathleen Kingsbury δήλωσαν σε επιστολή τους προς τους εργαζομένους ότι δεν θα ανεχθούν τη συμμετοχή δημοσιογράφων των Times σε διαμαρτυρίες ή επιθέσεις προς συναδέλφους.
Η Jazmine Hughes, συγγραφέας του New York Times Magazine, η οποία είχε υπογράψει την αίτηση για την κάλυψη των τρανς και είχε προειδοποιηθεί να μην το ξανακάνει, έφυγε μήνες αργότερα αφού υπέγραψε άλλη αίτηση από την ακτιβιστική οργάνωση Writers Against the War on Gaza. Η Hughes παραιτήθηκε «υπό πίεση», ανέφερε σε δήλωσή της τότε σε ενημερωτικό δελτίο του συνδικάτου. Ο Jake Silverstein, αρχισυντάκτης του περιοδικού των Times, περιέγραψε τις ενέργειές της ως «ξεκάθαρη παραβίαση της πολιτικής των Times σχετικά με τη δημόσια διαμαρτυρία».
Στην αίθουσα σύνταξης έχουν δημιουργηθεί διχασμοί σχετικά με τον ρόλο του συνδικάτου που εκπροσωπεί τους εργαζόμενους των NYT, του NewsGuild-CWA. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι έχει εμπλακεί με ακατάλληλο τρόπο σε συζητήσεις με τη Διοίκηση, μεταξύ άλλων και για τη δημοσιογραφική κάλυψη της τρανς κοινότητας και του πολέμου στη Γάζα.
Η κάλυψη της αμερικανικής πολιτικής χωρίς «προκαταλήψεις»
Σε ό,τι αφροά την κάλυψη της πολιτικής ειδησεογραφίας των ΗΠΑ, οι Times προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν την αντίληψη πολλών αναγνωστών ότι οι New York Times διακατέχονται από μια «φιλελεύθερη προκατάληψη». Αφού ο Ντόναλντ Τραμπ κέρδισε την αμερικανική προεδρία, η εφημερίδα αποφάσισε να στείλει δημοσιογράφους σε μέρη όπου ο Τραμπ αποδείχτηκε δημοφιλής, όπως το Πίτσμπουργκ και η ανατολική Αϊόβα. Σκοπός των δημοσιογραφικών αποστολών ήταν η σε βάθος ανάλυση των απόψεων σε όλη τη χώρα για θέματα όπως η μετανάστευση και το εμπόριο.
«Ψάχναμε να κατανοήσουμε καλύτερα τους ψηφοφόρους ή τους Αμερικανούς που μπορεί να είχαμε παραβλέψει, αλλά και να πείσουμε τους αναγνώστες ότι ενδιαφερόμαστε για τις απόψεις αυτών των ανθρώπων, καθώς και ότι πρέπει να διαβάζουν τους Times σε αυτά τα μέρη», δήλωσε ο δημοσιογράφος Trip Gabriel, που τότε εργαζόταν στο τμήμα εγχώριας ειδησεογραφίας.
Τον Ιανουάριο, ο Sulzberger μοιράστηκε τις σκέψεις του για την κάλυψη του Ντόναλντ Τραμπ κατά τη διάρκεια επίσκεψης στο γραφείο της Ουάσινγκτον. Ήταν επιτακτική ανάγκη να διατηρηθεί η κάλυψη του Τραμπ χωρίς συναισθήματα, είπε στους υπαλλήλους, σύμφωνα με ανθρώπους που συμμετείχαν στη σύσκεψη. Αναφέρθηκε στο άρθρο των Times, «Γιατί μια δεύτερη προεδρία Τραμπ μπορεί να είναι πιο ριζοσπαστική από την πρώτη του», των Charlie Savage, Jonathan Swan και Maggie Haberman, ως ένα καλό παράδειγμα κάλυψης βασισμένης στα γεγονότα και δίκαιης κάλυψης.
Ο Καν υπερασπίστηκε το γεγονός ότι οι ΝΥΤ επικεντρώθηκαν -όπως και άλλα μέσα ενημέρωσης- στην ηλικία του Τζο Μπάιντεν, παρά τις ανησυχίες ορισμένων δημοσιογράφων. «Αυτό που κάνετε είναι να κυνηγάτε κάθε ιστορία, να ακολουθείτε τα γεγονότα και να δίνετε στους αναγνώστες τις πληροφορίες που χρειάζονται για να πάρουν έξυπνες αποφάσεις», είπε.