Το βράδυ της 26ης Φεβρουαρίου ο πρώην καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, Δημήτρης Λιγνάδης, εξέρχεται φρουρούμενος από το γραφείο της 19ης τακτικής ανακρίτριας που έχει μόλις αποφασίσει την προφυλάκισή του, κάνοντας λόγο για «εμμονή, επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά και σταθερή εγκληματική ροπή του κατηγορουμένου στην τέλεση συναφών αδικημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας».
Η υπόθεσή έχει συγκλονίσει το πανελλήνιο και έχει προκαλέσει πολιτικό σεισμό με την ίδια την Υπουργό Πολιτισμού να τον αναφέρει σε ειδική συνέντευξη τύπου που παραχώρησε για το θέμα και μετά την παραίτησή του από τη καλλιτεχνική διεύθυνση του Εθνικού θεάτρου ως έναν «επικίνδυνο άνθρωπο». Η σύλληψη του Δημήτρη Λιγνάδη δε στηρίζεται στις μαρτυρίες των Νίκου Σ. και Βασίλη Κ. που έχουν δει το φως της δημοσιότητας και θεωρούνται παραγεγραμμένες, αλλά σε δύο μαρτυρίες νέων ανδρών που καταγγέλλουν αντίστοιχα ότι το 2010 και το 2015 ο Λιγνάδης τους βίασε, ενόσω ήταν ακόμη ανήλικοι.
Στην κάμερα της εκπομπής «Special Report» που μεταδόθηκε το βράδυ της Κυριακής 18 Απριλίου από τον ΑΝΤ1, ο Τάσος Τέλλογλου ανοίγει τον φάκελο της υπόθεσης που απασχολεί όσο λίγες την κοινή γνώμη. Στην κάμερα εμφανίζονται τρια πρόσωπα, ο 25χρονος Αλί Εϊντχάν ένας από τους δύο καταγγέλοντες, κάτοικος εξωτερικού τα τελευταία εννιά χρόνια, που εργάζεται ως σωφρονιστικός υπάλληλος στη Σουηδία, γεννήθηκε στην Ελλάδα από Αιγύπτιους γονείς και ήρθε στην Ελλάδα υπό άκρα μυστικότητα για να υποστηρίξει και δια ζώσης τη μήνυση του, ο Χρήστος Πέρρος, ο οποίος είναι λογοθεραπευτής και η Τζεφ Μοντάνα, διάσημο non-binary μοντέλο που διατηρούσε μακρόχρονη γνωριμία με τον Δημήτρη Λιγνάδη.Μιλούν ακόμη οι δικηγόροι Αλέξης Κούγιας, Γιάννης Βλάχος και Μαρία Κουρτέση και ο πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, Σπύρος Μπιμπίλας.
Όμως η συναίνεσή του, γιατί το κρίσιμο θέμα είναι αυτό, πρέπει να είναι έγκυρη. Να είναι γνήσια η συναίνεση. Αυτό θα κρίνει το δικαστήριο αν η συναίνεση την οποία θα επικαλεστεί ο φερόμενος ως δράστης ήταν μια έγκυρη συναίνεση. Ο νόμος είναι πολύ σαφής, αν το δικαστήριο καταλήξει ότι δεν υπήρχε συναίνεση αυτό θεωρείται βιασμός.
Τα τρία αυτά πρόσωπα, Εϊντχάν, Πέρρος και Μοντάνα, που αφηγούνται το χρονικό της σχέσης τους με τον Δημήτρη Λιγνάδη δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, αλλά ο θεατής μπορεί μέσα από τις αφηγήσεις τους να αναγνωρίσει ένα pattern συμπεριφοράς, τόσο από τους εμφανιζόμενους on camera, όσο και από τον τέως καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου.
«Ήμουνα 14 χρονών, πήγαινα δευτέρα γυμνασίου. Με άφησε ο πατέρας μου έξω από το σινεμά... Εκεί με πλησίασε (εννοεί τον Δημήτρη Λιγνάδη) και η στιχομυθία που ανταλλάξαμε ήταν πολύ τυπική, πώς σε λένε, τι κάνεις, γιατί είσαι εδώ, άρχισε να γίνεται πιο διαχυτικός... Εεε και τον έσπρωξα, νομίζω ότι τον έβρισα κιόλας και του λέω: τι κάνεις ακριβώς; Και μου κάνει έλα μην τα συζητάμε εδώ πέρα στον δρόμο. Δεν πάμε σπίτι μου να πιούμε ένα ουίσκι και να κάνουμε ένα τσιγάρο; Και λέω, τι ουίσκι και τσιγάρο; Του λέω είμαι 14 χρονών, εγώ δεν πίνω ουίσκι, πίνω γάλα το πρωί. Εεε, στη λέξη γάλα άστραψε το μάτι του αλλά άστραψε», λέει ο Χρήστος Πέρρος.
Ο Χρήστος Πέρρος συνάντησε ξανά τον Δ.Λ. όταν έγινε 18 ετών και έφτασε στην πόρτα της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου, για να μάθει σχετικά με τις εξετάσεις στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Όπως αφηγείται « εκεί συνάντησα πάλι τον εν λόγω ηθοποιό, ο οποίος με καλωσόρισε, βέβαια δεν κατάλαβε ότι ήμουν το ίδιο άτομο το οποίο είχε συναντήσει προ 4 ετών απέξω από το σινεμά. Ήτανε πολύ φιλικός, με ρώτησε κάποια πράγματα τύπου γιατί θέλω να γίνω ηθοποιός και ποιοι είναι οι αγαπημένοι μου πρωταγωνιστές. Και αφού ανταλλάξαμε και αυτή τη μικρή στιχομυθία μου πρότεινε να περάσω τις εξετάσεις του Εθνικού περνώντας ένα απόγευμα στο σπίτι του. Ακριβώς έτσι ήταν η ατάκα, ότι "θες να περάσεις ένα απόγευμα στο σπίτι μου και να δούμε πως... έτσι να περάσεις τις εξετάσεις χωρίς να δώσεις εξετάσεις;" Και λέω αα έτσι το έχετε εδώ πέρα; Δηλαδή οποιοσδήποτε άνθρωπος μπορεί να έρθει και περνώντας ένα απόγευμα στο σπίτι σας να φοιτήσει στο ευαγές ίδρυμά σας; Έτσι άμα είναι, έτσι δεν θα' θελα. Καθόλου να φοιτήσω στη σχολή σας και έφυγα».
Σύμφωνα με τον Χρήστο Πέρρο, η πολιορκία από τον Δ.Λ. συνεχίστηκε με παρενοχλήσεις φτάνοντας έξω από το σπίτι που έμενε με την οικογένειά του και προτάσεις και για σεξ με τρίτο πρόσωπο και μόνο όταν τον απείλησε ότι θα πάει στην αστυνομία «η ιστορία πήρε τέλος. «Πρέπει να ήτανε γύρω στον Ιούλιο, Αύγουστο του 2003. Το θυμάμαι γιατί ήταν πριν τελειώσω το σχολείο, δηλαδή ήμουν ανήλικος πάλι εγώ, ακόμα» λέει. Ο Χρήστος Πέρρος υποστηρίζει ότι «θεώρησα ότι κάπου έφταιγα και εγώ, κάτι έκανα, κάτι είπα ή κάτι δεν έκανα ή κάτι δεν είπα, το οποίο να τον βάλει στη θέση του. Εν πάσει περιπτώσει πάντως φόβος ήτανε σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό το συναίσθημα το οποίο με έκανε να μη μιλήσω τότε» ενώ έχει κάνει καταγγελία στο ΣΕΗ και έχει κάνει και μήνυση. όμως το αδίκημα θεωρείται παραγεγραμμένο. «Απλά περιμένω να με καλέσει η ανακρίτρια αν χρειαστεί την μαρτυρία μου ούτως ώστε να αναδείξει άλλες υποθέσεις» λέει.
Σύμφωνα με τον Αλί Εϊχντάν, στο Μεταξουργείο, ο ξάδελφός του γνώρισε τον Δημήτρη Λιγνάδη. Έναν γνωστό ηθοποιό και σκηνοθέτη που όπως λέει ρώταγε για νεαρά παιδιά που θέλουν να παίξουν στο θέατρο και να ασχοληθούν με την τέχνη. Και τότε ο Αλί έψαξε το προφίλ του Λιγνάδη στο Facebook. Ο Αλί ήταν 14 ετών και ήθελε να γίνει τραγουδιστής, ηθοποιός, να ζήσει το εφηβικό όνειρό του. «Το πρώτο μήνυμα που του έστειλα ήτανε "Γεια σας, θα έκανα εγώ για ηθοποιός;"... μου απάντησε απευθείας, μου είπε ότι "ναι, είσαι κούκλος" μου είπε, "είσαι πολύ όμορφος", ε και τέτοια κοπλιμέντα. Εγώ χάρηκα πάρα πολύ και ένιωσα σαν να άνοιξε μια πόρτα που θα πετύχαινα το όνειρό μου».
Σε μια επόμενη συνάντηση ο Δ.Λ. σύμφωνα με τον Αλί «έλεγε ότι είχε πάρα πολλές γνωριμίες, ότι γνωρίζει στον καλλιτεχνικό χώρο όλους τους ηθοποιούς, έβγαλε το κινητό του και μας είπε "μέσα σε αυτό το κινητό έχω όποιον αριθμό θέλεις, όλων των ηθοποιών και όλων των τραγουδιστών". Και και εγώ ένιωθα τέλεια, λέω αυτός τα έχει όλα». Σε άλλο σημείο λέει: «Εν τω μεταξύ εγώ τον είχα ρωτήσει κιόλας μέσω Facebook μια φορά εάν ήτανε γκέι. Και μου είχε πει όχι. Ε, και μου είπε εντάξει μου λέει, δεν πειράζει, εμείς είμαστε φίλοι, οι φίλοι οι ηθοποιοί σε αυτόν τον καλλιτεχνικό χώρο τέτοια πράγματα κάνουν, αυτές είναι πλάκες. Έτσι περνάμε καλά και εγώ δεν απάντησα, δεν μίλησα και σηκώθηκε και έφυγε».
Το βράδυ που καταγγέλλει ότι βιάστηκε ο Αλί δεν είχε υποψιαστεί ότι θα του συμβεί κάτι τέτοιο. Μάλιστα απαντά στον Τάσο Τέλλογλου, στην ερώτηση «Δεν πίστευες δηλαδή ότι μπορούσε να κάνει κάτι με το ζόρι;» απαντά: «Δεν το πίστευα. Ήταν δηλαδή ένας τέτοιος άνθρωπος σε αυτήν τη θέση τι ανάγκη έχει εμένα; Δεν με έχει ανάγκη σε οτιδήποτε. Δηλαδή αυτός αν ήθελε είτε κοπέλες είτε αγόρια, θα εβρισκε 1000 άτομα. Πόσοι θα τον ήθελαν; Και πήγα σπίτι του».
Ο Αλί καταγγέλλει ότι ο Δ.Λ. του έδωσε να πιεί και να καπνίσει και τον βίασε ενώ ήταν ναρκωμένος. Ο νεαρός άντρας περιγράφει με σοκαριστικό τρόπο αυτά που θυμάται, αλλά και το ξύπνημά του το επόμενο πρωί όταν τράπηκε κυριολεκτικά σε «άτακτη φυγή» από σπίτι του σκηνοθέτη. Για το περιστατικό δε μίλησε ποτέ σε κανέναν από ντροπή και ενοχές.
Λίγες μέρες αργότερα επικοινώνησαν ξανά και ο Δ.Λ. φέρθηκε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. «Και τον απείλησα. Και όταν τον απείλησα ότι θα τον καταγγείλω στις αρχές, μου είπε "μην το κάνεις", σαν να ήθελε να κλάψει την ώρα που το έλεγε.Γιατί μου λέει "έχω καρκίνο του λάρυγγα. Και θα πεθάνω". Εγώ εκείνη την στιγμή δεν είπα τίποτα και του κάνω απλά μη με ξαναπάρεις τηλέφωνο. Μη μου ξαναμιλήσεις. Και το κλείσαμε. Επί πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα αυτό με είχε επηρεάσει γιατί ένιωθα, ένιωθα άσχημα για τον εαυτό μου. Ένιωθα άσχημα ότι πέρασα αυτό το πράγμα. Δεν ήτανε το νόημα να περάσω αυτό εδώ όταν εγώ ήθελα κάτι τελείως διαφορετικό. Εγώ ήθελα να κάνω κάτι καλό για τον εαυτό μου αλλά έγινε ακριβώς το αντίθετο. Κάτι πολύ κακό. Και έχει μείνει. Με επηρέασε πάρα πάρα πολύ τα προηγούμενα χρόνια σε αυτήν την ηλικία» λέει ο Αλί.
«Τι θα έλεγα;», λέει σε άλλο σημείο ο Αλί. Ήμουνα και πολύ μικρός, πώς να το εξηγήσω; Όταν σε αυτή την ηλικία, εγώ ο ίδιος δεν είχα κάνει ποτέ τίποτα. Δεν μίλαγα με κανέναν, το κατάπια μέσα μου βαθιά. Και προσπάθησα να επιζήσω με αυτό χωρίς κανενός τη βοήθεια. Δεν ήθελα, δεν ξέρω, δεν ξέρω πως, εκείνη την περίοδο δεν ξέρω πως θα αντιδρούσαν οι δικοί μου αν το έλεγα στους δικούς μου. Βασικά ξέρω πως θα αντιδρούσαν, θα με σκότωνε ο πατέρας μου τότε, αν έλεγα κάτι τέτοιο. Παίζει να σκότωνε εμένα, να σκότωνε και αυτόν».
Έναν χρόνο αργότερα, στο μέσο της δημοσιονομικής κρίσης, ο Αλί μετακόμισε με την οικογένειά του στη Σουηδία. Πήρε φεύγοντας, όπως εξηγεί, μαζί το μυστικό του. Όταν ήταν πλέον στη Σουηδία, ο Δ.Λ. σύμφωνα με την αφήγηση στην εκπομπή επικοινώνησε ξανά μαζί του. «Μου είχε στείλει πάλι στο Facebook, τι κάνω και πως περνάω στη Σουηδία. Και του είπα ότι είμαι καλά, περνάω καλά, τον ρώτησα εγώ πως είναι, πως τα πάει με τον καρκίνο και μου είπε προσπαθώ, παίρνω φάρμακα, μου είπε ότι ήταν άρρωστη και η μητέρα του. Και τον ρώτησα τότε εάν τελικά θα με πήγαινε, θα με έστελνε σε κάποιον να με ακούσει να τραγουδάω και τότε μου είπε αν είναι να το κάνω αυτό, "πρέπει να δώσεις κώλο σε μένα και σε αυτόν". Ε και αυτή ήταν η τελευταία μας φορά που μιλήσαμε γιατί μετά τον διέγραψα». Στα 25 του σήμερα, ο Αλί λέει ότι όταν είδε τις πρώτες αναρτήσεις για καταγγελίες σεξουαλικής παρενόχλησης που αφορούσαν τον Δημήτρη Λιγνάδη στο διαδίκτυο, πήρε την απόφαση να σπάσει τη σιωπή του. Κάλεσε από τη Σουηδία τον δικηγόρο Γιάννη Βλάχο στην Αθήνα. Αυτή ήταν η πρώτη φορά, όπως λέει, που μίλησε ανοιχτά σε κάποιον για ό,τι είχε συμβεί. Και αποφάσισε να κινηθεί νομικά.
Ένα άλλο πρόσωπο που περιμένει κλήση της ανακρίτριας είναι η Τζέφ Μοντάνα. Για ένα διάστημα εμφανιζόταν ως μέρος του φιλικού κύκλου του Δημήτρη Λιγνάδη. Πριν από λίγο καιρό όμως μίλησε για πρώτη φορά δημόσια για τη σχέση αυτή και μιλά ξανά στον Τάσο Τέλλογλου. Η Μοντάνα εμφανίστηκε σε δημοσιεύματα ως μάρτυρας υπεράσπισης του Λιγνάδη, κάτι που όπως λέει «είναι πολύ βαριά δυσφήμιση για εμένα και την οικογένειά μου».
Όταν ήταν στη Β’ Λυκείου η Τζεφ έκανε το «μεγάλο βήμα». Μαζί με μία φίλη πήγαν για πρώτη φορά μόνες στην Αθήνα, να παρακολουθήσουν μια θεατρική παράσταση. Πρωταγωνιστής ήταν ο Δημήτρης Λιγνάδης, ο οποίος σύμφωνα με τη Μοντάνα τη κοιτάζει σε όλη τη διάρκεια της παράστασης. «Με το που τελείωσε η παράσταση μας πλησίασε μια ταξιθέτρια, εμένα και την κολλητή μου και μας είπε ο κύριος Δημήτρης Λιγνάδης θα ήθελα να σας δει στο καμαρίνι του. Και πράγματι πήγαμε». Έτσι άρχισε μια σχέση που όπως η Τζεφ εξηγεί, κάποια στιγμή στα 16 της η αμηχανία που ένιωθε για τον Δημήτρη Λιγνάδη, μετατράπηκε σε παγωμάρα όταν βρέθηκαν, όπως λέει, στο σπίτι του. «Προσπαθούσε να πλάσει μια περσόνα που ήταν ανοιχτόμυαλη, ήταν προοδευτική, ότι στον χώρο του θεάτρου δεν έχουμε ταμπού. Δεν έχουμε περιορισμούς. Ότι εγώ είμαι σε σχέση με έναν άντρα και μία γυναίκα, ανέφερε ονόματα ηθοποιών που όντως θαύμαζα. Και σκηνοθετούσε ας πούμε μία ζωή και μία φαντασίωση που ήταν για εμάς σα να πηγαίναμε στο θεματικό πάρκο και βλέπαμε ότι έτσι ζουν οι κουλτουριάρηδες στην πρωτεύουσα».
«Με πήγε να μου δείξει ότι έχει τις οδοντόβουρτσες των εραστών του στο μπάνιο και πηγαίνοντας στο μπάνιο, φεύγοντας από την κολλητή μου που ήμασταν στο σαλόνι, πάμε στο μπάνιο να μου δείξει τις οδοντόβουρτσες, παίρνει το χέρι και μου το τοποθετεί στο πέος του. Αυτό ήταν κάτι το οποίο με έκανε να νιώθω τρομερή ντροπή. Από την άλλη είχα έναν μεγαλύτερο άντρα απέναντί μου με στάτους, ο οποίος ήμουν ήδη μέσα στο σπίτι του. Και όλη η συνθήκη και λάθος μου, δεν έπρεπε να ήμουν τόσο ευγενική απέναντί του, αλλά εκείνη τη στιγμή πάγωσα» λέει.
Το 2005 η Τζέφ έχει τελειώσει το σχολείο και βρίσκεται στην Αθήνα. Η επικοινωνία με τον Δημήτρη Λιγνάδη, όπως λέει. «Με έπαιρνε τηλέφωνο και μου έλεγε "πού είσαι να 'ρθω να σε βρω" ας πούμε. Και εγώ ήμουν σε ένα πάρτι με συνομήλικους. Και προφανώς, σήμερα καταλαβαίνω ότι δεν ήθελε τόσο πολύ να δει εμένα, όσο να γνωρίσει κι άλλα παιδιά της ηλικίας μου».
Η Μοντάνα μιλά για εφηβοφιλία. «Αυτός είναι σπάνιος όρος που τον έχω ακούσει, από πολύ λίγους ανθρώπους. Πώς καταλήξατε εσείς σε αυτό τον όρο; Δηλαδή τι ήταν αυτό που σας έκανε από τη σκοπιά των θυμάτων να καταλήξετε σε αυτό τον όρο;» τη ρωτά ο Τέλλογλου. «Αυτά τα αντιλήφθηκα πολύ αργότερα με την, σε συνδυασμό με την εξέλιξη την προσωπική μου και γνωρίζοντας και άλλα θύματα, μιλώντας… Γιατί εμείς τα θύματα μιλάμε μεταξύ μας. Αντλώ δύναμη από τους μεγαλύτερους γιατί είναι θύματα χρόνων που έχει κακοποιήσει αυτός ο άνθρωπος και έχω συνομιλήσει με θύμα 10 χρόνια μεγαλύτερό μου και 10 χρόνια μικρότερό μου» λέει ανάμεσα σε άλλα η Μοντάνα και συμπληρώνει: «Αφορούσε συγκεκριμένα το ότι του άρεσε, ότι φτιαχνόταν με τα παιδιά. Με την αγνή ψυχή τους. Την αδυναμία τους, την ευαισθησία τους. Γιατί όλα τα παιδιά είναι καλά παιδιά και το βλέπεις στα μάτια τους ότι δεν θα πείραζαν μύγα να σας το πω και έτσι. Αλλά εκείνος φτιαχνόταν με το ανήθικο».
Κατά τα λεγόμενά της Μοντάνα ξανασυναντήθηκαν όταν επέστρεψε από την Αμερική το Πάσχα του 2016. «Άλλη μια φορά επιχείρησε να κινηθεί με αυτό τον τρόπο τον παρεμβατικό, με σαφή σκοπό να εκπληρώσει τις σεξουαλικές του επιθυμίες και τότε έβαλα το τελικό μου όριο και είπα όχι φεύγω. Και από τότε δεν ξαναβρεθήκαμε» λέει. «Τζεφ, ήξερες στα 16 σου ότι αυτό το πράγμα δεν είναι καλό για σένα. Παρόλα αυτά συνέχιζες να έχεις κάποια σχέση. Γιατί δεν την έκοβες μαχαίρι αυτή τη σχέση;» τη ρωτά ο Τέλλογλου.
«Δεν ήμουνα σε θέση τότε να πάρω τις αποφάσεις και να θέσω, να βάλω το όριο γιατί εκείνος όριζε την σχέση που θα έχουμε και εκείνος με εξουσίαζε… Ναι. θα έπρεπε να την είχα κόψει μαχαίρι, θα έπρεπε να την είχα κόψει μαχαίρι αλλά στην εφηβεία δεν έχεις την ελευθερία βούλησης και εκείνος αποφάσιζε τη σχέση που θα έχουμε, αυτός έδινε το στίγμα και με είχε». «Μα είδατε ότι αυτοί που τον κατήγγειλαν τελικά, θα το πω ευθέως, είναι ελάχιστοι άνθρωποι και κυρίως γιατί πρέπει να το πω μελετώντας όλα τα στοιχεία της δικογραφίας, είναι αναξιόπιστοι και φαίνεται ότι είναι μεταξύ τους συγκοινωνούντα δοχεία» λέει ο δικηγόρος του Δημήτρη Λιγνάδη Αλέξης Κούγιας.
«Δεν κατανοώ πώς συνδέεται η αξιοπιστία με την ερωτική επιλογή ενός ανθρώπου. Θεωρώ όμως ότι είναι ντροπιαστικό, είναι άκρως ρατσιστικό να χαρακτηρίζεται ένας άνθρωπος λόγω της επιλογής του της ερωτικής, ως αξιόπιστος ή λιγότερο αναξιόπιστος. Νομίζω ότι πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί ιδιαίτερα στο δημόσιο διάλογο, ιδιαίτερα σήμερα που έχουν γίνει αγώνες για να διεκδικηθούν και να κατακτηθούν δικαιώματα μειονοτήτων όπως είναι η λοατκι κοινότητα, όπως είναι άνθρωποι με ιδιαίτερο ερωτικό ή φυλετικό προσανατολισμό και εν πάση περιπτώσει αυτού του είδους οι δηλώσεις δεν σηματοδοτούν μια θετική εικόνα της υπεράσπισης στην κοινωνία λέει ο Γιάννης Βλάχος δικηγόρος των φερομένων ως θυμάτων του Δ.Λ. ενώ η επίσης δικηγόρος των φερόμενων ως θυμάτων, Mαρία Κουρτέση, λέει πως «είχανε την ίδια περίπου ηλικία κατά τη γνωριμία τους, είχανε περίπου τα ίδια στοιχεία προσωπικότητας, τον ίδιο σεξουαλικό προσανατολισμό ο οποίος τους ήταν εν πολλοίς άγνωστος, λόγω της ηλικίας που είχαν εκείνη την εποχή, προέρχοντο αμφότεροι από περιβάλλοντα που ήταν δυσλειτουργικά, ελλειμματικά σε πολύ μεγάλο βαθμό, είτε αφορούσαν το οικογενειακό τους περιβάλλον, είτε αφορούσαν το σχολικό τους περιβάλλον, είτε αφορούσαν τον τρόπο καταγωγής τους και τις συνθήκες υπό τις οποίες διαμέναν στη χώρα αυτή όλα αυτά τα χρόνια. Πάντως σε κάθε περίπτωση ήταν ευκόλως προσεγγίσιμα ως θύματα μιας κακοποιητικής συμπεριφοράς εφόσον αυτή ήταν και η πρόθεση του δράστη, και αποδειχθεί ως τέτοια».
Πάντως, ο κ. Κούγιας αναφέρει ξανά πως «Και κατέληξα τελικά ότι ο στόχος δεν είναι ο Λιγνάδης, ναι μεν το σωματείο των Ελλήνων ηθοποιών που κατά την κρίση μου το συμβούλιο του δεν έχει ούτε την εξέλιξη ούτε την παιδεία ούτε την υποδομή σαν την προσωπικότητα του Λιγνάδη, μετά την μετονομασία του Ρεξ σε Παπαδάκη, τον μισεί γιατί είναι και συγκεκριμένης πολιτικής».
Μιλάμε σχεδόν ξημερώματα, μετά την εκπομπή, με τον Τάσο Τέλλογλου που επί δυόμισι μήνες με έξι δημοσιογράφους ερευνούν την υπόθεση για την οποία έχουν μιλήσει με δεκάδες πρόσωπα και αυτό που τους δυσκόλεψε πιο πολύ είναι ότι επειδή αυτά τα γεγονότα ξετυλίγονται μεταξύ δυο ανθρώπων και ο ένας είναι στη φυλακή της Τρίπολης από ένα σημείο και μετά ενώ και πριν δε μιλούσε, στηρίχτηκαν αποκλειστικά στον άλλο που έπρεπε να πει όλη την ιστορία -και πολλές τις έμαθαν τμηματικά- εκτός από αυτών που εμφανίζονται στο φιλμ. Η δεύτερη δυσκολία ήταν ότι υπαναχωρούσαν κάποιοι από αυτά που έλεγαν, δεν ήθελαν να τα πουν δημόσια, ενώ κάποιοι, που δεν εμφανίζονται, είχαν ένα συναισθηματικό δέσιμο ακόμα και σήμερα με τον φερόμενο ως δράστη.
— Οι τρεις σας μιλούν πολύ καθαρά, με πόσους άλλους μιλήσατε που δεν ήθελαν να μιλήσουν δημόσια;
Μιλήσαμε τουλάχιστον με δέκα- δώδεκα άτομα που μας μίλησαν για περιστατικά προσέγγισης χωρίς συναίνεση, δεν ήταν όλα βιασμοί ήταν -θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ασέγλεια- ή επικοινωνία με σκοπό, όπως υπάρχει στον ποινικό κώδικα μια τέτοια κατηγορία, αλλά και σε κάποιες περιπτώσεις καταλαβαίναμε ότι μιλούν για τον πρώην καλλιτεχνικό διευθυντή αλλά δεν ήθελαν να τον κατονομάσουν.
— Τάσο έχεις κάνει πολλά ρεπορτάζ με πολύ δύσκολα θέματα, τι ήταν αυτό που σε σόκαρε πιο πολύ σε αυτή την υπόθεση;
Ότι έχω δυο γιους. Ότι το οφείλω στα παιδιά μου, ήταν αυτό που με κινητοποίησε.
— Τι συμπέρασμα έβγαλες από αυτές τις μαρτυρίες;
Ένα πράγμα είναι πού σταματάνε τα όρια της καλλιτεχνικής ελευθερίας, μιλώντας για το θέατρο, και αρχίζει η καταπάτηση της ελευθερίας της προσωπικότητας του άλλου. Υπάρχει μια ειδική διάταξη στον ποινικό κώδικα που αναφέρει ότι τιμωρείται με ιδιαίτερη αυστηρότητα, ο προστάτης, αυτός στον οποίο έχει ανατεθεί να φυλάξει ανήλικους κάτω από οποιονδήποτε ρόλο, γυμναστής, δάσκαλος, ο δάσκαλος μουσικής έχει μια αυξημένη επιρροή εξαιτίας αυτού του ρόλου. Ο νόμος λέει ότι από τα 15 ο έφηβος μπορεί να πάρει τις πράξεις που αφορούν τη σεξουαλική του αυτονομία, κατεύθυνση, κυρίαρχα.
Όμως η συναίνεσή του, γιατί το κρίσιμο θέμα είναι αυτό, πρέπει να είναι έγκυρη. Να είναι γνήσια η συναίνεση. Αυτό θα κρίνει το δικαστήριο αν η συναίνεση την οποία θα επικαλεστεί ο φερόμενος ως δράστης ήταν μια έγκυρη συναίνεση. Ο νόμος είναι πολύ σαφής, αν το δικαστήριο καταλήξει ότι δεν υπήρχε συναίνεση αυτό θεωρείται βιασμός.
— Μπορείς να σχολιάσεις κάποια τυπικά χαρακτηριστικά αυτών των καταθέσεων;
Υπάρχουν όντως μερικά τυπικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων που φέρονται ως θύματα, η πρώτη τους αντίδραση είναι να θεωρούν τους εαυτούς τους ένοχους, ντρέπονται τους γονείς τους, μιλάνε πολύ αργότερα για αυτά τα περιστατικά, από το χρόνο που συμβαίνουν, ότι τους καταδιώκουν αυτά τα φαντάσματα για χρόνια, «η ντουλάπα τους» όπως λέει η Τζεφ. Υπάρχει ένα κρίσιμο θέμα που δεν μπορέσαμε να δείξουμε λόγω χώρου και χρόνου. Στις χώρες της Ευρώπης συμπεριλαμβανομένης και της Βουλγαρίας και της Αλβανίας, όταν ένας ανήλικος κακοποιείται σεξουαλικά δεν τρέχουν ούτε στα δικαστήρια ούτε στα αστυνομικά τμήματα. Τον πάνε σε ένα safe house και εκεί πηγαίνουν οι διάδικοι όλοι και τον ακούνε. Και στη συνέχεια ακούμε και τον δράστη με τον ίδιο τρόπο. Και πάνε τα χαρτιά στη δικαιοσύνη, δε γίνεται αυτό το τσίρκο. Ο γιατρός που μιλά στην εκπομπή, ο ψυχίατρος κ. Νικολαΐδης, ειδικευμένος σε κακοποιήσεις παιδιών, μας είπε ότι ένα θύμα χρειάστηκε να πάει 28 φορές να καταθέσει. Αυτό είναι το κλασικό άνοιγμα του τραύματος, η διάλυση του μάρτυρα.
— Τι συμπέρασμα βγάζετε από την εικόνα του θεάτρου που φέρεται να παρουσιάζει;
Ο Δ.Λ. χρησιμοποιούσε επιχειρήματα που κάνουν εντύπωση στο μυαλό ενός εφήβου, ο έφηβος δεν έχει κρίση, αλλά τα επιχειρήματα αυτά δε βάρυναν εξίσου και στους τρεις που μας μιλάνε, ανάλογα μα την εμπειρία που είχαν, σε άλλους βάρυναν περισσότερο, σε άλλους λιγότερο. Δε θαμπώθηκαν το ίδιο.
— Από αυτά που σου είπαν οι δικηγόροι τι είναι αυτό που κρατάς;
Νομίζω όλοι έχουν καταλάβει λίγο - πολύ ότι το παιχνίδι θα παιχτεί στην υπόθεση της συναίνεσης και ο μεν κ. Κούγιας -αυτό φάνηκε και στη συνέντευξη- θα ισχυριστεί ότι υπήρχε συναίνεση, δεν μπήκε καθόλου όμως στον προβληματισμό αν η συναίνεση αυτή είναι έγκυρη για το πόσο ας το πούμε έτσι, ανεπηρέαστα ας πούμε από αυτό που του συνέβη μπορεί ένας άστεγος να συναινέσει όταν φιλοξενείται στο σπίτι του φερόμενου ως δράστη -υπόθεση που δεν εμφανίζεται στην εκπομπή- και οι άλλοι δυο δικηγόροι των φερόμενων ως θυμάτων, το αντίθετο. Ο κ. Κούγιας θα υποστηρίξει ότι πρέπει να αποδειχθεί ότι ασκήθηκε ωμή βία. Ο παλιός ορισμός ήταν περίπου ότι σου σκίζω τα ρούχα και σε βιάζω. Το δικαστήριο θα πρέπει να περπατήσει σε μια λεπτή γραμμή και να βγάλει μια απόφαση που προφανώς θα αποτελέσει και νομολογία. Γιατί δεν ξέρουμε αν θα είναι η μόνη περίπτωση που θα φτάσει στα δικαστήρια. Μπορεί να φτάσουν και άλλες που θα αφορούν άλλα περιστατικά με άλλους πρωταγωνιστές.
(Από το κομμάτι αυτό, έχουμε αφαιρέσει τις περιγραφές που αφορούν σε σεξουαλικές πράξεις και μπορούν να ακούσουν οι αναγνώστες παρακολουθώντας την εκπομπή Special Report στο You Tube.)