Η ΙΔΕΑ ΤΟΥ ΣΕΝΑΡΙΟΥ έξυπνη – αν και το βροντοφωνάζει από το πρώτο πλάνο, σχεδόν σαν να λέει στον τηλεθεατή ότι, αν έχει σκοπό το zapping ή αν χάσει επεισόδια, δεν θα καταλάβει τι γίνεται. Ενδιαφέρον. Αν δεν γίνει απωθητικό εξαρχής, μπορεί να εξάψει την περιέργεια για τη συνέχεια. Μου συνέβη. Έτσι είδα τους «Μαύρους Πίνακες» (για την ακρίβεια είδα όλα τα επεισόδια στην πλατφόρμα του Star).
Μια ελληνική παραγωγή, ένα θρίλερ όπου ο κατά συρροή δολοφόνος καταλύει την υποκριτική ηρεμία μικρής επαρχιακής πόλης. Και ναι, όλο κάτι μας θυμίζει, ορισμένους ρόλους κάπου τους έχουμε ξαναδεί, αλλά δεν έχει σημασία, συνδέονται όλα σε μια αφήγηση που, αν κερδίσει τον τηλεθεατή, καθώς τον βομβαρδίζει με πληροφορίες για ζωγραφικούς πίνακες και θεωρίες των χρωμάτων και φιλοσοφικά αινίγματα, γίνεται εθιστική. Το πάθαμε.
Η υπόθεση εξελίσσεται σαν ένα «highbrow» σταυρόλεξο, που λύνουν on camera, με πυρετικούς ρυθμούς, θεαματικά έξυπνοι λύτες.
Ήδη ο τίτλος «Μαύροι Πίνακες» παραπέμπει στο ομώνυμο έργο του Γκόγια και η εξέλιξη της ιστορίας ακολουθεί το δικό του ύφος της σκοτεινής, γκροτέσκας καταγγελίας του θρησκόληπτου, του πνιγηρά συμβατικού των κοινωνικών σχέσεων μιας συντηρητικής κωμόπολης. Εύρημα έξυπνο για να αγγίξει η υπόθεση ζητήματα σκληρά, άλυτα μεν αλλά και χιλιοειπωμένα, όπως η ενδοοικογενειακή βία, η βία των εφήβων, η εφηβική εγκυμοσύνη, η βία της ανδροκρατούμενης κοινωνίας, οι ερωτικές σχέσεις καθηγητή με ανήλικες μαθήτριες κ.λπ. κ.λπ. Πολλά μαζί; Κι όμως, βρίσκει ρυθμό η εξέλιξη (βοηθητική η σκηνοθεσία της Κατερίνας Φιλιώτου).
Ο φόνος μιας έφηβης, κόρης του δημάρχου της επαρχιακής κωμόπολης, σαν να σηκώνει ξαφνικά την άκρη από το ατσαλάκωτο «σεντόνι» της υποκριτικής ηρεμίας της καθημερινότητας, η οποία από κάτω βρίθει από σκοτεινά μυστικά, αποτρόπαιες συμπεριφορές, εγκλήματα που αποκαλύπτουν την κατασκευασμένη από κοινωνικές συμβάσεις φαντασιακή εικόνα μιας υποτιθέμενης ευτυχούς, μικρής κοινωνίας. Μετά, και δεύτερος φόνος έφηβης, φίλης της προηγούμενης. Και με τις δυο είχε ερωτική σχέση ο παντρεμένος φιλόλογος και φίλος των γονιών τους. Είναι ο ένοχος; Μπα! Πολύ εύκολο.
Άλλωστε οι φόνοι είναι τελετουργικοί, απαιτούν πολύπλοκες ερμηνείες από αστυνομικούς με ιδιαίτερη ευφυΐα και καλλιέργεια. Βρίσκουν, όμως, βοήθεια. Μια νιόφερτη ντετέκτιβ, την Ιόλη, όνομα συμβολικό. Γίνεται κεντρικό πρόσωπο με τις γνώσεις που δείχνει να διαθέτει. Διόλου τυχαίο, όπως θα αποκαλυφθεί στη συνέχεια και πολύ περισσότερο στο φινάλε.
Εντάξει, υπάρχουν και οι υπερβολές μιας ελληνικής παραγωγής που προσπαθεί να ανεβάσει τον πήχη και να συγκριθεί με ξένες παρόμοιες. Διότι βλέπουμε ότι αυτή η μικρή επαρχιακή πόλη διαθέτει ένα πλήρως στελεχωμένο αστυνομικό τμήμα, με εκπαιδευμένους, μορφωμένους, ηθικά άψογους και τελικώς συμπαθέστατους αστυνομικούς – και έναν-δυο νόστιμους που εμπλέκονται σε ρομάντζα, το ένα τραγικό, αλλά θέλουμε να αποφύγουμε τα spoiler.
Διαθέτει επίσης ένα υπερσύγχρονο νεκροτομείο –απαραίτητο σε αστυνομικό θρίλερ, όπως έχουν διδάξει BBC και αμερικανικές σειρές– και μια πανέξυπνη ιατροδικαστή, χαριτωμένη και επιστήμονα, που μασουλάει, με επιβιωτικό κυνισμό, πίτσες και σάντουιτς δίπλα στα πτώματα (το ‘χουμε ξαναδεί πλειστάκις, δεν εντυπωσιαζόμαστε). Για τα εξωτερικά γυρίσματα έχουν επιλεγεί ατμοσφαιρικές γωνιές, αλλά μας έχει κακομάθει η παπακαλιάτεια αποθέωση των ελληνικών τοπίων, κτιρίων και εξοχικών, οπότε το δεχόμαστε ασμένως.
Οι σεναριογράφοι, Μάριος Ιωάννου και Σοφία Καζαντζιάν, πάντως, βρίσκονται σε ασυγκράτητο οίστρο. Διόλου δεν περιορίζονται στον Γκόγια και την ερμηνεία των καταγγελτικών του δύσμορφων συμπλεγμάτων από πίνακα σε πίνακα ώστε να παραπέμπουν σε πρόσωπα της υπόθεσης και στις εγκληματικές τους συμπεριφορές, αλλά εμπλέκουν, είπαμε, και τη θεωρία των χρωμάτων του Γκαίτε –κάθε επεισόδιο έχει ένα χρώμα, π.χ., κίτρινο, μπλε, μαύρο κ.λπ.–, γιατί και τα χρώματα φυσικά βρίσκονται μέσα στον στρόβιλο των συμβολισμών, και εκεί γύρω στο 5ο και 6ο επεισόδιο ξεδιπλώνεται ένας μαζικός βομβαρδισμός του τηλεθεατή με high culture information. Παίρνει τη θέση του στην αφήγηση και ο Μποντλέρ με τα «Άνθη του κακού», γιατί ήταν ο σκοτεινός ποιητής που έκανε γνωστό τον Γκόγια, αλλά και ο Μακιαβέλι και τα φιλοσοφικά αινίγματα που θέτει ο δολοφόνος, τα οποία η ευφυής αστυνομικός καταφέρνει να λύσει βοηθώντας την έρευνα.
Η υπόθεση εξελίσσεται σαν ένα «highbrow» σταυρόλεξο, που λύνουν on camera, με πυρετικούς ρυθμούς, θεαματικά έξυπνοι λύτες. Δεν απουσιάζει ούτε ο δυναμικός δημοσιογράφος της τοπικής εφημερίδας, που όλοι αντιπαθούν γιατί χώνεται εκεί που δεν τον σπέρνουν, αλλά είναι τίμιος και βοηθάει τις αποκαλύψεις. Και έτσι τα μίντια βρίσκονται στην όχθη του Καλού μαζί με τους αστυνομικούς. Για τηλεόραση πρόκειται.
Πολύπλοκο σενάριο; Δυσνόητο; Παραδόξως όχι τόσο. Γίνεται και λίγο διδακτικό. Αλλά δεν πειράζει, ευκαιρία να μάθουμε καινούργια ή να φρεσκάρουμε παλιά.
Και για όσους θέλουν περισσότερα, προτείνουμε την έκθεση των χαρακτικών του Γκόγια στην Εθνική Πινακοθήκη «Los Caprichos – «Η γοητεία του αλλόκοτου». Μπορεί να μην εκτίθενται μεγάλοι και εντυπωσιακοί πίνακες, αλλά τα εισαγωγικά σημειώματα της διευθύντριας, Συραγώς Τσιάρα, είναι εξαιρετικά κατατοπιστικά για το έργο του, για την ανατρεπτική θέαση του κόσμου, για τους τολμηρούς συμβολισμούς του (παραπέμπουμε, με την ευκαιρία, στο πρόσφατο, εκτενές αφιέρωμα της LiFO).
Τέλος, οφείλω να προσθέσω στα πλεονεκτήματα της σειράς τις πολύ καλές ερμηνείες σχεδόν όλων, από τη Λένα Παπαληγούρα στον ρόλο της χαροκαμένης μάνας, αλλά και της γυναίκας-θύματος της βίας του δημάρχου συζύγου, την πολύ ιδιαίτερη Σοφία Κόκκαλη, με τον ρόλο-«κλειδί» στην υπόθεση, την Κάτια Γκουλιώνη, τη δυναμική ντετέκτιβ σε συγκρουσιακή σχέση με την έφηβη κόρη της, τον Δημήτρη Κίτσο στον ρόλο νεαρού, συναισθηματικού αστυνομικού, τον Αντίνοο Αλμπάνη, καταρτισμένο και καλλιεργημένο αστυνομικό που έχει κι αυτός στο τέλος το ρομάντζο του, τον Ιωάννη Παπαζήση, δήμαρχο-πατέρα-σύζυγο, με τα ένοχα μυστικά και τον βίαιο χαρακτήρα, τον Θοδωρή Κατσαφάδο, στοργικό παππού, αλλά και την πολύ καλή, μητρική Όλγα Πολίτου και… ήδη έγραψα πολλά.
ΜΑΥΡΟΙ ΠΙΝΑΚΕΣ - Πρεμιέρα | Παρασκευή 11/10